Δεκαπενταύγουστος στο πρώτο πόδι της Χαλκιδικής
Ένα τρυφερό κείμενο για μια κλασική μέρα σε έναν κλασικό τόπο.
«Ευθεία! Όχι από εκεί, από την άσφαλτο. Να, στον άσπρο τοίχο είναι η στροφή. Όχι, όχι σ’ αυτόν, στον επόμενο». Ίσα που ακουγόταν η φωνή που έδινε οδηγίες. Ο ντόπιος παππούς πίσω μας δεν μπορούσε να φωνάξει. Μιλούσε βραχνά. Σχεδόν διαβάζαμε τα χείλη του κάτω από τα γυαλιά οράσεως και το jockey. Είχε βγει δα κι ο ήλιος. Ήταν 09:30, 10 παρά, 15-Αύγουστος. Το χωριό ήδη μύριζε κρέας κι εμείς ακόμα ψάχναμε την εκκλησία.
– Φούρκα, Κασσανδρινό ή Καλάνδρα;
– Στην Καλάνδρα χτυπά πολύ ο ήλιος. Είναι και πολύς ο κόσμος. Πήγαμε και χθες το βράδυ στην περιφορά. Μπορεί να ξαναπάμε και στα εννιάμερα της Παναγίας, στο ξωκλήσι στα χωράφια του απέναντι λόφου. Πάμε Φούρκα ή Κασσανδρινό. Η Φούρκα πήζει κι αυτή από κόσμο. Θα προλάβουμε να φτάσουμε Κασσανδρινό;
Πιστεύεις, δεν πιστεύεις αυτές τις μέρες ακούς καμπάνες, αυτές τις δεκαπενταυγουστιάτικες πρωινές ώρες ζεσταίνεσαι από τον ήλιο που λούζει τα προαύλια των εκκλησιών. Είχα χρόνια να βρεθώ στην αυλή της εκκλησίας του Κασσανδρινού. Γνώριμη αυλή, δεν άλλαξε πολύ. Πάλι φιλοξενούσε διάφορες ιστορίες και ζωές. Ένας μπόμπιρας μάς υποδέχτηκε κρεμασμένος στα κάγκελα. Κάτι μετρούσε. Κάτι μας ψιθύριζε. Αλλά εμείς, μεγάλοι πια, βαριακούμε και δεν ακούσαμε τα μαγικά του λόγια, τα παιδικά του ξόρκια. Κυρίες και κύριοι σε προσεγμένες εμφανίσεις, γιαγιάδες και παππούδες, μαμάδες και μπαμπάδες με μωρά στην αγκαλιά, όρθιοι και καθισμένοι κάτω από τις σκιές των δέντρων, της σκεπής και των τοίχων της εκκλησίας, όπου αυτές έπεφταν.
Μέσα στην εκκλησία πατείς με, πατώ σε. Στην αριστερή πίσω γωνία, δίπλα μας, μια παρέα γυναικών, με τις πολυέστερ μπλούζες με χάντρες, τις φούστες μέχρι κάτω από το γόνατο και τις κοντές καλτσοδέτες, άρχισε να διαπληκτίζεται χαμηλοφώνως-μπορεί να έπιασαν τα κακά ξόρκια του μικρού, ποιος ξέρει; Κάποιο πανέρι έλειπε. Κάτι άργησε να έρθει και να μπει στη θέση του τη σωστή στιγμή και χάλασε τον ρου της λειτουργίας. «Θα σου το πω: εσύ φταις!», είπε η κυρία που μάλλον πρωταγωνιστεί στο έργο της εκκλησίας και στη ζωή του χωριού. «Θα τα πούμε όταν τελειώσει η λειτουργία. Μια κουβέντα θα πω μόνο και θα δει.», απάντησε η συμπρωταγωνίστρια.
Μπροστά μπροστά καθόταν ο πατέρας μιας φίλης Θεσσαλονικιάς και πιο κοντά δυο γειτόνισσες από τον οικισμό. «Να χαίρεσαι τη μαμά σου. Χρόνια Πολλά!». Πόσες Μαρίες, Δέσποινες, Μαριάννες, Παναγιώτες, Παρθένες και πόσους Πάνους έχει αυτός ο τόπος;
Όλη η χώρα γιορτάζει. Το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής ομοίως. Με το δικό του τρόπο. Τηλέφωνα ευχών χτυπούν ολημερίς. Πρωινά κεράσματα και καφεδιάσματα. Μεσημεριανά ψησίματα και τραπεζώματα στα παραθεριστικά ή τις παραθαλάσσιες ταβέρνες. Απογευματινές βουτιές με φουσκωμένες κοιλιές και βραδινά κους κους για ό,τι δεν πρόκαμε να συζητηθεί όλη την υπόλοιπη μέρα. Και πίσω από τις ομιλίες να παίζει το Δεύτερο Πρόγραμμα. Από τους μόνους σταθμούς ή και ο μόνος που πιάνει σε αυτό το διάσημο πόδι.
«Απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη γουστάρω νύχτα δροσερή και ρέμπελη.
Στα θαλασσινά μπαράκια μπύρες και καλαμαράκια, κιθάρες, ντέφια και βιολιά και ξάπλες στην ακρογιαλιά. Απόψε που υπάρχουνε τα τάλιρα ρε μάγκες θα οργώσουμε τα Φάληρα»
Και τα οργώνουν όσοι επαναστατούν ενάντια στην παράδοση. Ακολουθούν τη σύγχρονη τάση και πιάνονται στα δίχτυα μιας άλλης παράδοσης, αυτή των beach bars του παλαιού Δήμου Παλλήνης. Συνωστίζονται στους δρόμους και γύρω από μπάρες αναζητώντας την ομορφιά της ζωής.
Την αναζήτησα κι εγώ μαζί τους, πάλι, μέσα σε όλα. Στο καφενεδάκι με τα τραπεζάκια κάτω από τον πλάτανο της πλατείας του χωριού και στις ξαπλώστρες με ελάχιστη κατανάλωση δίπλα στη θάλασσα. Και στη μία και στην άλλη παράδοση. Και για φέτος, την αληθινή ομορφιά, έτυχε να τη βρω στην αυλή της εκκλησίας. Σε μια παράμερη, σκιερή γωνιά και στη σχέση ενός πατέρα και μιας κόρης. Αυτός καθόταν σε μια πλαστική καρέκλα. Η αρρώστια, όποια κι αν ήταν αυτή, τον έκανε να φαίνεται μεγαλύτερος. Αδύνατος πολύ. Ασπρομάλλης και κάτασπρος. Σκυφτός μέσα στη ριγέ μπλούζα του. Μα ήρεμος, κανένα νεύρο, καμιά βλασφημία. Πού και πού σήκωνε το κεφάλι αργά. Λίγο τρεμουλιαστά από την υπερπροσπάθεια.. Ίσα που προλάβαινε να κοιτάξει υπό γωνία την κόρη του κι αυτή, αμέσως, χαμήλωνε, γονάτιζε, του έσφιγγε το χέρι και τον κοιτούσε κατάματα. Για ώρα πολλή. Όχι στιγμιαία. Ολόκληρος διάλογος γινόταν μεταξύ αυτών των ματιών, κατάθεση ψυχών, διαβεβαίωση, εξομολόγηση. Εκεί μπροστά σε όλους. Διακοπτόταν μόνο από μικρά διαλείμματα που έκανε η κοπέλα για να σηκωθεί, να ξεπιαστεί και να στείλει μηνύματα με το κινητό. Ευθυτενής, μαυροφορεμένη, αέρινη, μοντέρνα, νέα πολύ. Με πάτημα γερό, γήινο, όχι μετέωρο πάνω σε ετοιμόρροπα πλουμίδια.
Δεν άντεξα αυτήν τη ματιά της. Τον πόνο. Τη θέληση. Την τόση αγάπη! Τη δύναμη. Αυτά που σε κάνουν να νιώθεις λίγη γι’ αυτά που, είτε το γνωρίζεις είτε όχι, μπορείς να δώσεις και δεν δίνεις. Αυτά που σε κάνουν να πιστεύεις ξανά στην ανθρώπινη μας ύπαρξη. Ντράπηκα. Εγώ να δακρύζω κι αυτοί όχι. Δυνατοί. Κρύφτηκα. Γύρισα από την άλλη και κοίταζα τη μικρή που έτρεχε πάνω κάτω με τα ροζ πέδιλα, παρατηρούσε τα πάντα και ρωτούσε να καταλάβει τι είναι ο άνθρωπος και τι η ζωή.