Χριστούγεννα. Παλιά.
Ένα ταξίδι στην αιώνια πατρίδα. Την παιδική μας ηλικία.
Και μετά ερχόταν η ώρα της θείας Χρυσούλας. Η θεία Χρυσούλα έμενε Όλγας με Μαρτίου. Την επισκεπτόμασταν πάντα ανήμερα Χριστούγεννα για τη γιορτή της. Τη θυμάμαι να ανοίγει την πόρτα του αστικού σπιτιού της, μια τεράστια σάλα που κατέληγε σε μια τζαμόπορτα με την οποία χωριζόταν το γραφείο του θείου. Ο θείος Γιώργος, ο άνδρας της, δημοσιογράφος στην εφημερίδα Μακεδονία, ήταν συνήθως κλεισμένος σε κείνο το γραφείο. Χαμένος πίσω από βιβλία, μια γραφομηχανή και την έντονη μυρωδιά της πίπας σε όλο το χώρο. Έβγαινε μετά από λίγη ώρα χαμένος στις σκέψεις του. Η θεία Χρυσούλα φορούσε πάντα εντυπωσιακά φορέματα σε έντονα χρώματα. Κόκκινα, πράσινα. Αληθινή κοκέτα. Το σπίτι τους δεν είχε καμία σχέση με το δικό μας. Ήταν το σπίτι των ταινιών. Και η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση συμπλήρωνε την επιτυχία στα μάτια μου.
Στο πικάπ, ναι είχαν πικ-απ, έπαιζε πάντα απαλή μουσική, στην κουζίνα μοσχομύριζε. Πεινάς Γιωργάκη; με ρωτούσε και σέρβιρε πιλάφι με κοτόπουλο. Δεν θυμάμαι καμία γεύση των παιδικών μου χρόνων τόσο έντονα όσο εκείνο το πιλάφι με το κοτόπουλο. Στο τέλος της βραδιάς, η επιστροφή στο σπίτι με το αστικό 30, Αποθήκη-Τριανδρία, είχε ένα επιπλέον χαρούμενο τιπ. Το άνοιγμα του δώρου που μας επιφύλασσε η θεία Χρυσούλα. Ένα επιμελώς τυλιγμένο, με μπλε κόλα γλασέ, κλασικό βιβλίο της παιδικής λογοτεχνίας. Ντίκενς, Ιούλιος Βερν, ο Τομ Σώγιερ, το Νησί των Θησαυρών. Πάντα κάτι άλλο. Σαν να σημείωνε τι μας είχε πάρει την προηγούμενη χρονιά, για να μη μας ξαναπάρει το ίδιο την επόμενη.
Φτάνοντας σπίτι παρακάλεσα εκείνη τη νύχτα να αφήσουμε τα λαμπάκια του δέντρου αναμμένα. Για να χαζεύω τη νύχτα το δωμάτιο μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της μεγάλης μπάλας. Καλά Χριστούγεννα. Καλά κουράγια.