Δαχομέη: Μια τολμηρή ματιά για το ιστορικό παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Ο Γ. Γκροσδάνης γράφει για μια ταινία με τόλμη, σφρίγος και ψυχή μιας Αφρικής που πασχίζει να αφήσει το αποτύπωμα της και να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται η φωνή της στον κόσμο.
Η Δαχομέη της Ματί Ντιόπ κρατάει μόλις 68 λεπτά αλλά σε αυτό τον μίνιμουμ χρόνο ταξιδεύει από το Παρίσι στο Μπενίν, προσεγγίζει το μεταφυσικό και αποικιοκρατικό ιστορικό παρελθόν της χώρας και προσπαθεί να τοποθετηθεί για το ποια είναι η θέση της πρώην Δαχομέης από το παρελθόν στο παρόν και ποια η προοπτική προς το μέλλον. Όλα αυτά με αφορμή τον επαναπατρισμό 26 τεχνουργημάτων από ξύλο και μέταλλο από την Γαλλία – που τα κρατούσε παράτυπα με την ιδιότητα του παλιού αποικιοκράτη της Αφρικής από το 1892 – στο εξωτικό Μπενίν.
Η Ντιοπ τολμάει να δώσει φωνή στα τεχνουργήματα που επιστρέφουν, προσπαθώντας να δώσει μια ποιητική όψη του παρελθόντος της χώρας. Είναι ξεκάθαρο εδώ ότι στον τρόπο έκφρασης και στην αφήγηση συνδιαλέγεται με τον Κρις Μαρκέρ. Η Δαχομέη είναι μια μικρή ταινία τεκμηρίωσης ωστόσο είναι μια ταινία με τόλμη, σφρίγος και ψυχή μιας Αφρικής που πασχίζει να αφήσει το αποτύπωμα της και να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται η φωνή της στον κόσμο. Το αποτύπωμα της, όπως φαίνεται και εδώ, είναι ευδιάκριτο όταν ως θεατής καταλαβαίνεις ότι τα 26 τεχνουργήματα που επιστρέφουν οι Γάλλοι είναι σταγόνα στον ωκεανό καθώς παρακρατούν παράνομα χιλιάδες ακόμα ανάλογους πολιτιστικούς και ιστορικούς θησαυρούς στα μουσεία τους. Σταγόνα στον ωκεανό της ίδια ανισότητας και της βίας που βίωσε διαχρονικά αυτός ο τόπος με την τόσο πλούσια ιστορία και κουλτούρα από τα χρόνια της αποικιοκρατίας που ήθελε τους κατοίκους της πρώην Δαχομέης τόσο υποτελείς σε μια αποικιοκρατική δύναμη όσο και σκλάβους στα παράνομα σκλαβοπάζαρα που έστελναν κόσμο σε Ευρώπη και Αμερική.
Όλα βέβαια γίνονται σταδιακά κατανοητά μέσα από την έξυπνη σύνδεση που επιχειρεί στην αφήγηση της η σκηνοθέτις. Η ποιητική – σχεδόν λυρική – υπαρξιακή αναζήτηση των τεχνουργημάτων που επιστρέφουν και αναρωτιούνται πως είναι να γυρίζουν από το σκοτάδι του δυνάστη στο σκοτάδι μιας χώρας που αναρωτιέται για το μέλλον της, δίνει την σκυτάλη στην καταγραφή της επίσημης Ιστορίας και στην εκτίμηση για τις αντοχές των υλικών των τεχνουργημάτων από τον ιστορικό ενώ στη συνέχεια η υψηλή κοινωνία του Μπενίν επισκέπτεται τα νέα εκθέματα που εκτίθενται στο προεδρικό μέγαρο (την ίδια ευχέρεια να αφουγκραστεί την υπερηφάνεια για την επιστροφή της Ιστορίας του φυσικά δεν την έχει ένα φτωχό παιδί που ζει σε ένα παραθαλάσσιο χωριό στην άκρη του Ατλαντικού) και τέλος έρχεται η στιγμή της αποκάλυψης με τον ανοιχτό διάλογο των νέων φοιτητών.
Τα παιδιά αυτά είναι που μας αποκαλύπτουν την απόλυτη αλήθεια: για την χώρα, για την υποτιθέμενη ευγενή κίνηση της Γαλλίας (μια κίνηση διπλωματική που θέλει να ενισχύει το πρεστίζ της Γαλλίας στην περιοχή ενώ φυλάει στα μουσεία της χιλιάδες άλλους αντίστοιχους θησαυρούς που αρνείται να τους επιστρέψει), για την φτώχια και την ανέχεια των ντόπιων, την αγωνία τους να διαμορφώσουν μια πραγματική και αληθινή κουλτούρα μακριά από το αποικιοκρατικό παρελθόν τους για τα παιδιά τους και φυσικά την αγωνία τους για το μέλλον του Μπενίν.
Κι αν κάποιος θεατής μπορεί να αναρωτηθεί μέσα του τι μπορεί να μας ενδιαφέρει η επιστροφή 26 θησαυρών στο εξωτικό και μακρινό Μπενίν η Ντιοπ ξέρει πως η αντανάκλαση της ιστορίας της σε τόσες άλλες χώρες και τόσους ακόμα πολιτιστικούς θησαυρούς που βρίσκονται φυλακισμένοι στα Λούβρα και στα Βρετανικά Μουσεία του κόσμου είναι σημαντική. Και ίσως έτσι είναι εύκολο να αναρωτηθούμε, σε ότι μας αφορά, πως λ.χ. τα περίφημα Μάρμαρα του Παρθενώνα – και όχι μόνο αυτά – φανερώνουν την δική μας ιστορία, το δικό μας αποικιοκρατικό παρελθόν, την πολύτιμη πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά και παρακαταθήκη που διεκδικούμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, η οποία πέρασε και περνάει μια αντίστοιχη δοκιμασία ενώ γίνεται αντίστοιχα αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.