Δεν ξέρεις ποτέ…
της Αλεξάνδρας Μπουτοπούλου Στο διαµέρισµα ήταν συνήθως µόνη. Έκλεινε και τα παντζούρια γιατί τα πολλά φώτα την ενοχλούσαν και περνούσε αρκετές ώρες εκεί, διαβάζοντας µε το λιγοστό φως µιας µικρής λάµπας σε στιλ “Γκαουντί” πού είχε φέρει από την Βαρκελώνη. Τι να τα κάνει τα φώτα; Σπανίως δεχόταν επισκέψεις. Οι φίλοι είχαν πια λιγοστέψει και […]
της Αλεξάνδρας Μπουτοπούλου
Στο διαµέρισµα ήταν συνήθως µόνη. Έκλεινε και τα παντζούρια γιατί τα πολλά φώτα την ενοχλούσαν και περνούσε αρκετές ώρες εκεί, διαβάζοντας µε το λιγοστό φως µιας µικρής λάµπας σε στιλ “Γκαουντί” πού είχε φέρει από την Βαρκελώνη. Τι να τα κάνει τα φώτα; Σπανίως δεχόταν επισκέψεις. Οι φίλοι είχαν πια λιγοστέψει και τους εραστές δεν µπορούσε να τους ανεχτεί και πολύ. Τον τελευταίο καιρό αισθανόταν πως όσο λιγότερους ανθρώπους έβλεπε, τόσο καλύτερα περνούσε. Κουραζόταν να τους ακούει να µιλάνε συνεχώς για τα ίδια πράγµατα. Οι γυναίκες για τις αποτυχηµένες τους σχέσεις που εξακολουθούσαν να διατηρούν, οι άνδρες για τα προβλήµατά τους στη δουλειά, που δεν τολµούσαν να ρισκάρουν να αλλάξουν. “Αδύναµα ανθρωπάκια” σκεφτόταν, “ανίκανα να πάρετε την ευθύνη των επιλογών σας. Μόνο να γκρινιάζετε µπορείτε”. Παλιότερα τσακωνόταν συνεχώς µε όλους. Σιγά σιγά όµως οι παρέες της άρχισαν να αποµακρύνονται από εκείνη κι εκείνη να αποµακρύνεται από τις παρέες της. Ποιος είχε κάνει την αρχή, δεν είχε σηµασία.
Εκείνη τη νύχτα έπεσε για ύπνο πιο ήρεµη από άλλες φορές. Την είχε ευχαριστήσει πολύ το βιβλίο που διάβαζε. Μάχη Σουλιώτη, “Γυναίκες µόνες, γυναίκες αµαζόνες”. Αυτή η Μάχη Σουλιώτη τής άρεσε πολύ. Οι απόψεις της για τη ζωή, τους ανθρώπους, τον έρωτα. “Ο έρωτας. Χα!”κάγχασε µέσα της. “Κανείς δεν είναι διατεθειµένος να δώσει το παραµικρό για την αγάπη και θέλουν κι έρωτες” σκέφτηκε. “Καλύτερα µόνη µου”…Ξανασκέφτηκε.
Πριν µερικές µέρες είχε πάει στο φούρνο και η φουρνάρισσα τη ρώτησε αν έχει κανέναν άνδρα να αγαπάει. “∆εν είµαι εγώ για αγάπες κυρία Ελένη” απάντησε κοφτά. “Μεγάλωσα”.
“Η αγάπη, κορίτσι µου, µπορεί να κρυφτεί παντού και να ξεπηδήσει από το πουθενά. ∆εν έχει ηλικία. Μόνο που θέλει θάρρος και πολλή υποµονή. Αυτό να θυµάσαι” τής είπε η γυναίκα χαµογελαστά.
“Καλά, καλά” απάντησε εκείνη και έφυγε µε το πολύσπορο διαίτης στο χέρι. Σαρανταπέντε χρόνια δίαιτα, σκέφτηκε, και που την κάνω τι κατάλαβα; Μετάνιωσε γι’ αυτήν τη σκέψη και σκέφτηκε τη φουρνάρισσα. Τι ξέρει κι αυτή; Μονολόγησε.
