Χριστούγεννα σε συσσίτιο απόρων

της Κατερίνας Γκαμπράνη Το αποφάσισα, το έψαξα, το βρήκα, το έκανα. Συσσίτιο σε μεγάλο ναό της πόλης μας. Τηλεφώνησα: “-Μήπως θέλετε εθελοντές; -Βεβαίως, μου είπε ένας ευγενέστατος ιερέας. Να σας δώσω το τηλέφωνο της υπεύθυνης να συνεννοηθείτε, ευλογημένη να ‘στε.” Η υπεύθυνη λεγόταν κυρία Κούλα, δεν έχω ακούσει γλυκύτερη φωνή στη ζωή μου. Το γεύμα […]

Parallaxi
χριστούγεννα-σε-συσσίτιο-απόρων-10501
Parallaxi
1.jpg

της Κατερίνας Γκαμπράνη

Το αποφάσισα, το έψαξα, το βρήκα, το έκανα. Συσσίτιο σε μεγάλο ναό της πόλης μας. Τηλεφώνησα: “-Μήπως θέλετε εθελοντές; -Βεβαίως, μου είπε ένας ευγενέστατος ιερέας. Να σας δώσω το τηλέφωνο της υπεύθυνης να συνεννοηθείτε, ευλογημένη να ‘στε.” Η υπεύθυνη λεγόταν κυρία Κούλα, δεν έχω ακούσει γλυκύτερη φωνή στη ζωή μου.

Το γεύμα αγάπης θα ξεκινούσε στις 12. Έφτασα. Η αίθουσα ήταν ακόμη κρύα, το μαγειριό ζεστό όμως και πλήθος βοηθών  εργαζόταν ήδη. Ρώτησα ποια είναι η κυρία Κούλα και μου την έδειξαν. Πρωτοστατούσε ακούραστη. Τη χαιρέτησα και με στρίμωξε στην αγκαλιά της με δυο ηχηρά φιλιά. Ήταν ηλικιωμένη με κύφωση και καμπουρίτσα. Τα μάτια της ήταν, όμως, σαν τα άστρα των Χριστουγέννων. Οι άλλες με κοίταξαν λίγο παράξενα, σχεδόν αφιλόξενα. Δεν πολυέδωσα σημασία και έπιασα δουλειά. Σε λίγο μπαίνει ένας τύπος στην κουζίνα ντυμένος στην τρίχα, νεάζων όχι νέος, να δώσει εντολές. “Οι πόρτες θα ανοίξουν 11.40, όχι νωρίτερα, ακούσατε, κυρίες;” Όλες ακούσαμε, η κολώνια του με ζάλισε και το Αρμάνι κοστούμι του, επίσης. Μόλις είχε παραστεί στην εορταστική δοξολογία, έμαθα ότι ήταν επίτροπος, υπεύθυνος σίτισης. Με κοίταξε παράξενα όπως και οι άλλες κυρίες όταν μπήκα. Ίσως γιατί ήμουν η μόνη που φορούσα μπλουτζήν και κραγιόν! Με ρώτησε πώς με λένε και πού εκκλησιάζομαι. Πουθενά, του είπα κι έμεινε άφωνος. Μετά άρχισαν οι πιο προσωπικές ερωτήσεις κι εγώ μετά την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια.

Ακόμη ήταν 11 η ώρα, βγήκα για λίγο έξω, είχε παγωνιά. Ήταν ήδη καμιά 5-6 άτομα, ήταν κι ενα ζευγάρι με ένα μικρό αγοράκι το κρατούσε ο μπαμπάς του από το χέρι και του έλεγε: “Ναι, θα σου δώσουν και παιχνίδια.” Το αγοράκι κρυωνε και γκρίνιαζε. Η μαμά, μια σοκολατένια ομορφιά, κρατούσε κάτι στην αγκαλιά της που δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήταν, το πέρασα για μπουφάν. Κρύωναν, τους πλησίασα, τους χαιρέτησα, ήταν καθαροί κι ευγενικοί. Τότε διαπίστωσα ότι το δεματάκι που κρατούσε η μαμά είχε μέσα ένα βρέφος, πολύ μικρό,  τυλιγμένο σε μια ψεύτικη κουβερτούλα και για παραπάνω ζεστασιά σε μια πετσέτα θαλάσσης που έγραφε “ice tea”.

