Διακοπές στην Αλικέρκη
Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια… Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας…. Ποιες είναι […]
Όλο το χειμώνα τις ονειρευόμαστε, τις σχεδιάζουμε για να βάλουμε μια δόση ήλιο στην χειμερινή κατήφεια… Και τώρα βρισκόμαστε όλοι στη γραμμή εκκίνησης και μετράμε τις μέρες μέχρι τη στιγμή που κάποιο καράβι, κάποιο αεροπλάνο, κάποιο αυτοκίνητο θα μας μεταφέρει στη χώρα τη ξενοιασιάς και της χαλάρωσης, με όλο το χρόνο δικό μας…. Ποιες είναι οι ιδανικές διακοπές για τον καθένα από μας είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση. Τέσσερις Θεσσαλονικείς συγγραφείς ο Ισίδωρος Ζγουρός, ο Σάκης Σερέφας, ο Τόλης Νικηφόρου και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μας ξεναγούν στις προσωπικές τους επιλογές…
Διακοπές στην Αλικέρκη του Ισίδωρου Ζγουρού
Κοίταξα από την κουπαστή στο κλειστό λιμάνι που έμοιαζε με πέταλο, δίπλα στο μόλο ήταν δεμένες μαβιές και κίτρινες βάρκες. Ο καθηγητής Ξαναντού ατένιζε κι αυτός με πεινασμένο βλέμμα την πολιτεία, από την τσέπη της φαρδιάς πουκαμίσας ξεχώριζε διπλωμένος ο παλιός χάρτης, αυτός ο ίδιος χάρτης που μελετούσαμε δυο μήνες πριν κάτω απ’ το κίτρινο φως της σοφίτας του. Το πλοίο με μερικές επιδέξιες μανούβρες κόλλησε τα πλαϊνά του στην προβλήτα κι ένας χοντρός κάβος εκτοξεύτηκε από το κατάστρωμα κάτω στις ζεστές πέτρες. Ένας μικρός άσπρος ελέφαντας, οικόσιτο του λιμενοφύλακα προφανώς, τον άρπαξε και τον πέρασε στη δέστρα του λιμανιού. Η πρώτη μέρα ξοδεύτηκε στα στενορύμια του νησιού. Ο καθηγητής ενθουσιασμένος κοντοστεκόταν και μελετούσε το καθετί. Συχνά κουνούσε το δάχτυλό του μπρος στα μάτια μου: «Νεαρέ μου, ήταν τόσο απλό, φτάνουμε σε κάθε τόπο αν έχουμε το σωστό χάρτη!» έλεγε και ξανάλεγε. Τον θυμάμαι καταμεσής σε μικρές στρόγγυλες πλατείες με πέτρινα σιντριβάνια να σηκώνει ψηλά τα χέρια εκστατικά και να αναφωνεί από θαυμασμό. Τότε ολόκληρα κοπάδια από καναρίνια τρόμαζαν από τις κινήσεις του κι έκρυβαν τον ήλιο πετώντας στις πιο ψηλές στέγες. Άλλοτε, όταν ηρεμούσε κάπως από την παραφορά, πουλιά άγνωστα με στιλπνό φτέρωμα στο χρώμα του αγριοκέρασου κάθονταν πάνω στο καπέλο του. Πέρασαν δυο Παρασκευές και τρία Σάββατα – στην Αλικέρκη μετρούν τις μέρες αλλιώς. Κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή με τρίποδα σκαρφαλώσαμε σε πολλές σκεπές και μολυβένιους τρούλους χουφτιάζοντας τις υδρορροές. Τραβήξαμε το σκούρο δάσος πέρα απ’ τα τελευταία σπίτια το οποίο έκρυβε αρχαίους ναούς κάτω από άγρια βλάστηση, απαθανατίσαμε τα ζεστά νερά, την άμμο, την εγγονή του βασιλιά που σκάλιζε γλυπτά πάνω σε άγουρα φρούτα. Πιο πολύ όμως θυμάμαι το φεγγάρι που το σημαδεύαμε ώρες με το φακό, εκείνο το φεγγάρι την Αλικέρκης που δε χάνει ποτέ κανένα κομμάτι του, που η εναλλαγή της κάθε νύχτας το βρίσκει πάντα αλώβητο, κυκλοτερές και μυόχρουν, όπως το αναφέρουν τα χειρόγραφα των παλιών περιηγητών. Στα νότια του νησιού φωτογραφίσαμε την atractus vinae, το σπάνιο είδος της φώκιας του νησιού που το σώμα της θυμίζει μπάλα του μπέιζ μπολ στο χρώμα του γινωμένου κρασιού. Εκεί μέσα στις σπηλιές τους κολυμπώντας έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Την τελευταία μας μάλιστα νύχτα στο νησί το διάβασα στους συνδαιτυμόνες μου, κάποιους αυλικούς του παλατιού που τύλιγαν με χαρακτηριστικό τρόπο γύρω απ’ το κεφάλι τις μακριές τους κοτσίδες. Ο καθηγητής Ξαναντού που είχε τότε την επιμέλεια της παιδείας και ανατροφής μου δάκρυσε δύο φορές. «Ο παραδείσιος τόπος, κύριοι» είπε στο τέλος της βραδιάς, όταν σηκώθηκε για να φύγουμε «αυτός είναι που στην πραγματικότητα μας επισκέπτεται και πλέκει γιρλάντες με ρόδα και όνειρα στο προσκεφάλι, όχι εμείς αυτόν, όλα τα άλλα είναι ονειροφαντασίες!» Φοβάμαι όμως πως κανείς δεν τον πίστεψε, γιατί τον πήραν για μεθυσμένο. Αφήσαμε την Αλικέρκη στις αρχές του φθινοπώρου στολισμένοι με στεφάνια από κοχύλια, απολιθώματα και νύχια φώκιας. Ο καθηγητής Ξαναντού απεβίωσε μέσα στο πλοίο κατά το ταξίδι της επιστροφής. Τον σαβανώσαμε στολισμένο όπως ήταν με το στεφάνι και με βαρίδια τον αφήσαμε στον κόρφο της θάλασσας. Δεν ξαναπήγα ποτέ στην Αλικέρκη καθώς είχα μεγαλώσει πια ενώ ο παλιός χάρτης του καθηγητή είχε χαθεί. Παρ’ όλα αυτά, τόσα χρόνια μετά κάποιες νύχτες ψάχνω μάταια στον ουρανό για κείνο το δικό της αλώβητο φεγγάρι, όπου κανένα περίσσευμα της λάμψης του δε φυλλορροεί. Κάπου κάπου χαράζω και στην άμμο με ένα νύχι φώκιας τη μορφή του, ένα ολόγιομο τίποτα, για να το σβήσει η πρώτη παλίρροια.