Με όλες αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι της, ο ύπνος δεν άργησε να την πάρει, όµως πολύ σύντοµα ένας θόρυβος την έκανε να πεταχτεί απότοµα. Ερχόταν από την κουζίνα. Ξαφνιάστηκε. Σηκώθηκε πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών της και προχώρησε προς την κουζίνα αποφασισµένη για όλα. Κοίταξε γύρω της. Κανείς. Ο θόρυβος ερχόταν µέσα από τον απορροφητήρα. “Άλλο κι αυτό” σκέφτηκε. “Έχω να τον χρησιµοποιήσω χρόνια”. Αφουγκράστηκε καλύτερα. Στην αρχή ένας ήχος στριγγός, σα να σέρνεις τα νύχια σου πάνω στο σίδερο. Λίγο µετά κάτι σαν ένα µικρό σφυράκι που χτυπάει ρυθµικά πάνω σε ένα καρφί. Ξανά ο στριγγός ήχος και ξανά ο ρυθµός από το καρφάκι. Χτύπησε µε το χέρι της το καπάκι του απορροφητήρα. Ο ήχος σταµάτησε για λίγο.
Πήγε να πάρει τηλέφωνο τη µητέρα της. Κάτι θα ήξερε παραπάνω. Ένα λεπτό µετά, το ξανασκέφτηκε. “Τι µου φταίει µεγάλη γυναίκα να την ανησυχήσω νυχτιάτικα” είπε και το έκλεισε.
Αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πήρε ένα µικρό σκαµπό και σκαρφάλωσε. Άρχισε να τραβάει το σωλήνα που συνέδεε το σκέπαστρο του απορροφητήρα, µε το παραθυράκι της κουζίνας. Το διαµέρισµα ήταν παλιό και ο απορροφητήρας φτιαγµένος από ένα σκληρό, σκουριασµένο πια σίδερο. Πάντα έλεγε να τον αλλάξει. ∆εν το έκανε ποτέ. Άρχισε να κοπανάει µε τα χέρια της το σκέπαστρο, να προσπαθεί να το ξεκολλήσει, να τραβάει µε δύναµη τις δυο του άκρες. “∆εν µπορεί” είπε “∆εν υπάρχει τίποτα που να φοβάµαι, θα τα καταφέρω”. Θυµήθηκε την Μάχη Σουλιώτη. “Γυναίκες µόνες, γυναίκες αµαζόνες”. Στη σκέψη αυτή, η µανία της έγινε τόση που ξεκολλώντας τελικά το καπάκι, έχασε την ισορροπία της, έπεσε προς τα πίσω. Σωριάστηκε στο πάτωµα. Σήκωσε το κεφάλι της βέβαιη πως θα έβρισκε κάτι αποτρόπαιο, αλλά το θέαµα την διέψευσε.
∆υο περιστέρια, κουρνιασµένα το ένα στα φτερά του άλλου, προστάτευαν στη ζέστη του απορροφητήρα τα αυγά τους, κοιτάζοντάς την τροµαγµένα.
Την έπιασαν τα κλάµατα. Αυτό προσπαθούσε να εξολοθρεύσει τόση ώρα; Θυµήθηκε εκείνη τη γυναίκα στο φούρνο.
Ο έρωτας κορίτσι µου, µπορεί να κρυφτεί παντού και να ξεπηδήσει από το πουθενά.
Την επόµενη ηµέρα αποφάσισε να ανοίξει τα παντζούρια και να κάνει µια µικρή συγκέντρωση µε φίλους στο σπίτι. Όσους έβρισκε, δεν είχε σηµασία. Στο δρόµο για τη δουλειά, κατευθυνόµενη προς το αυτοκίνητό της, πέταξε τα βιβλία της Μάχης Σουλιώτη στα σκουπίδια. Δεν ξέρεις ποτέ.