Δανειολήπτες

1. Δεν έχω καταφέρει να ερμηνεύσω πώς και γιατί ιεραρχεί κανείς την ανάγκη να έχει «δική του στέγη» υψηλότερα από τις περισσότερες, τρέχουσες ή και πολυτελέστερες, υλικές ή άλλες, ανάγκες της ζωής του. Τόσο υψηλότερα ώστε να προθυμοποιείται να δεσμεύσει με ανελαστικό τρόπο ένα τεράστιο μέρος του αμφίβολου εισοδήματος που υποθέτει ότι θα έχει για […]

Γιάννης Κοτσιφός
δανειολήπτες-8311
Γιάννης Κοτσιφός
1.jpg

1. Δεν έχω καταφέρει να ερμηνεύσω πώς και γιατί ιεραρχεί κανείς την ανάγκη να έχει «δική του στέγη» υψηλότερα από τις περισσότερες, τρέχουσες ή και πολυτελέστερες, υλικές ή άλλες, ανάγκες της ζωής του. Τόσο υψηλότερα ώστε να προθυμοποιείται να δεσμεύσει με ανελαστικό τρόπο ένα τεράστιο μέρος του αμφίβολου εισοδήματος που υποθέτει ότι θα έχει για δυο-τρεις δεκαετίες. Δεν ξέρω κανένα άλλο πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται τόσο εύκολα αναλόγως μακρόχρονη υλική δέσμευση – στην πραγματικότητα ούτε και συναισθηματική: αν στερέψει το συναίσθημα σε μια σχέση, έχεις στοιχειωδώς τη δυνατότητα να αποφασίσεις ποια συνέχεια θα της δώσεις και πάντως διατηρείς το δικαίωμα να έχεις την πρωτοβουλία των κινήσεων. Αν στερέψει το χρήμα για τη δόση, έχεις απλώς την απειλή της κατάσχεσης.

2. Ας πούμε όμως ότι αυτό είναι ζήτημα δικό μου. Ασφαλώς όσοι θέλουν να αποκτήσουν δική τους στέγη διαθέτουν εκτεταμένη και σε ένα βαθμό πειστική επιχειρηματολογία. Αυτό που είναι ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος όμως, είναι κατά πόσον έχουμε λόγους να πανηγυρίζουμε για τις δικαστικές αποφάσεις που βάσει του ν.3869/10 περιορίζουν τις οφειλές υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ανθρώπων δηλαδή που έφτασαν σε αδιέξοδο επιδιώκοντας να αποκτήσουν ένα κατά τεκμήριο υπερτιμολογημένο διαμέρισμα με χρήματα τα οποία δεν διέθεταν αλλά έκριναν ότι μπορούσαν να δανειστούν.

3. Το ερώτημα για ποιο λόγο πρέπει να εμπλέκεται η Δικαιοσύνη σε μια συναλλαγή στην οποία δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει δόλος δεν απαντάται από τις καταναλωτικές οργανώσεις, που έχουν εμπλακεί σε μια εγγενή αντίφαση: από τη μία καλούν τις τράπεζες να κάνουν δεκτές τις αιτήσεις εξωδικαστικού συμβιβασμού που υποβάλλονται και να μη χρειάζεται να φτάνουν οι υποθέσεις στα ειρηνοδικεία. Από την άλλη, όμως, η δίκη με την οποία απειλούν ακυρώνει την ουσία της έκκλησής τους: μια δικαστική απόφαση δεσμεύει τον οφειλέτη πολύ σκληρότερα από τον δανειστή του. Ο πρώτος έχει εκ νέου ένα αναγκαστικό κίνητρο να πληρώσει τα οφειλόμενα, έστω μειωμένα. Μια δέσμευση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αντικαθίσταται από μιαν άλλη, που θα στραγγίξει τις οικονομικές του δυνατότητες έτσι και αλλιώς. Ο δεύτερος θα εισπράξει λιγότερα από όσα υπολόγιζε, αλλά η μακροχρόνια και σταθερή χρηματοδότησή του είναι χρησιμότερη από ένα ακίνητο που θα περιερχόταν στην κατοχή του και δε θα ήξερε πια τι να το κάνει. Κανείς δεν επιλέγει τον συμβιβασμό, όταν «απειλείται» πως αν δεν συμβιβαστεί θα βγει κερδισμένος.

4. Μια έξυπνη αγορά διαχειρίζεται και ρυθμίζει τέτοια θέματα μόνη της. Και οι έξυπνες οργανώσεις εκπαιδεύουν τους καταναλωτές για να κινούνται με σύνεση κι ευελιξία σε μια τέτοια αγορά, και κυρίως να μην παίρνουν δρόμους που δεν έχουν τις δυνάμεις να εξαντλήσουν. Όταν ζητάς από τις τράπεζες «να αναλογιστούν τις ευθύνες τους για την υπερχρέωση των νοικοκυριών» και ταυτόχρονα κλείνεις στα νοικοκυριά το μάτι ψιθυρίζοντας ότι ο νόμος θα τους συγχωρήσει τις δικές τους ευθύνες για το αδιέξοδο στο οποίο φτάνουν, απλώς συσσωρεύεις προδιαγραφές για να εκτιναχθεί σε νέα ύψη η υπερχρέωση. Κι όσο κι αν μειωθούν τα υπέρογκα, ούτως ή άλλως, χρέη μιας οικογένειας που ασφυκτιά μέσα στους τοίχους που κάποτε πίστεψε ότι κρύβουν την εξασφάλιση του μέλλοντός της, οι Τράπεζες θα εισπράττουν και η οικογένεια θα πληρώνει. Κι όχι μόνο σε χρήμα, αλλά και σε ζωή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα