Χριστούγεννα. Παλιά.

Ένα ταξίδι στην αιώνια πατρίδα. Την παιδική μας ηλικία.

Γιώργος Τούλας
χριστούγεννα-παλιά-11460
Γιώργος Τούλας
Ανήμερα Χριστούγεννα 1973. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, χοιρινή τηγανιά τρώγαμε, η γαλοπούλα δεν ήταν στις συνήθειες μας, οι γονείς ξάπλωσαν για τον καθιερωμένο υπνάκο. Καθίσαμε με τον αδερφό μου κάτω από το δέντρο με τα απλωμένα βαμβάκια στα κλαδιά και παίξαμε με ένα κόκκινο πλαστικό τρενάκι που έφερε πρόωρα ο Άγιος Βασίλης. Σε μας ερχόταν πάντα Χριστούγεννα, ποτέ Πρωτοχρονιά. Κοίταζα μέσα από τις μπάλες του δέντρου, εκείνες τις παλιές γυάλινες που έσπαγαν εύκολα, το σαλόνι.
Ένα δωμάτιο όχι πάνω από είκοσι τετραγωνικά το οποίο τις νύχτες μετατρέπονταν σε υπνωτήριο. Το δωμάτιο μέσα από τις μπάλες έμοιαζε τεράστιο και πολυτελές. Σαν τα σπίτια της τότε τηλεόρασης. Μοντέρνο. Όχι ότι ήταν παλιοκαιρίτικο. Το αντίθετο. Ως νέο ζευγάρι οι γονείς μου είχαν αγοράσει ένα δανέζικο σαλόνι, λαδί. Τα σκανδιναβικά έπιπλα ήταν πολύ της μόδας. Παρόλα αυτά ο χώρος ήταν αρκούντως μικρός και μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της μπάλας έμοιαζε εξωπραγματικά όμορφος.
Δεν ξέχασα ποτέ εκείνη την ψευδαίσθηση. Το απόγευμα εκείνης της ατέλειωτης μέρας κύλησε αργά και νωχελικά. Παίξαμε χαρτιά γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, μια φορά το χρόνο επιτρέπονταν η εικοσιμία στις ηλικίες μας.

Και μετά ερχόταν η ώρα της θείας Χρυσούλας. Η θεία Χρυσούλα έμενε Όλγας με Μαρτίου. Την επισκεπτόμασταν πάντα ανήμερα Χριστούγεννα για τη γιορτή της. Τη θυμάμαι να ανοίγει την πόρτα του αστικού σπιτιού της, μια τεράστια σάλα που κατέληγε σε μια τζαμόπορτα με την οποία χωριζόταν το γραφείο του θείου. Ο θείος Γιώργος, ο άνδρας της, δημοσιογράφος στην εφημερίδα Μακεδονία, ήταν συνήθως κλεισμένος σε κείνο το γραφείο. Χαμένος πίσω από βιβλία, μια γραφομηχανή και την έντονη μυρωδιά της πίπας σε όλο το χώρο. Έβγαινε μετά από λίγη ώρα χαμένος στις σκέψεις του. Η θεία Χρυσούλα φορούσε πάντα εντυπωσιακά φορέματα σε έντονα χρώματα. Κόκκινα, πράσινα. Αληθινή κοκέτα. Το σπίτι τους δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας. Ήταν το σπίτι των ταινιών. Και η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση συμπλήρωνε την επιτυχία στα μάτια μου.

Στο πικάπ, ναι είχαν πικ-απ, έπαιζε πάντα απαλή μουσική, στην κουζίνα μοσχομύριζε. Πεινάς Γιωργάκη; με ρωτούσε και σέρβιρε πιλάφι με κοτόπουλο. Δεν θυμάμαι καμία γεύση των παιδικών μου χρόνων τόσο έντονα όσο εκείνο το πιλάφι με το κοτόπουλο. Στο τέλος της βραδιάς, η επιστροφή στο σπίτι με το αστικό 30, Αποθήκη-Τριανδρία, είχε ένα επιπλέον χαρούμενο τιπ. Το άνοιγμα του δώρου που μας επιφύλασσε η θεία Χρυσούλα. Ένα επιμελώς τυλιγμένο, με μπλε κόλα γλασέ, κλασικό βιβλίο της παιδικής λογοτεχνίας. Ντίκενς, Ιούλιος Βερν, ο Τομ Σώγιερ, το Νησί των Θησαυρών. Πάντα κάτι άλλο. Σαν να σημείωνε τι μας είχε πάρει την προηγούμενη χρονιά, για να μη μας ξαναπάρει το ίδιο την επόμενη.

Φτάνοντας σπίτι παρακάλεσα εκείνη τη νύχτα να αφήσουμε τα λαμπάκια του δέντρου αναμμένα. Για να χαζεύω τη νύχτα το δωμάτιο μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της μεγάλης μπάλας. Καλά Χριστούγεννα. Καλά κουράγια.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα