Χθες στην παραλία τα παιδιά μιλούσαν ρουμάνικα
του Γιώργου Τούλα Κάποτε η Λένα Πλάτωνος είχε γράψει ένα τραγούδι για τους ανθρώπους που μιλάνε ρουμάνικα, σε ένα ασανσέρ μιας πολυκατοικίας, στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας στην Αθήνα. Χθες το απόγευμα το θυμήθηκα. Σε μια παραλία στη Χαλκιδική, μια παρέα νεαρών Ρουμάνων συζητούσαν χαμηλόφωνα, που και που γελούσαν, έμειναν ώρες στην παραλία, έμοιαζαν να […]
του Γιώργου Τούλα
Κάποτε η Λένα Πλάτωνος είχε γράψει ένα τραγούδι για τους ανθρώπους που μιλάνε ρουμάνικα, σε ένα ασανσέρ μιας πολυκατοικίας, στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας στην Αθήνα. Χθες το απόγευμα το θυμήθηκα. Σε μια παραλία στη Χαλκιδική, μια παρέα νεαρών Ρουμάνων συζητούσαν χαμηλόφωνα, που και που γελούσαν, έμειναν ώρες στην παραλία, έμοιαζαν να είναι η επόμενη μέρα της χώρας τους. Έπιναν κοκτέιλ και φορούσαν επώνυμα ρούχα. Παιδιά της πιο κλειστής και παράξενης χώρας του ανατολικού μπλοκ. Πριν μερικά χρόνια βρέθηκα στο Βουκουρέστι για ένα ρεπορτάζ. Οι άνθρωποι που μας υποδέχτηκαν τότε είχαν σκοπό να μας δείξουν το νέο πρόσωπο της χώρας.
Πήγα σε μοδάτα εστιατόρια με φρέσκα ψάρια από τη Μαύρη Θάλασσα να σερβίρονται με άγρια μανιτάρια και σως εσπεριδοειδών και από έξω παρκαρισμένα αυτοκίνητα που οι τιμές τους αγγίζαν το θεό. Στα τραπέζια τους τενίστες, τηλεπαρουσιάστριες, μπίζνες people. Ένας τραπεζίτης με παχιά μουστάκια και ναυτική ενδυμασία. Μερικοί φορούσαν γυαλιά ηλίου μέσα στη μαύρη νύχτα. Λίγο πιο κει είναι η πλατεία της Επανάστασης. Την αποκαλούν επανάσταση και σε καμιά περίπτωση εξέγερση. Το μπαλκόνι από όπου έβγαλε τον τελευταίο του λόγο ο Νικολάι Τσαουσέσκου. Κάτω τα πλήθη αλάλαζαν απειλητικά. Πλησίαζαν. Είχαν προηγηθεί τα δραματικά γεγονότα της σφαγής στην Τιμισοάρα. Εκείνος απελπισμένος και απομονωμένος υποσχόταν αυξήσεις 100 Λέι σε όλους τους μισθούς. Και λίγο ρεύμα παραπάνω κάθε μέρα. Το πλήθος δεν άκουγε. Άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά που σήμερα στεγάζει το υπουργείο υγείας. Ανέβηκε στην ταράτσα. Ένα ελικόπτερο τον περίμενε και τον φυγάδευσε. Λίγο αργότερα σε μια στρατιωτική σχολή που κρυβόταν γράφτηκε το τέλος ενός στυγερού δικτάτορα. Είχε προηγηθεί η διάλυση των δομών του κράτους, η εξαθλίωση του πληθυσμού, ένας καταστροφικός σεισμός που ισοπέδωσε μεγάλο μέρος της πόλης το 77 και οι προσπάθειες ανασυγκρότησης που τη μετέτρεψαν σε μια τεράστια άσχημη πόλη ανατολικού τύπου. Τι ήταν όμως ο ‘’ηγέτης’’ τους: ‘’Ήταν ένας παρανοϊκός δικτάτορας αλλά δεν κυβερνούσε αυτός. Το αφεντικό ήταν πάντα ή γυναίκα του Έλενα.’’, μου είχε πει τότε ένας ανερχόμενος γιαπί που ανέλαβε να μας δείξει τη νέα Ρουμάνια. Με τους επιχειρηματίες που επενδύουν σε αλκοόλ, σε θεματικά πάρκα, σε ακίνητα στο Μόντε Κάρλο. Με Fashion Café που γίνονται επίδειξης μόδας εσωρούχων με νέες Ρουμάνες μοντέλα να τριγυρνούν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα τραπέζια. Πήγα τότε σε ένα κλαμπ που Σάββατο βράδυ, τραπέζι έχουν μόνο οι επώνυμοι, κάτω εκατοντάδες αγόρια και κορίτσια χορεύουν ασταμάτητα. Κατακόκκινο ντεκόρ, γιγαντιαίοι βούδες, κορίτσια πάνω στο μπαρ.
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τα φέρνει πολύ δύσκολα βόλτα. Ο μέσος μισθός στη Ρουμανία είναι 340 ευρώ. Ένα διαμέρισμα στα εργατικά προάστια σε πολυκατοικίες που μοιάζουν πολύ με τα εργατικά σπίτια του δικού μας Φοίνικα φτάνει τα 150 ευρώ. Όσο απομακρύνεσαι από το κέντρο της πόλης οι δρόμοι μοιάζουν κατεστραμμένοι από την βαρυχειμωνιά, τα αυτοκίνητα είναι αποκλειστικά Dacia του 70, τα σπίτια μοιάζουν θλιβερά. Αλλά και στο κέντρο κυκλοφορούν που και που συμμορίες παιδιών που αν δεν τους δώσεις κάτι για να σου προσέχουν το αυτοκίνητο πολύ πιθανόν να σου το χαράξουν ή να σου πάρουν τον καθρέφτη.
Η πρωτεύουσα της Ρουμανίας είναι ένα τυπικό δείγμα του τι σημαίνει μίξη εποχών. Από τη μια το “σπίτι του λαού”, το δεύτερο μεγαλύτερο κτήριο του κόσμου, ένα φαραωνικό κατασκεύασμα που ο Τσαουσέσκου είχε ξεκινήσει, όπως και τόσα άλλα και δεν πρόλαβε να τελειώσει. Τώρα στεγάζει το κοινοβούλιο. Δίπλα μας εντυπωσιακά πολυτελή αυτοκίνητα και σαράβαλα κομμουνιστικής τεχνολογίας σε αγαστή σύμπνοια. Ξαφνικά η κυκλοφορία σταματά. Μια πομπή τσιγγάνων προχωρά αργά. Στην κορυφή της ένας νεαρός κρατά ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό. Πίσω του οκτώ άνδρες κρατούν ψηλά ένα ανοιχτό φέρετρο με μια νεαρή γυναίκα νεκρή. Βαμμένη και χτενισμένη. Ακόμα πιο πίσω οργανοπαίχτες, βγαλμένοι λες από την ταινία του Κουστουρίτσα παίζουν δυνατούς ρυθμούς. Και μετά ένα πλήθος με πολύχρωμα ρούχα. Χορεύουν, τραγουδούν και κλαίνε. Στα προάστια κοντά στο αεροδρόμιο ξένες εταιρίες χτίζουν γυάλινα μεγαθήρια. Αλλά και όταν δεν χτίζουν ανακαινίζουν.
Η μόνη ωραία βόλτα, σε μια μάλλον άσχημη πόλη, είναι σε μια έκταση πάνω σε μια λίμνη με δεκάδες κτίσματα, πισίνες και σπα που αποτελούσαν το παλάτι του. Απομονωμένος και προστατευμένος από αδιάκριτα βλέμματα, ζούσε σαν απόλυτος ηγεμόνας. Για όσους είχαν αντίρρηση είχε πάντα λύσεις. Πολλοί από αυτούς που διαφωνούσαν πέθαναν στις εργασίες στον αγωγό που ένωσε τη Μαύρη Θάλασσα με το Δούναβη.
Καθώς νυχτώνει οι Ρουμάνοι της δικής μου παραλίας ετοιμάζονται να φύγουν. Μαζεύουν τα πράγματα τους με θόρυβο, επιστρέφουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια ή τις βίλες και τα πεντάστερα της Χαλκιδικής που αυτό το καλοκαίρι συντηρείται χάρη σε κείνους και τους υπόλοιπους βαλκάνιους, που είναι περισσότεροι από τους Έλληνες. Το Βουκουρέστι είναι μόλις 750 χιλιόμετρα μακριά. Στην παραλία αντηχούν ρουμάνικα. Παράξενη γλώσσα.