Η δική μου Χαλκιδική: Εννιά Θεσσαλονικείς σε ένα ταξίδι στο χρόνο
Εννιά αναμνήσεις μιας μεγάλης αγάπης, της Χαλκιδικής.
Εννιά Θεσσαλονικείς θυμούνται για χάρη μας δυνατές αναμνήσεις μιας μεγάλης αγάπης, της Χαλκιδικής.
Στέλιος Νέστωρ, Δικηγόρος- τ. Βουλευτής
1966. Στην Τρυπητή, ακτή απέναντι από το νησί, βράχος σκεπασμένος με κουβέρτα. Θες να περάσεις απέναντι; Κατεβάζεις την κουβέρτα και αποκαλύπτεται η ασβεστωμένη πέτρα. Πρωτόγονο σινιάλο. Βλέπουν απ’ το νησί, ξεκινά καΐκι και σε μισή ώρα περίπου βρίσκεσαι στην Αμμουλιανή. Εκεί κοντά στο μόλο μικρό ερειπιώδες καφενείο. Καφές και γλυκό του κουταλιού τα μοναδικά καλούδια. Από εκεί ξεκίνησε η περιπέτεια. Σε αυτό το καφενείο έγιναν οι συμφωνίες. Κάποιος πουλούσε αγροτεμάχιο πάνω στη θάλασσα στην δυτική πλευρά του νησιού, στη θέση Καραγάτσια. Πήγα με τον Άκη, που είχε αγοράσει το πλαϊνό, και το είδα. Τότε κατάλαβα τι θα πει κεραυνοβόλος έρωτας.
Κοιμόμουν, ξυπνούσα και εκείνος ο κόλπος με την πεντακάθαρη θάλασσα και εφτακόσια μέτρα αμμουδιά δεν έφευγε απ’ το μυαλό μου. Εκείνες τις μέρες έκλεισε μια υπόθεση απαλλοτρίωσης που χειριζόμουν και η αμοιβή μου ήταν ακριβώς όση και η αξία του χωραφιού. Δεν έχασα ούτε λεπτό. Έτρεξα αμέσως και απόκτησα το αντικείμενο του πόθου μου. Έτσι αρχίζει η πιο ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου. Εκεί στην ερημιά, στη μέση του πουθενά, η Άσπα, η Άλκη, ο Άκης κι εγώ, φθάναμε με τη βάρκα μας από την Τρυπητή, αφού δρόμος δεν υπήρχε, στήναμε δυο αντίσκηνα κάτω από το μοναδικό δέντρο και χαιρόμασταν την αμμουδιά και τη θάλασσα σαν τα μοναδικά έμβια όντα πάνω στη γη. Τα άλλα, ένα ξύλινο καλυβάκι 5*5, πηγάδι κλπ, φτιάχτηκαν σιγά-σιγά με τα χέρια μας, την τεχνική γνώση και το μεράκι του Άκη. Ξαναγυρίσαμε εκεί μετά τις φυλακές της δικτατορίας και είδα την επιστροφή μου ως εκπλήρωση της προσδοκίας για «ανάσταση νεκρών». Εκεί, σε εκείνη την αμόλυντη θάλασσα που τόσο αγάπησα, θα επιστρέψει ο εαυτός μου ως στάχτη με το πλήρωμα του χρόνου.
Σπύρος Βούγιας, Συγκοινωνιολόγος
Δοξολογώντας το θέρος στο Γλαρόκαβο
Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, πριν ανακαλύψουμε τους απόκρυφους θησαυρούς της απρόσιτης ακόμη Σιθωνίας, ο επίγειος παράδεισος των καλοκαιρινών αποδράσεων στη Χαλκιδική, ήταν ο παρθένος ακόμη Γλαρόκαβος. Μια γαλάζια, εξωτική λιμνοθάλασσα που επεκτείνονταν σε μια ατέλειωτη αμμώδη, καμπύλη παραλία με διάφανα νερά, σκληρό αλλά φιλόξενο βυθό και ανεμπόδιστη θέα στο δεύτερο πόδι. Ένα πυκνό πευκοδάσος την προστάτευε από παντού, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τη θάλασσα.
Τα μόνα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας ήταν ελάχιστα αυτοκίνητα στα ξέφωτα της βορεινής εισόδου, και λίγα αντίσκηνα στην απέναντι νότια άκρη, κρυμμένα διακριτικά κάτω από τα δένδρα. Πιο πολύ, όμως, λάτρευα και θυμάμαι ακόμη, κάτι τεράστιους, αποξηραμένους λευκούς κορμούς, ριγμένους στο χώμα ή στην αμμουδιά, που από μακριά έμοιαζαν με σκελετούς μεγάλων προϊστορικών ζώων. Αποζητούσα να απλώσω δίπλα τους τα πράγματά μου, στηρίζοντας επάνω τους την πλάτη για να διαβάσω ή να απολαύσω με άνεση την αψεγάδιαστη ομορφιά του τοπίου.
Φτάναμε συνήθως φορτωμένοι (μπορεί και 5) σε ένα αυτοκίνητο και τις ζεστές νύχτες στρώναμε στην παραλία, για να αποφύγουμε τα τραγικά ενοικιαζόμενα με τα φθαρμένα σεντόνια στο Πευκοχώρι ή το Παλιούρι. Δεν κοιμόμασταν άλλωστε και πολύ, με τα ποτά και τις μουσικές, τις κουβέντες και τα όνειρα για το μέλλον να κρατούν ως το ξημέρωμα.
Παρέα μας τότε, ήταν οι νέοι αρχιτέκτονες συμφοιτητές και συνάδελφοι της Λένας (η Πέρσα, ο Γιώργος, η Άσπα και άλλοι) που έγιναν γρήγορα και δικοί μου καλοί φίλοι. Ευφάνταστοι και ταλαντούχοι, μου μετέδιδαν τη χαρά και τη φρεσκάδα της πρώτης νεότητας (αν και δεν ήμουν πολύ μεγαλύτερος), την αισιοδοξία και τα πολύχρωμα σχέδιά τους για το μέλλον. Από την πλευρά μου συνέβαλα με τις δικές μου ιδέες και τις γλαφυρές προσωπικές αφηγήσεις, γλαφυρά διανθισμένες από τη συγγνωστή μου χαλαρότητα και (όπως φαίνεται και στη φωτογραφία) τη λανθάνουσα τόλμη και ελευθεριότητα της εποχής.
Από τότε πέρασε πολύς καιρός και ζούμε πια σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη χώρα. Έχω να πάω στον Γλαρόκαβο πάνω από δέκα χρόνια και, στο μεταξύ, το πευκοδάσος έχει μετατραπεί σε σκουπιδότοπο με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τροχόσπιτα με αυτοσχέδιες πρόσθετες εγκαταστάσεις, η παραλία γέμισε μπαράκια και παράτονη εκκωφαντική φασαρία, η θάλασσα πλημμύρισε από μηχανοκίνητα σκάφη.
Είναι, σίγουρο, βέβαια πως κι εμείς δεν παραμείναμε αλώβητοι, ούτε ίδιοι. Δεν υπάρχει πια ή ένθεη δοξολογία της ζωής, η διαρκής αναζήτηση του θαύματος, η χαρά της κρυμμένης μαγείας των απλών πραγμάτων. Μια «γραμμή σκιάς» μειώνει σιγά-σιγά το εκτυφλωτικό φως εκείνων των ξεχασμένων καλοκαιριών στο Γλαρόκαβο της Χαλκιδικής.
Στέλιος Μπουτάρης, Οινοποιός
Όπως και οι πιο πολλοί Σαλονικείς, τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στη Χαλκιδική. Η μάνα μου με τις φίλες τις και όλα τα παιδιά νοίκιαζαν κάποια σπίτια στη Νικήτη, κι οι πατεράδες ερχόταν τα σαββατοκύριακα για να μας δουν. Οι μέρες περνούσαν αξέχαστα. Κάθε μέρα φορτώναμε τα αυτοκίνητα και ξεκινήσουμε για μια άλλη παραλία. Ομπρέλες, ψυγεία, σάντουιτς, μπάλες, σωσίβια, όλα χωρούσαν στο πορτ μπακάζ και δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, για τις παραλίες. Αγαπημένη, ο Αρμενιστής. Μόνοι μας, προ δημιουργίας του camping, θυμάμαι τις βουτιές από τα βράχια και τις άπειρες μέλισσες. Άλλη παραλία, οι Καβουρότρυπες, που είχε και κανένα γυμνιστή για να χασκογελάμε! Με την επιστροφή, μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό, άντε και ένα επιτραπέζιο μόλις νύχτωνε. Δεν ξέρω για τις μανάδες μας, για μας όμως ήταν ο παράδεισος στη γη!
