ΔΕΘ: Σύγκρουση δυο εκ διαμέτρου αντίθετων αντιλήψεων για την Ανάπτυξη
Το σχέδιο ανάπλασης της ΔΕΘ δεν είναι συμβατό με την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Λέξεις: Γιάννης Μυλόπουλος
Με αφορμή το σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση για την ανάπλαση της ΔΕΘ συγκρούονται σήμερα στη Θεσσαλονίκη δυο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις για την Ανάπτυξη.
Από τη μια έχουμε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της κυβέρνησης, που έχει τρία διακριτά χαρακτηριστικά: 1. Υποστηρίζει ότι η Ανάπτυξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων και των δημόσιων αγαθών. 2. Συνδέει άμεσα την Ανάπτυξη με τα κέρδη μιας οικονομικής ολιγαρχίας. 3. Αγνοεί πλήρως τους δυο από τους τρεις πυλώνες της Βιώσιμης Ανάπτυξης, την Κοινωνία και το Περιβάλλον. Υποστηρίζοντας ότι η κοινωνική ευημερία και η περιβαλλοντική ακεραιότητα θα έρθουν μέσα από την αύξηση της κερδοφορίας και τη διεύρυνση του πλούτου μιας μικρής ομάδας μεγάλων επιχειρήσεων, που θα κινήσουν την αναπτυξιακή μηχανή.
Από την άλλη πλευρά, η αντίδραση στα κυβερνητικά σχέδια έρχεται από όσους υπηρετούν την αντίληψη της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την οποία: 1. Οι δημόσιοι χώροι και τα δημόσια αγαθά, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της βιωσιμότητας, (Sustainable Development Goals), πρέπει να παραμείνουν σε δημόσιο χαρακτήρα. Σχέδια ιδιωτικοποίησης δημόσιων χώρων και δημόσιων αγαθών μέσω ΣΔΙΤ, σαν κι αυτό που υποστηρίζει το κυβερνητικό σχέδιο ανάπλασης της ΔΕΘ, είναι απολύτως αντίθετα με την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. 2. Αναγορεύει την Κοινωνική συνιστώσα σε ισότιμο πυλώνα με την Οικονομία. Επενδύσεις, δηλαδή, που φέρνουν κέρδος που όμως δεν διαχέεται στην κοινωνία και δεν συμβάλλει στην κοινωνική ευημερία, αλλά αντίθετα συγκεντρώνεται σε μια ολιγαρχία του πλούτου, απομακρύνουν από την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. 3. Αναγορεύει το Περιβάλλον σε ισότιμο πυλώνα με την Οικονομία και την Κοινωνία. Ειδικά σε εποχή Κλιματικής Αλλαγής, η περιβαλλοντική ακεραιότητα και η οικολογική βιωσιμότητα θεωρούνται θεμελιώδεις προϋποθέσεις τόσο για την καταπολέμηση των αιτίων της Κλιματικής Κρίσης, όσο και για την προσαρμογή στις νέες και δυσμενείς κλιματικές συνθήκες.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι το σχέδιο ανάπλασης της ΔΕΘ δεν είναι συμβατό με την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Όσον αφορά στο οικονομικό μοντέλο της ιδιωτικοποίησης του τελευταίου δημόσιου ελεύθερου χώρου της Θεσσαλονίκης, αυτό απορρίπτεται ως εχθρικό προς το δημόσιο συμφέρον.
Η εκχώρηση του «φιλέτου» της Θεσσαλονίκης, του τελευταίου ελεύθερου δημόσιου χώρου δηλαδή σε ιδιώτες και η επιπλέον προικοδότηση των «επενδυτών» με 200 εκατομμύρια ευρώ, με τελικό σκοπό να εκμεταλλευτούν αυτοί το ξενοδοχείο, τα εμπορικά κέντρα και το πάρκινγκ που σχεδιάζονται στον χώρο της ΔΕΘ, είναι όροι σκανδαλώδεις που πλήττουν το δημόσιο συμφέρον και γι’ αυτό μόνο σαν αποικιοκρατικοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν.
Όσον αφορά στην περαιτέρω αστικοποίηση του κέντρου της Θεσσαλονίκης, με την κατασκευή γιγαντιαίου ξενοδοχείου και δυο ακόμη εμπορικών κέντρων επιπρόσθετα στα όσα υπάρχουν στο κέντρο της πόλης, αφήνει ελάχιστο και κυρίως κατακερματισμένο και κατανεμημένο σε πεζοδρόμια μόνο πράσινο.
Κι αυτό στην πόλη με το λιγότερο πράσινο στην Ευρώπη, όταν είναι γνωστό ότι 2,5 τ.μ αναλογούν σε κάθε κάτοικο στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 10 τ.μ. ανά κάτοικο.
Η περαιτέρω έλλειψη πρασίνου, εκτός που υποβαθμίζει για προφανείς λόγους την ποιότητα της ζωής στις πόλεις, θεωρείται μεγάλος εχθρός της Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Καθώς ενισχύει τις συνθήκες που ευνοούν την Κλιματική Αλλαγή και επιπλέον αυξάνει τους ρύπους σε μια πόλη που έχει καταδικαστεί από την ΕΕ για υπέρβαση των ορίων ρύπανσης της ατμόσφαιρας.
Κι ακόμη, η περαιτέρω μείωση του πρασίνου και η ενίσχυση της αστικοποίησης, δηλαδή του τσιμέντου, που εξασφαλίζει η προτεινόμενη ανάπλαση, εμποδίζει τον δροσισμό και επιδεινώνει την ποιότητα της ζωής σε συνθήκες υπερθέρμανσης. Και τέλος, η έλλειψη πρασίνου και η μείωση της δυνατότητας διήθησης του νερού στο έδαφος δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών που φέρνουν τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής σε αστικό περιβάλλον, με αιχμή την επιδείνωση των πλημμυρικών καταστροφών.
Πρόταση Τα σχέδια για τη ΔΕΘ, για να γίνουν συμβατά με την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης, πρέπει να περιλαμβάνουν: 1. Τη διατήρηση του τελευταίου ελεύθερου χώρου της πόλης σε δημόσιο χαρακτήρα, με χρηματοδότηση των έργων από δημόσιες ή ευρωπαϊκές πηγές. Κανένα σχέδιο ΣΔΙΤ και καμία εκχώρηση δημόσιας γης σε ιδιώτες και επιχειρηματικά συμφέροντα δεν μπορεί να γίνουν ανεκτά. Γιατί αυτό θα ισοδυναμεί με την υποβάθμιση και την καταστροφή του τελευταίου ελεύθερου πνεύμονα της πόλης. 2. Την ακύρωση της τσιμεντοποίησης της ΔΕΘ, η οποία γίνεται αποκλειστικά χάριν της κερδοφορίας των «επενδυτών». Το ξενοδοχείο και τα εμπορικά κέντρα σε μια ήδη τσιμεντοποιημένη πόλη πρέπει να ακυρωθούν, γιατί δεν ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, δεν αποτελούν ανάγκες της πόλης και εντέλει δεν συμβιβάζονται με τους στόχους της Βιώσιμης Ανάπτυξης για μια Ανθεκτική Θεσσαλονίκη με λιγότερο τσιμέντο και περισσότερο πράσινο. Η έκταση που θα καταλάμβαναν είναι επιτακτικό να γίνει χώρος πρασίνου. 3. Τελικός στόχος, δεν υπάρχει αμφιβολία, πρέπει να είναι η μεταφορά της ΔΕΘ δυτικά, ώστε ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει να γίνει Μητροπολιτικό πάρκο. Το σχέδιο αυτό, όμως, για την ώρα δεν είναι ούτε ώριμο, ούτε ρεαλιστικό. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν ούτε οι κατάλληλες υποδομές στη δυτική Θεσσαλονίκη για να υποδεχτούν τον νέο εκθεσιακό χώρο, ούτε και οι δημόσιες μεταφορές, τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τα Μέσα Σταθερής Τροχιάς, όπως το Μετρό, το Τραμ και ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, που χρειάζονται για τη σύνδεση της πόλης και των εισόδων της, του Αεροδρομίου, του Σιδηροδρομικού Σταθμού και του Λιμανιού, με το νέο χώρο στον οποίο θα μετεγκατασταθεί η ΔΕΘ.
Για να ωριμάσει αυτός ο σχεδιασμός, για να βρεθεί, δηλαδή, η χρηματοδότηση και να εκτελεστούν όλα αυτά τα έργα υποδομής που είναι αναγκαία, θα χρειαστούν δεκαετίες.
Αυτό είναι γεγονός, αν σκεφτεί κανείς τους ρυθμούς εκτέλεσης της μιας μόνο γραμμής 9,5 χιλιομέτρων του Μετρό της Θεσσαλονίκης, η οποία κατασκευάζονταν επί 18 ολόκληρα χρόνια και τελικά παραδόθηκε ανέτοιμη λειτουργικά. Κι ακόμη, παράδειγμα των αργών ρυθμών εκτέλεσης των έργων είναι και η επέκταση του Μετρό δυτικά, η οποία από το 2019 είναι ώριμη, αλλά εν έτει 2015 δεν έχει καν ακόμη ξεκινήσει. Όπως, άλλωστε, και ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, που όλο εξαγγέλλεται αλλά ακόμη είναι στα… χαρτιά. Γι΄ αυτούς τους λόγους το αίτημα για μεταφορά της ΔΕΘ δυτικά σήμερα είναι μαξιμαλιστικό, ως ανέφικτο και ουτοπικό. Μέχρι να βρεθούν οι χρηματοδοτήσεις και μέχρι να ολοκληρωθούν οι υποδομές και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη μεταφορά της ΔΕΘ δυτικά, αυτή θέλουμε δεν θέλουμε θα παραμείνει στη θέση της. Με σημαντική αύξηση του πρασίνου, όμως, που θα προκύψει από την ακύρωση των σχεδίων για ιδιωτικοποίηση και τσιμεντοποίηση του χώρου.
Οι Θεσσαλονικείς οφείλουμε να διεκδικήσουμε, υπογράφοντας το σχετικό αίτημα προς το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να γίνει το δημοψήφισμα που θα ακυρώσει τα κυβερνητικά σχέδια εκχώρησης σε ιδιώτες και τσιμεντοποίησης της ΔΕΘ. Σχέδια που θα απομακρύνουν την πόλη από την επίτευξη των στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Γιατί έτσι θα ιδιωτικοποιηθεί και τελικά θα χαθεί στον βωμό του κέρδους ο τελευταίος πνεύμονας της πόλης, θα επιδεινωθεί σοβαρά το περιβάλλον της, θα χειροτερέψει η ποιότητα της ζωής μας στη Θεσσαλονίκη, θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο οι συνθήκες που προκαλούν την Κλιματική Αλλαγή και θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο ο αγώνας για την προσαρμογή στις νέες και δυσμενείς συνθήκες που αυτή προκαλεί, με την επιδείνωση του κινδύνου των πλημμυρικών καταστροφών και με τη διαβίωση τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια στην πόλη να γίνεται αφόρητη.
* Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ Επικεφαλής παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