Άνοιξα την πόρτα, τους είπα να περάσουν μέσα, η αίθουσα είχε ήδη ζεσταθεί για τα καλά και οι υπόλοιπες κυρίες με τις μακριές φούστες έστρωναν με λινό τραπεζομάντηλο και κρυστάλλινα ποτήρια το μακρύ τραπέζι του Δεσπότη και της ακολουθίας του. Είχαν δαντελωτές λινές πετσέτες, κεριά με αγγελούδια και κλαδιά απο γκυ. Τα υπόλοιπα τραπέζια, νοικοκυρεμένα είναι η αλήθεια, είχαν πλαστικά πιάτα και πλαστικά τραπεζομάντηλα. Είδαν την οικογένεια που μπήκε μέσα και κάθισε σ’ ένα ακριανό τραπέζι και μου έβαλαν τις φωνές γιατί τους έβαλα μέσα και θα πάρουν θάρρος και οι άλλοι. Έχουν μωράκι, τους ειπα. Με αγριοκοίταξαν, δε θα κάνεις ό,τι θέλεις, μου είπαν. Αυτοί δεν έχουν ανάγκη! Έρχεται ένας γλυκύτατος νεαρός ιερέας, σας παρακαλώ, λέει στον επίτροπο, αφήστε τους, κρίμα ειναι.

Κανένας δε θα αρχίσει να τρώει αν δεν έρθει ο Δεσπότης να ευλογησει και οι νηστικοί κοιτούσαν τη σαλάτα και το τυρί- το φαγητό δεν είχε σερβιριστεί ακόμη- και χέρι δεν άπλωναν. Τελικά, ο Δέσποτας εισήλθεν, πέρασε από την κουζίνα, ευλόγησε τα καζάνια που άχνιζαν και όλες του φίλησαν το παχουλό του χέρι. Λίγο πριν χαριεντιζόταν με μία κυρία που ήταν ντυμένη σα λατέρνα γιατί μετά θα πήγαινε σε ρεβεγιόν, αφού έκανε το χρέος της πρωτίστως.

Η υπέροχη κυρία Κούλα άρχιζε να αδειάζει στα πλαστικά πιάτα γενναιόδωρες μερίδες φαγητού. Εγώ σερβιτόρα αδέξια αλλά με διάθεση να μάθω. Οι υπόλοιπες μουντρούχες, αγέλαστες.. ίσως κουρασμένες; Μετά βγήκαν και τα γλυκά και ήταν μια υπέροχη ατμόσφαιρα, όπως λέει και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Είχε και κόκκινο κρασι… Και να σου, μπαίνουν οι αστυνομικοί βαριεστημένοι, αγέλαστοι, τι αγγαρεία να δουλεύεις τέτοια μέρα. Ευχήθηκαν, όμως αρνήθηκαν το κρασί- ποτέ σε ώρα υπηρεσίας- και φίλησαν το παχουλό χέρι του Δέσποτα. Έφυγαν, δίνοντας σαφείς οδηγίες στον επίτροπο και στις κυρίες να μη δώσουν φαγητό σε κάτι ύποπτα στοιχεία έξω, γιατί σουρώνουν, βρίζουν και κάνουν ζημιές… Τους ξέρω, λέει, ο επίτροπος κάθε μέρα τα ίδια κάνουν, ούτε κρύο τους πιάνει ούτε τίποτε, βρωμομετανάστες! Επεμβαίνει η κυρια Κούλα από το φαγητό, “Δεν σουρώνουν, από την πείνα και το κρύο τρελαίνονται, άιντε τώρα, αφήστε με στην κουζίνα και πάτε κι εσείς στη δουλειά σας”. Σκυφτή μα με ένα υπέροχο ανάστημα στα μάτια μου πάει και βρίσκει κάτι τάπερ που είχε κρυμμένα και τα φουλάρει με σαλάτες, κρέας, πουρέ και χωριστά μπακλαβάδες και κουραμπιέδες και αφού με τραβάει σε μια γωνιά, μου λέει. “Πάρε κάτι μεγάλες σακούλες μαύρες, να μη φαίνονται, και έξω από το ναό θα τους δεις, δώστα, πουλάκι μου, τι σόι χριστιανοι ειμαστε!”  Έκανα ό,τι μου είπε, τα ύποπτα στοιχεία ήταν κατι αποστεωμένα παιδαρέλια που τουρτούριζαν. Σας τα στέλνει η κυρια Κούλα, τους είπα. “Χρόνια πολλά”. “Α! Αυτή η καμπούρα, αυτή η καμήλα με την καμπούρα, είναι καλός άνθρωπος. Βγαίνει έξω μια άλλη κυρία, με βλέπει και μου λέει: “Είδες; Η Κούλα τους ταΐζει και αυτοί τη βρίζουν…” Δε μιλώ, πηγαίνω μέσα, συνενοούμαστε με τα μάτια.

