Parallax View

Χριστουγεννιάτικες στιγμές ζωής

«Αγνώστου πατρός. Η μητέρα πέθανε στη γέννα. Συγγενείς δεν υπήρχαν. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο...»

Parallaxi
χριστουγεννιάτικες-στιγμές-ζωής-1097885
Parallaxi

Λέξεις: Όλγα Γεωργούση

Απέναντί μου, ένας γλοιώδης τύπος που δεν μπορεί να κρατήσει ούτε το ποτήρι του, ζητάει να πω λίγα πράγματα για εμένα, ρίχνοντας σταγόνες ουίσκι πάνω στο ακριβό σακάκι του. Αγνώστου πατρός. Η μητέρα πέθανε στη γέννα. Συγγενείς δεν υπήρχαν. Μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο, ήταν η πρώτη απάντηση που σκέφτηκα αλλά δεν είπα. Αυτά είναι λίγα από τα πράγματα που ελάχιστοι γνωρίζουν για εμένα. Όχι ότι τα κρύβω, αλλά η αλήθεια σου δεν είναι για όλους. Τον αγνόησα και συνέχισα τη δουλειά μου. 

Το μαγαζί λόγω ημέρας, στη μία το ξημέρωμα ήταν φίσκα. Έτρεχα και δεν προλάβαινα, να ετοιμάζω ποτά και να διώχνω σιχαμένους που προσπαθούσαν να μου την πέσουν. Το αφεντικό κάθε φορά με κοιτούσε προειδοποιώντας. Πάντα λέει πως θα με διώξει. Με τόσα σκατά που τρώω στη μάπα κάθε μέρα, δεν θα αργήσω να φύγω από μόνη μου.

«Αφού με έσπειρε μια μοίρα αυτοκρατόρισσα, Μήτρα με γέννησε αρχαία Μακεδόνισσα» με τον πόνο μας παίζεις κι εσύ.

«Νάντια, σε χρειάζονται στην αποθήκη» και που δε με χρειάζονται. Έγνεψα.

«Φτιάξε τα μούτρα σου και εξυπηρέτησε τον κόσμο» είπε το αφεντικό μόλις μπήκα στην αποθήκη, σφίγγοντας το μπράτσο μου.

«Πρώτα απ’ όλα κατέβασε το χέρι σου. Εξυπηρετώ δεν σημαίνει και κάθομαι να μου βάλουν χέρι» κάνω να φύγω και με σταματάει. 

«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία μικρή. Πρόσεχε!» μακάρι, να γλυτώσω από εδώ μέσα.

«Καλά» είπα και έφυγα φουριόζα για το μπαρ. Λίγο πριν μπω να ετοιμάσω μια νέα γύρα ποτών, ένας ψηλός τύπος έπεσε πάνω μου ζητώντας συγγνώμη. Τον κοίταξα νευριασμένη και χωρίς να απαντήσω γύρισα στο πόστο μου. 

Ονειρευόμουν ήδη το ζεστό κρεβάτι μου, όταν θα γύριζα σπίτι.

«Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά…»

Το κλίμα στο τραπέζι ήταν βαρύ. Η μάνα του τον κοιτούσε με αηδία και ο πατέρας του με παράπονο. Λίγες μέρες πριν, πάνω σε ένα ξέσπασμα, μετά από απανωτές ερωτήσεις της μάνας του περί σχέσεις και για το πότε επιτέλους θα γνωρίσει ένα καλό κορίτσι για να κάνει οικογένεια, τους είπε ότι είναι γκέι. 

Ο θείος και η θεία του μάλωναν για το υπερβολικό αλάτι που είχε πέσει στο φαγητό και ο παππούς δε δίστασε για δεύτερη φορά, να του τονίσει πόσο αδυνάτισε. Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και οι τσιρίδες των παιδιών δεν βοηθούσαν καθόλου. Μετάνιωσε που είχε έρθει. Μόλις άλλαζε ο χρόνος θα έβρισκε μια δικαιολογία για να φύγει. Οι περισσότεροι φίλοι του ήταν έξω και γιόρταζαν.

Η δικαιολογία ήρθε λίγο αφότου ευχήθηκαν καλή χρονιά, τη στιγμή που ο κολλητός του τηλεφώνησε για να δει αν είχε ξεκινήσει. Χαιρέτισε διακριτικά και έφυγε, με τη μάνα του να τον λοξοκοιτάζει από τη θέση της. 

Έξω το κρύο περόνιαζε. Το μαγαζί τον δέχτηκε σαν ζεστή αγκαλιά. Στην προσπάθειά του να βρει την παρέα του, έπεσε πάνω στην μπαργούμαν που τον κοίταξε αγριεμένα.

«Που’ σαι ρε Σταύρο».

«Σόρι παιδιά, προσπαθούσα ώρα να ξεφύγω». 

Μετά από δύο ποτά το μέρος δεν τον χωρούσε. Για κάποιο λόγο αισθανόταν ότι πνίγεται. Έπρεπε να φύγει.

Ο δρόμος ήταν άδειος. Τα κίτρινα φώτα τον έκαναν να μοιάζει στοιχειωμένο. Τα χέρια του έσφιξαν απότομα το τιμόνι και ένα αίσθημα φόβου τον κύκλωσε. Άρχισε να οδηγεί πιο αργά και προσεκτικά. Τα φώτα του αυτοκινήτου συνάντησαν στιγμιαία μια μαύρη φιγούρα στη γέφυρα, την οποία είχε μόλις περάσει. Έκπληκτος και χωρίς να το σκεφτεί πάτησε απότομα το φρένο. Έβαλε την όπισθεν και πάρκαρε δίπλα στη γέφυρα, στην άκρη του δρόμου με αναμμένα τα αλάρμ. 

Μια μικρόσωμη γυναίκα είχε γαντζωθεί από τα κάγκελα και ετοιμαζόταν να πέσει στο κενό. Βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και πλησιάζοντάς την σοκαρισμένος, στάθηκε όσο πιο ήρεμα μπορούσε δίπλα της. 

Το πρόσωπό της ήταν κατάχλομο και γεμάτο δάκρυα. Κόκκινα τα χέρια της έτρεμαν από το κρύο, σημάδι πως βρισκόταν αρκετή ώρα εκεί. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο κάπου μακριά, χωρίς όμως να κοιτάζει κάπου. Ακόμη δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του δίπλα της.     

Καρδιά από ασήμι

Τον πρόσεξε πολλές στιγμές αργότερα. Τρόμαξε αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Την κοιτούσε ανήσυχος.

«Είστε καλά; Τι κάνετε εδώ έξω μόνη σας τέτοια ώρα;». «Χρειάζεστε βοήθεια;» όλες οι ερωτήσεις που με κόπο συγκρατούσε ώρα τώρα, ξεχύθηκαν μονομιάς χωρίς να μπορεί να τις σταματήσει.

«Ποιος είσαι; Τι θες;»

«Σας είδα μόνη σας εδώ και ανησύχησα. Θέλετε να σας πάω κάπου;»

Σιωπή…κι εκείνο το κενό βλέμμα ξανά.

«Θέλω να με πας σε εκείνον. Τον Ανέστη μου» είπε κοιτώνας τον με λαχτάρα. «Αλλά δε μπορείς. Γι’ αυτό θα πάω να τον βρω μόνη μου». Έκανε να σκύψει πάνω από τη γέφυρα και ο Σταύρος την κράτησε. Το κολιέ της χτύπησε πάνω στο κάγκελο βγάζοντας μια μεταλλική μελωδία. Μια μικρή καρδία από ασήμι κρεμόταν στο κέντρο του, με τα αρχικά A + A χαραγμένα πάνω της.

«Πώς σας λένε;»

«Αριάδνη» είπε η γυναίκα κοιτώντας ακόμη προς τα κάτω.

«Εκείνος σας έδωσε αυτό το κολιέ; Ο Ανέστης;»

«Ναι! Μου το χάρισε τη μέρα των αρραβώνων μας. Λίγους μήνες μετά παντρευτήκαμε».

«Που είναι τώρα;»

«Δεν είναι εδώ».

«Έχετε παιδιά;»

Ξαφνικά τον κοίταξε με απόλυτο τρόμο, σαν να συνειδητοποίησε κάτι. «Ποιος είσαι εσύ; Πόση ώρα είμαι εδώ;». 

Ο Σταύρος την κοίταξε μπερδεμένος.

«Με λένε Σταύρο. Σας είδα μόνη, κοντά στη γέφυρα… Ανησύχησα και σταμάτησα». «Θέλετε να σας πάω κάπου ή να καλέσω κάποιον να έρθει να σας πάρει;»

«Δε θυμάμαι το τηλέφωνο παιδί μου. Μπορείς να με πας στη Μελίνα μου;»

«Είναι η κόρη σας;» η γυναίκα γνέφει. «Φυσικά θα σας πάω».

Την βοήθησε να μπει στο αυτοκίνητο και οδήγησε προς το μέρος που του υπέδειξε. Όταν έφτασαν, μια κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά τους κοίταξε έντρομη, ενώ στεκόταν αναστατωμένη μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του σπιτιού. 

«Μελίνα δε τη βρήκα πουθε…» μουρμούρισε ένας νέος άνδρας κατευθυνόμενος προς το μέρος της, αλλά η φράση του έμεινε μετέωρη κοιτάζοντας έκπληκτος το Σταύρο και την Αριάδνη να βγαίνουν από το αυτοκίνητο.

«Συγγνώμη κορίτσι μου» ήταν το μόνο που ψέλλισε ντροπιασμένα η ηλικιωμένη γυναίκα. 

«Ευχαριστούμε» είπε η Μελίνα παραιτημένα, δίνοντας το μωρό στον άνδρα που στεκόταν δίπλα της, σπεύδοντας να βοηθήσει τη μητέρα της.

«Να την προσέχετε» είπε ο Σταύρος και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά και έφυγε.

Συγγραφικό Τέλμα

Είχε κολλήσει. Η συνέχεια του βιβλίου την παίδευε μέρες. Πολύ περισσότερες από ότι τολμούσε να παραδεχθεί. 

Έγραφε, έσβηνε, έσκιζε σελίδες με σημειώσεις. Το καλάθι των αχρήστων είχε ξεχειλίσει. Τέλμα, συγγραφικό τέλμα, ψιθύριζε το μυαλό της. 

Είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Είχε συνέχεια η ιστορία; Έπρεπε τελικά να μπει στον κόπο να την τελειώσει; Άξιζε να έχει ένα τέλος!

Παραμονή πρωτοχρονιάς θα έπρεπε να περνάει καλά και όχι να είναι κλεισμένη στους τέσσερεις τοίχους ενός γραφείου.

Ανέτρεξε στις πρώτες σελίδες διαβάζοντας ένα από τα αγαπημένα της κομμάτια.

Ένα βράδυ, λίγο καιρό πριν κλείσει τα πέντε, τρώγανε στη μικρή κουζίνα με τα άσπρα πλακάκια και το μαύρο μωσαϊκό στο φθαρμένο ξύλινο τραπέζι με την πασχαλίτσα της. «Μυρτούλα, το μενού έχει φασολάκιαα» είπε τραγουδιστά η μαμά της προσπαθώντας να την ξεγελάσει να κάτσει για φαγητό, καθώς ήξερε ότι δεν της άρεσαν καθόλου.

Την κοίταξε για λίγο και δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τον πόνο στα όμορφα πράσινα μάτια της. Το πρόσωπό της πλαισίωναν εδώ κι εκεί σημάδια και μελανιές από κάποια προηγούμενη πάλη. Δεν το ήξερε, αλλά για χάρη της θα έτρωγε ακόμη και χώμα αν της το σέρβιρε. Μόνο για να τη δει για λίγο να γελάει.

Σπάνια έτρωγαν όσο έπρεπε. Ήταν και οι δύο πολύ αδύνατες. Η τροφή τους περιελάβανε  κυρίως λαχανικά και όσπρια από το μικρό κηπάκι της μαμάς της στην πίσω αυλή, που το φρόντιζε σαν δεύτερο παιδί της.

Είχαν τα ίδια μάτια αλλά κατά τα άλλα ήταν πολύ διαφορετικές. Η μαμά της ήταν ψηλή με λαμπερά ξανθά μαλλιά ενώ εκείνη μικροσκοπική με τα μαλλιά της σκούρα σαν το κατακάθι του ελληνικού καφέ. Έμοιαζε με ήλιο στα μάτια της. Λαμπερή και δυνατή. «Τα πάντα λύνονται με ένα χαμόγελο» της έλεγε συχνά. Εκείνη όμως σπάνια χαμογελούσε.

Έτρεξε και κάθισε υπάκουα στην καρέκλα δίπλα από το παράθυρο, εκεί όπου καθόταν πάντα. Η μαμά της της χαμογέλασε και αφού έβαλε το λιγοστό μπαγιάτικο ψωμί τους στο τραπέζι, κάθισε απέναντί της. Άρχισαν να τρώνε σιωπηλές όταν δέκα λεπτά αργότερα τον είδαν να μπαίνει τρεκλίζοντας από την αυλόπορτα, βρίζοντας όπως πάντα θεούς και δαίμονες.

«Το τέρας» ψιθύρισε τρομαγμένη η μικρή τότε Μυρτώ.

Η Ιόλη γουρλώνοντας τα μάτια στη θέα του στράφηκε στη μικρή «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μπες κάτω από το κρεβάτι. Ό,τι και να ακούσεις μη βγεις έξω. Κάνε το κόλπο που σου έμαθα, εντάξει πασχαλίτσα μου» είπε τρέμοντας. Το πρόσωπό της σκλήρυνε απότομα και πήρε θέση μάχης με τα χέρια κολλημένα νευρικά στα πλευρά «Πήγαινε!».

Εκείνη έτρεξε και κλείνοντας την πόρτα κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Σχεδόν αμέσως ακούγονταν φωνές από την κουζίνα. Βρισιές από τη βαριά φωνή του πατέρα της αντηχούσαν σε όλο το σπίτι. Πιάτα ακούγονταν να σπάνε με κρότο. Όσο η ώρα περνούσε τόσο η φασαρία δυνάμωνε. Κλείνοντας τα αφτιά με τα δαχτυλάκια της άρχισε να τραγουδά το αγαπημένο τους τραγούδι

«Ήταν ένα μικρό καράβι,

ήταν ένα μικρό καράβι

Που ήταν α α αταξίδευτο,

που ήταν α α αταξίδευτο

Οέ οέ οέ οέ».

Οι φωνές όμως δεν σταματούσαν. Το κόλπο της μαμάς όπως κι άλλες φορές, δεν έπιασε. Άρχισε να φοβάται. Μπέρδευε τα λόγια και σταματούσε. Τους άκουγε όλο και περισσότερο, σαν να ήταν μέσα στο μυαλό της. Ένιωθε την καρδιά της έτοιμη να εκραγεί. Τα χέρια της ίδρωναν και τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο χλωμό της πρόσωπο.

«Και σε πέντε έξι εβδομάδες

Σωθήκαν ο ο όλες οι τροφές

Οέ οέ οέ οέ».

«Βοήθεια!» άκουσε τη μαμά της να φωνάζει ενώ έκλαιγε. Ξέχασε τότε κάθε της υπόσχεση να μείνει στο δωμάτιο και τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε βρέθηκε στην κουζίνα. Βλέποντας το κόκκινο πρόσωπο της μάνας της, με το χέρι του τέρατος σφιχτά κλεισμένο γύρω από το λαιμό της, έπεσε πάνω στον πατέρα της και άρχισε να τον χτυπά φρενιασμένα με τις μικρές γροθιές της.

«Κακέ, άσε τη μαμά μου! Είσαι κακός! Φύγε» φώναζε κλαίγοντας. Εκείνος για μια στιγμή κοκάλωσε στη θέση του μπερδεμένος. Πετώντας στο πάτωμα την σχεδόν αναίσθητη και αιμόφυρτη μαμά της, γύρισε απότομα προς το μέρος της με τα μάτια του να γυαλίζουν. Το κεφάλι του έμοιαζε με χύτρα που έβραζε και ετοιμαζόταν να κάνει το μπαμ από λεπτό σε λεπτό. Το διαβολικό του βλέμμα την κοίταξε με μίσος.

«Τι είπες, ρε κωλόπαιδο» ούρλιαξε. Πριν προλάβει να αντιδράσει ένα τσουχτερό χαστούκι τη βρήκε στο μάγουλο που την έκανε να τσιρίξει, συνοδευόμενο με μια κλωτσιά στο στομάχι από την αρβύλα του. Τα πνευμόνια της την εγκατέλειψαν διώχνοντας όσο αέρα είχε μέσα της. Το τελευταίο πράγμα που ένιωσε πριν χάσει τις αισθήσεις της ήταν το μικρό σώμα της να πέφτει με φόρα πάνω στον απέναντι τοίχο, ενώ η μαμά της φώναζε «Όχι το παιδί!».

Όχι, τίποτα. Κανένα αποτέλεσμα. Ανύπαρκτη η έμπνευση. 

Πετάχτηκε φουρκισμένη από το γραφείο της, παρασέρνοντας μερικές σελίδες χαρτιού που έπεσαν με χάρη στο ξύλινο πάτωμα, αφού χόρεψαν για λίγο στον αέρα. Σκόνταψε πάνω σε ένα βιβλίο και αναθεμάτισε κλωτσώντας το μακριά.

Δοκίμασε να πιει μια γουλιά καφέ, αλλά είχε παγώσει. Πηγαίνοντας στη κουζίνα, τον άδειασε με φόρα στον νεροχύτη και κοπάνησε την κούπα στον πάγκο.

Ασθμαίνοντας, γύρισε στο γραφείο και άρχισε να βηματίζει με θόρυβο πάνω κάτω, στα όρια της παράνοιας. Δε θα προλάβαινε την προθεσμία. Ήταν μια αποτυχημένη. Προσπάθησε να πάρει ανάσες όπως τη συμβούλευσε η ψυχολόγος της, αλλά η κρίση άγχους ήταν ήδη εκεί.

Η φωνή του μυαλού της δυνάμωνε όλο και περισσότερο. 

Άχρηστη. Άχρηστη. Άχρηστη.

«Όχι!» ούρλιαξε κλωτσώντας με λύσσα την πολυθρόνα μπροστά της, που γυρνώντας ανάποδα έσκασε σαν κρανίο στο πάτωμα. Πεσμένη κάτω σαν άψυχη κούκλα, σύρθηκε στη γωνία του δωματίου κλαίγοντας με λυγμούς. Το σώμα της τρανταζόταν ανεξέλεγκτα ενώ το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο στα χέρια της. 

Ντριιιιιν

Ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου που χτυπούσε ώρα φρενιασμένα, ακούστηκε αλλοιωμένος από το βάθος.

Με ανάσα κομμένη και πρόσωπο υγρό πετάχτηκε όρθια. Κοιτώντας γύρω της αλαφιασμένη, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο κρεβάτι. Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά. Σηκώθηκε παραπατώντας ζαλισμένη και φτάνοντας στη συσκευή απάντησε «Ναι».

«Καλημέρα! Σε περιμένουμε για την παρουσίαση στις έντεκα. Μην αργήσεις!» ήταν το αφεντικό της.

«Ποια παρουσίαση Παύλο, τι λες;»

«Την παρουσίαση του βιβλίου σου Αλεξάνδρα. Είμαστε όλοι εδώ. Ξύπνα!»

Ακολούθησε μια μπερδεμένη παύση.

«Ναι σωστά…» είπε ξεψυχισμένα και διέκοψε την κλήση.

Όνειρο. Ήταν ένα όνειρο, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

*Η Όλγα Γεωργούση είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα