Χριστούγεννα 2010
Ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης σε ένα διήγημα γραμμένο για την parallaxi.
Θυμόταν ακριβώς τη σκηνή. Ξημέρωνε, είχαν μόλις γυρίσει στο σπίτι. Η γυναίκα του είχε μπει στο μπάνιο, εκείνος βγήκε στο μπαλκόνι για ένα τελευταίο τσιγάρο. Κάπνιζε και σκεφτόταν ότι σε εφτά μήνες θα γεννιόταν το πρώτο παιδί τους. Ότι η δουλειά πήγαινε καλά και ότι στην τράπεζα υπήρχαν όσα χρειάζονταν για μια ώρα ανάγκης. Και κάποια παραπάνω. Ήταν μια καλή χρονιά αυτή που πέρασε, όπως και η προηγούμενη. Είχε σκεφτεί. Τέλειωσε το τσιγάρο, το έσβησε στο χώμα ενός από τα πέντε πυθάρια που υπήρχαν στο μπαλκόνι, μπήκε στο σπίτι και ξάπλωσε. Σε λίγο ήρθε κι η γυναίκα του και χώθηκε κάτω από το πάπλωμα. Έκαναν έρωτα. Πίσω από τα στόρια ξημέρωνε η πρώτη μέρα του 2009.
Εκείνη τον κοιτάζει και δεν του μιλάει. Ο τύπος περιμένει, κάπως αμήχανος. Κάνει ότι δεν έχει καταλάβει τι συμβαίνει. Το παιδί έχοντας αντιληφθεί την ένταση αρχίζει και κλαίει. Του πετάει τελικά ένα «κάνε ότι νομίζεις», παίρνει το παιδί και βγαίνουν έξω. Μερικά δευτερόλεπτα περνούν. Ο τύπος γυρίζει και κοιτάζει προς την τηλεόραση, κάποιοι χειροκροτούν μια γυναίκα που φαίνεται να έχει μόλις απαντήσει σωστά σε κάτι. «Υπάρχουν και φθηνότερα, πάντως, άμα θες», λέει. «Αλλά όχι σε χώμα. Κομμένα ».
Το μωρό αντικατοπτρίζεται σε μια ασημένια μπάλα. Σε μια κόκκινη. Σε ένα αστέρι. Να κοιμάται. Της λέει «δεν καταλαβαίνεις». Και εννοεί είσαι στο κόσμο σου. Του απαντάει «εσύ δεν καταλαβαίνεις». Και εννοεί είσαι μαλάκας. Εκείνη σηκώνεται και πηγαίνει στο μπάνιο. Την ακούει να κλειδώνει. Την ακούει να κλαίει. Στο μπαλκόνι ο αέρας κάνει τα έλατα να κουνιούνται. Χωμένα στα μεγάλα πήλινα πυθάρια. Όταν είχαν γνωριστεί του είχε πει ότι δεν υπάρχει πράγμα που να την μελαγχολεί περισσότερο από τα έλατα στα σκουπίδια μετά τις γιορτές. Έτσι αποφάσισε κάθε χρόνο να αγοράζουν έλατο σε γλάστρα. Που κοστίζει διπλά αλλά έχει ρίζες. Και αντί να το πετάνε, να το μεταφυτεύουν σε ένα πιθάρι. Στο μπαλκόνι. Έξι έλατα, ένα για κάθε χρόνο. Από τα πρώτα Χριστούγεννα που πέρασαν μαζί. Σηκώνεται απότομα, παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου και τα τσιγάρα και βγαίνει από το σπίτι.
Χτυπάει με το σφυρί. Το πιθάρι με το έλατο του 2004. Ο ήχος είναι υπόκωφος. Σαν ο πηλός να απορροφά το χτύπημα. Χτυπάει ξανά. Πιο δυνατά. Φεύγουν φλούδες. Πάλι. Και πάλι. Τελικά ο πηλός σπάει. Σαν κομμένο δέντρο, το έλατο πέφτει. Συνεχίζει. Το έλατο του 2005. Σηκώνει το βλέμμα του, μια γυναίκα από το απέναντι μπαλκόνι τον κοιτάζει για μερικές στιγμές, όταν καταλαβαίνει ότι κοιτάζει προς το μέρος της, μπαίνει στο σπίτι της. Του 2006. Ένα κομμένο δέντρο για κάθε χρόνο που πέρασε μαζί της. 2007. Η πιο μεγάλη εκδίκηση. 2008. Η καριόλα η μάνα της, στο τηλέφωνο, του είπε ότι χρειάζονται χρόνο. Και οι δύο. Δεν κατάλαβε αν εννοούσε εκείνη και το παιδί ή εκείνη κι αυτόν. 2009. Λαχανιασμένος, μέσα στα χώματα. την παίρνει στο κινητό με απόκρυψη. Όταν το σηκώνει, της λέει για τα έλατα. «Άντε γαμήσου», του λέει και του το κλείνει. Όταν έχασε τη δουλειά, δεν έκλαψε. Τώρα κλαίει. Από τον έβδομο όροφο κοιτάζει ένα κομμάτι της πόλης. Από κάποιο διπλανό μπαλκόνι, ένας φωτεινός Άγιος Βασίλης παίζει την Άγια Νύχτα τρεις τόνους πιο ψηλά. Νυχτώνει.
Δεν μιλάει κανείς, μόνο το μωρό βγάζει κάτι χαρούμενους ήχους από το πίσω κάθισμα. Το κρατάει η πεθερά του στην αγκαλιά της. Θα ‘θελε να πάνε οι δύο τους αλλά μάλλον τον φοβάται, δεν ξέρει τι ζόρι έχει να τους τραβάει στο Σέιχ Σου παραμονιάτικα. Εκείνη του λέει και πάλι «πού πάμε;». «Θα δεις» της απαντάει. και συνεχίζει να οδηγάει πολύ προσεκτικά. Γιατί το τιμόνι κλωτσάει άσχημα όταν βρίσκουν πέτρες. Και, βασικά, όλο πέτρες είναι ο συγκεκριμένος δρόμος. Που δεν ξέρει αν είναι δρόμος ή αντιπυρική ζώνη. Τελικά φτάνουν στο σημείο, το ΄χει σημαδέψει μ’ ένα πανί. Περπατούν μερικά μέτρα, όχι πολύ. Εκείνη τα βλέπει πρώτα, σταματάει. Σε ένα άνοιγμα, φυτεμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Εφτά έλατα. Ένα για κάθε χρόνο. Με τις ρίζες τους στο χώμα πλέον.