Χριστούγεννα 1966 – Ο Μάκης στις αλάνες
Η Σοφία Νικολαϊδου σε ένα διήγημα γραμμένο για την parallaxi
Με βάφτισαν Ασημάκη, αλλά με φωνάζουν Μάκη. Γεννήθηκα το 1960 στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη είναι Ελλάδα, λέει ο μπαμπάς. Η μαμά, που είναι από την Καλαμάτα, χαμογελάει κάθε φορά που το ακούει. Νέα χώματα, λέει και κουνάει το κεφάλι της. Δεν ξέρω τι θα πει αυτό, πάντως ο μπαμπάς νευριάζει.
Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από τη Θεσσαλονίκη είναι ένα κάρο στην Εγνατία. Το άλογο ξεφυσούσε, κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά στην Καμάρα και δάγκωσε έναν παππού που έπινε το σαλέπι του στην άκρη του δρόμου. Ο παππούς έσκουξε, η μαμά δε με άφησε να γελάσω όσο ήθελα, μεγάλη αδικία.
Τις Κυριακές που πηγαίνουμε επίσκεψη στη θεία Πιπίτσα, στην οδό Μακεδονίας, είναι σαν να πηγαίνουμε εκδρομή. Παντού αλάνες και χώματα. Βρομίζουν τα γόνατα και τα νύχια μου. Παίζουμε με καπάκια της μπίρας και μπίλιες. Φτιάχνουμε σωρούς τα καπάκια και τα γκρεμίζουμε με τις μπίλιες. Οι μαμάδες ρωτάνε γιατί παίζουμε τέτοιες βλακείες. Είναι μαμάδες, δεν καταλαβαίνουν.
Φέτος τα Χριστούγεννα χιόνισε. Όλοι χάρηκαν, όμως το χιόνι είναι βαρετό. Σταμάτησαν και τα λεωφορεία, δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά. Στάθηκα ακίνητος δέκα ολόκληρα λεπτά στο παράθυρο. Βαρέθηκα να βλέπω το χιόνι να πέφτει. Και μετά δεν είχα τι άλλο να κάνω. Ο μπαμπάς φώναζε να πάμε στο Ανατόλια: είχε συναυλία τζαζ. Κανείς στο σπίτι δεν ξέρει τι είναι η τζαζ, εκτός από τον μπαμπά. Ο μπαμπάς λέει πως όταν ακούς τζαζ είσαι ελεύθερος. Πάψε, του λέει η μαμά, αλλά αυτός σφυρίζει και δεν ακούει.
Τη μέρα των γενεθλίων μου, Τετάρτη στις 28 Δεκεμβρίου, καταδικάστηκαν τρεις τέντι μπόις γιατί δημιούργησαν επεισόδια. Το έγραφε η εφημερίδα. Ρώτησα πολλές φορές τη μαμά θα πει «τέντι μπόις». Θα μεγαλώσω και θα καταλάβω, λέει. Εγώ νομίζω πως πολλά αφήνω για να τα καταλάβω, όταν θα μεγαλώσω. Δε θα προλάβω να τα καταλάβω όλα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η μαμά έκλαιγε κρυφά. Κλειδώθηκε στην τουαλέτα και δεν έβγαινε. Είναι απαίσια, όταν κλαίει η μαμά. Κοκκινίζει η μύτη της. Ύστερα βγαίνει, χαμογελάει ψεύτικα σαν κάποιος να της τραβάει τα χείλη με το ζόρι κι εγώ φοβάμαι ότι θα σκιστεί το στόμα της. Ξέρω γιατί κλαίει η μαμά. Κλαίει για τη θεία Πιπίτσα. Η θεία Πιπίτσα κάνει μαθήματα, για να μεταναστεύσει στη Βραζιλία. Η μαμά δεν κλαίει που η θεία Πιπίτσα θα πάει στη Βραζιλία, κλαίει που θα μείνει μόνη της. Γιατί η θεία Πιπίτσα είναι πάντα γελαστή και λέει μόνο καλά πράγματα, ενώ οι άλλες θείες όλο γκρινιάζουν και κουνάνε το κεφάλι τους. Κανείς δεν τις θέλει. Ρίχνουμε κρυφά αλάτι στην πλάτη του καναπέ που κάθονται και περιμένουμε να φύγουν.
Τη μέρα των Φώτων πήγαμε στην Αρετσού. Είχε πολύ κόσμο, μας σπρώχνανε, στο τέλος γκρέμισε η γέφυρα. Όλοι φώναζαν, Χριστέ μου, Παναγιά μου – και βρισιές που δεν κάνει να τις πω, αλλά τις ξέρω, γιατί τις λέει ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο. Κουτρουβαλιαστήκαμε στα ρηχά, μουσκέψαμε και φύγαμε άρον άρον. Τουλάχιστον θα έχουμε κάτι να θυμόμαστε, έκανε γελώντας η θεία Πιπίτσα που βρίσκει πάντα το καλό στο κακό.
* Με βάφτισαν Ασημάκη, ακόμα με φωνάζουν Μάκη. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου. Τη δεκαετία του ‘60 είχε περισσότερες αλάνες, περισσότερες λάσπες, πιο πολλά χώματα. Είμαι πενήντα τριών χρονών. Προχθές τα παιδιά μου ανακάλυψαν το παιδικό μου ημερολόγιο. Θα το διαβάσουν στην τάξη. Ο δάσκαλος τους ζήτησε να καταγράψουν, με σειρά προτεραιότητας, τα προβλήματα της πόλης. Τα παιδιά έχουν μέρες που με ρωτούν και κρατούν σημειώσεις. Πολύ φοβάμαι πως ακούγομαι σαν τον πατέρα μου. Αναπολώ τα παλιά, δεν πιστεύω σε τίποτα και γκρινιάζω για τα σκουπίδια.