Ο επίτροπος είχε τελειώσει το γεύμα του, το ίδιο και όλοι οι ιερωμένοι. Μου λέει γλυκερά: “Σε κουράσαμε, ε;”. Όχι, του λέω, είμαι μια χαρά. Αλήθεια, κύριε τάδε, όλα αυτά είναι χορηγίες; “Όχι, βέβαια, φροντίζει ο ναός μας από τα έσοδά του. Επιτελούμε μέγα κοινωνικό έργο κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Κυρίου”. Αυτό είναι αλήθεια, του λεω, όλα τα βλέπει ο Κύριος! Ο μικρός, που είχε έρθει από τους πρώτους, έκλαιγε. Ακόμη περίμενε το παιχνίδι που του είχε πει ο πατέρας του ότι θα του ‘διναν. Το ‘χα ξεχάσει. Είδα και το πιάτο του άθικτο, μόνο τον πουρέ είχε φάει. Πονάνε τα δόντια του, μου είπε η μαμά του, και δεν έχουμε λεφτά για οδοντίατρο. Τους είπα για τους Γιατρούς του Κόσμου ενώ ο μικρός συνέχιζε να κλαίει. Τρέχω στην αρχηγό. “Δεν έχουμε παιχνίδια εδώ, βρε πουλάκι μου, τι να κάνω;” Ετοιμάζομαι να βγω να του αγοράσω μια μεγάλη σοκολάτα όταν η πολυμήχανη κυρία Κούλα με τραβά απ’ το χέρι με πηγαίνει σε μια αποθηκούλα, μου δίνει και πάλι μια μαύρη, μικρή αυτή τη φορά, σακούλα, όπου βάζει μέσα ένα κουτί με τσιχλόφουσκες, αυτές που ξετρελαίνουν τα παιδιά με γεύση φράουλα. Είχε μεσα 50 κομματια. Εγώ ξανά βαποράκι. Τα μάτια του μικρού αγοριού στέγνωσαν.

Φεύγοντας η κυρια Κούλα με φόρτωσε κουραμπιέδες και μπακλαβάδες. Ήταν προσφορά ενός μεγάλου ζαχαροπλαστείου όπως και τα ψωμιά και τα λαχανικά και οι …τσιχλόφουσκες που αγοράζονται με “έξοδα του ναού”! Την αγκάλιασα, μύριζε ρίγανη, βραστό μοσχάρι και αγάπη. “Να ‘ρθεις πάλι το καλοκαίρι, πάμε και κατασκήνωση στο βουνό..να ‘ρθεις”.

Βγήκα έξω, είχε παγωνιά, ήμουν φορτισμένη, βαθειά συγκινημένη μπηκα στο αυτοκινητο μου να παω στην δικη μου χορτατη οικογενεια. Τα μάτια της κυρίας Κούλας με οδηγούσαν. Το όνομά της είναι Κυριακή. Δηλαδη Γιορτη γι’ αυτούς που έχουν την τύχη να την έχουν κοντά τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα