Dialu alukan στη χώρα της πλήρους παρακμής
του Παναγιώτη Λογγινίδη Οι λέξεις ή κατά το συνολικότερο ο λόγος αποτελούν την κόψη του μαχαιριού αν φανταστούμε ότι το μαχαίρι είναι οι πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος είναι αυτός που καιροφυλακτεί στις πράξεις ώστε να τις ενοχοποιήσει και να τις ευτελίσει, έτσι απλά με την εκφώνησή του. Ας σκεφτούμε λοιπόν τη συνθετότητα των […]
του Παναγιώτη Λογγινίδη
Οι λέξεις ή κατά το συνολικότερο ο λόγος αποτελούν την κόψη του μαχαιριού αν φανταστούμε ότι το μαχαίρι είναι οι πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος είναι αυτός που καιροφυλακτεί στις πράξεις ώστε να τις ενοχοποιήσει και να τις ευτελίσει, έτσι απλά με την εκφώνησή του. Ας σκεφτούμε λοιπόν τη συνθετότητα των ανθρώπινων πράξεων που φαινομενικά απαιτούν πολλές κινήσεις του σώματος, δαπάνη ενέργειας, συγχρονισμό χωροχρόνου και ανθρωπίνου σώματος ώστε τελικά να παραχθεί ένα αποτέλεσμα από μία ενέργεια ή αλλιώς μία πράξη.
Τώρα ας έρθουμε στο θεωρητικό πεδίο του λόγου. Ο λόγος εκφωνείται από χωνιά, τα στόματά μας, έτσι απλά, με φθόγγους και χρωματισμούς, με ένταση ή χωρίς, με σκοπιμότητα ή όχι. Αυτό όμως που συγκλονίζει είναι ότι ο αδύναμος λόγος, που εάν δεν τον ταΐσεις μοιάζει σαν προζύμι που δε φούσκωσε, τα λόγια του αέρα, που μπορείς να τα εκστομίσεις – ωραία λέξη, εμπεριέχει και πομπό και δέκτη – και από το κρεβάτι ή μπρούμυτα, μπορούν να νικήσουν τη σύνθετη πράξη που πήρε χρόνο να γίνει. Πώς είναι αυτό δυνατόν; Μήπως είναι ένα τρικ της εξέλιξης του ανθρώπου απ’όταν ξεπέρασε το μουγγό στοιχείο, όπως γεννήθηκε και αποφάσισε να εξελιχθεί, άγνωστο για ποιο λόγο;
Dialu alukan στη γλώσσα της Μαλαισίας θα πει καλώς ήρθατε. Καλώς ήρθατε στη χώρα του παραδείσου για τις διακοπές σας, δυτικοί με τα γεμάτα στομάχια και την άδεια ηθική. Στην περίπτωση του κυρίου Λιάπη, οι πράξεις ξεπέρασαν το λόγο. Κανείς δε θα μπορούσε να εκφράσει με λόγο ή αλλιώς εδώ τα λόγια περισσεύουν, μία πράξη ενός πρώην Υπουργού πολιτισμού να διαλύσει κάθε έννοια πολιτισμού με τρεις συνεχόμενες πράξεις. Ή αλλιώς η μουγγαμάρα του Κου Λιάπη ωχριά μπροστά στην αλεξία της πέτρας που στέκει εμβρόντητη και κοιτάει την παρακμή του, ήδη από τότε που οι κυβερνήσεις του δικομματισμού αποφάσισαν να εξισώσουν το Υπουργείο Πολιτισμού με τα τυχερά παίγνια, τις επιθεωρήσεις και τα μπουζούκια.
Και αναρωτιέται κανείς πώς ήταν δυνατόν ένας υπουργός πολιτισμού – γιατί αυτό είναι πιο εντυπωσιακό και όχι ότι ήταν υπουργός μεταφορών – να μπορεί να πλαστογραφεί πινακίδες με μόνο σκοπό να κυκλοφορεί με ένα υπερπολυτελές όνειρο από το οποίο δε θέλει να αποκοπεί! Φαντάζεστε πόσο πιο σημαντικό ήταν για τον πρώην υπουργό πολιτισμού να διατηρήσει το τεράστιο χλιδάτο εν δυνάμει τάφο του από το να πράξει το αυτονόητο, αφού παρέδωσε τις πινακίδες, δηλαδή να κυκλοφορεί με ένα ποδήλατο, το μετρό ή έστω ένα φυσιολογικών διαστάσεων και κυβισμού αυτοκίνητο; Πόσο πολιτισμό παρήγαγε αυτός ο τύπος όταν προτιμάει την παρακμή της προσωπικής ξεφτίλας από το να μην τον δουν με ένα φτηνό αυτοκίνητο;
Και η παρακμή δεν τελειώνει εδώ. Αντί να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να σώσει ένα γραμμάριο έστω της προσωπικής του φήμης, έστειλε το δικηγόρο του να ζητήσει αναβολή. Συμπεριφέρθηκε δηλαδή όσο πιο φτηνά γίνεται. Αναρωτιέμαι πόσο πολύ κατάλαβε ο κος Λιάπης όλο αυτό που έγινε, πόσο συναίσθημα μπορεί ακόμα να του χει απομείνει μέσα στη μαύρη λιμουζίνα ή στη μαύρη ψυχή του, τι φίδια εκτρέφαμε όλα αυτά τα χρόνια, όταν η τύχη μας είχε αφεθεί σε πλαστοποιημένες ταυτότητες, μαύρες μερσεντές και όνειρα από χλιδή και πλαστικό χρήμα;
Μήπως λοιπόν η λύση σε αυτό το τρελοκομείο θα ταν η φυγή σε μία εξωτική χώρα, όπου το κύμα της τιρκουάζ θάλασσας σκάει σε χρυσές ακρογιαλιές, κοντές ημίμαυρες κοπέλες σου φέρνουν κοκτέιλ μέσα σε ανανά και το βράδυ σε κρατούν συντροφιά σχεδόν δωρεάν, χωρίς μάλιστα να παραπονούνται ποτέ και για τίποτα σε αντίθεση με εμάς του Έλληνες που πια η μίρλα μας έχει ξεπεράσει και την κορυφή του Ολύμπου; Μήπως, λέω στην τύχη, να πηγαίναμε στην Μαλαισία που σε καλωσορίζουν με ενθουσιασμό, ειδικά εάν έχεις υπάρξει υπουργός πολιτισμού και έχεις εξαπατήσει το ελληνικό δημόσιο και το ελληνικό δημόσιο αίσθημα με το να πλαστογραφήσεις τις παλιές σου πινακίδες που πια παρέδωσες στο ελληνικό δημόσιο, μαζί με την ψυχή σου όταν ήσουν υπουργός πολιτισμού; Η απάντηση μοιάζει προφανής για τους «απολίτιστους της Μαλαισίας» που περιμένουν έναν Λιάπη Υπουργό πολιτισμού να τους εκπολιτίσει, ότι έγινε και με τους πολιτισμένους Έλληνες.
Και όλα αυτά, φόρος τιμής σε μία εποχή όπου ο λόγος διαμόρφωνε το ήθος και ο δυνατός ήταν αυτός που χειριζόταν το λόγο όπως η μαία τη γυναίκα που γεννάει, με αφοσίωση και προσδοκία για κάτι ελπιδοφόρο. Μια εποχή που μας επιφύλαξε μία Υπουργό πολιτισμού που ξεπερνούσε την έννοια του Υπουργού και δημιουργούσε πολιτισμό με κάθε της πράξη, Ακόμα θυμάμαι τη στιγμή που άνοιξα την τηλεόραση στη Γαλλία και είδα τη Μελίνα δίπλα στον Κέιθ Μίτσελ στον «Βαρώνο και τη Τσιγγάνα», που άκουσα για πρώτη φορά τα παιδιά του Πειραιά και κατάλαβα γιατί ο Πειραιάς έχει παιδιά και μάλιστα τόσο ικανά ώστε να προσφέρουν ένα όσκαρ, που την είδα τόσο πολύ να μπαίνει στο πετσί του πολιτισμού που διεκδίκησε μετά μανίας να γυρίσουν τα αρχαία τμήματα του Παρθενώνα, πίσω στη μητέρα τους. Δυστυχώς, αυτές οι εποχές πέρασαν ανεπιστρεπτί. Τώρα πια δεν ξέρω καν το όνομα του Υπουργού Πολιτισμού γιατί μάλλον πιο σημαντικό θεωρώ το όνομα της γάτας του γείτονά μου. Και να δούμε που θα καταλήξει αυτή η κατρακύλα.