Περιμέναμε όμως πάντα με ανυπομονησία τις Κυριακές. Ερχόταν οι πατεράδες και το πρόγραμμα άλλαζε. Λίγο μεγαλύτερη ελευθερία, μια που οι γονείς θέλαν λίγο παραπάνω χρόνο μεταξύ τους και κυρίως, όλοι περιμέναμε την μεγάλη εκδρομή της Κυριακής! Πηγαίναμε στον Όρμο Παναγιάς, νοικιάζαμε ένα καΐκι και γυρνούσαμε τα νησάκια και τα παραλίες που δεν μπορούσαμε να πάμε όλη την εβδομάδα. Το χαβαλέ στο καΐκι απίστευτο. Οι γονείς μου με έκαναν σχετικά νέοι, κι έτσι στη δεκαετία του 70 ήταν χίπι τριαντάρηδες, συνεπώς η χαζομάρα έπεφτε σύννεφο. Γελούσαμε κι εμείς σαν χαζά, όμως ευχαριστιόμασταν. Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι αυτές οι εκδρομές δεν είχαν στόχο μόνο την καλοπέραση αλλά και την έρευνα αγοράς. Στη ουσία, ψάχνανε να βρουν κανένα οικόπεδο στην παραλία για να φτιάξουμε το σπίτι μας! Έτσι κάποια στιγμή το 1976 ανακαλύψαν την Διάπορο και η μητέρα μου αγόρασε ένα χωράφι πάνω στη θάλασσα. Από τότε και κάθε καλοκαίρι, τρεις γενιές Μπουτάρηδων περνάμε τα καλοκαίρια μας στη Διάπορο. Κι όταν οι Αθηναίοι φίλοι μου μου μιλάνε για τις παραλίες των Κυκλάδων, τους απαντάω, «καλά είναι εκεί, αλλά ΣΣΣαν την Χαλλλλκιδική…!»
Λένα Τορνιβούκα, Ξενοδόχος
Υπάρχει μόνο ένα νησί για τον καθένα, πρέπει να το βρει, να μείνει εκεί.
Kάποτε υπήρχε μόνο ένα νησί και τώρα πηγαίνουν όλοι σε κανένα νησί, να πάμε σε κανένα νησί, θα είναι σε κανένα νησί, θα ανακαλύψουν κανένα νησί. Η Βάνα θα βρίσκεται σε κανένα νησί αυτή τη στιγμή, θα πίνει κανένα ποτό. Πίνουν διάφορα ποτά, ταξιδεύουν σε διάφορα νησιά, έχουν συνεχώς την αίσθηση ότι δεν ήπιαν ακόμα τίποτα, δεν πήγαν πουθενά. Τα ανακατεύουν για να ξεχάσουν ότι υπάρχει μόνο ένα νησί, μια παραλία, ένα ποτό.
Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος
Στη Χαλκιδική για νησί, στο μέρος που πέρασα όλες σχεδόν τις διακοπές της ζωής μου, στο Eagles Palace, στους Αετούς, το νησί μας ήταν απέναντι! Βάρκα, φέρι, όλο εκεί ήμασταν. Είχαμε και τη δική μας παραλία να μας περιμένει κάθε μέρα, το Μέρι που έλεγαν τα παιδιά μου, χρόνια αργότερα μάθαμε ότι το λένε Φάκα, μάλλον γιατί πιαστήκαμε. Μέρος ήσυχο, βράχια και γλάροι, λίγα σπίτια χωρίς ρεύμα, μια παραλία που βλέπει κατάματα τη δύση. Αυτό είναι το νησί μας, μέσα στο νησί της Αμμουλιανής, μέσα στη Χαλκιδική. Μια πιατέλα από κελίφια αχινών που μαζεύαμε και χιλιάδες αναμνήσεις που ξεκίνησαν το μακρινό 1973 και συνεχίζονται. Αυτό το νησί ακόμα και όταν δεν είμαστε εκεί, το βλέπουμε μέρα αλλά και νύχτα με τα φωτάκια του, είναι ο ορίζοντας μας, το σημείο που ακουμπά το μάτι μας και αισθανόμαστε ότι αυτό είναι το όριο μας, που μέσα τους είμαστε προστατευμένοι. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερα έναν κύκλο που να μας κλείνει μέσα.
Βασίλης Παπανδρέου, Δημοσιογράφος
Γράψε κάτι για την «παλιά Χαλκιδική»…
Τι ωραία φράση! Η «παλιά Χαλκιδική». Την διαβάζεις και σου φτιάχνει το κέφι!
Για εμένα η Χαλκιδική των 80s’ και των αρχών των 90s’ είναι ο ορισμός της «ευτυχίας».
“Μy happy thought”, όπως έλεγε ο Ρόμπιν Ουίλιαμς, ως «Πίτερ Παν» στην ταινία “Hook”.
Είναι το ταξίδι στην αιώνια μπλε «Μπεμβέ» του παππού, με τη γιαγιά μου να τραγουδάει Κηλαηδόνη σε όλη τη διαδρομή, είναι οι ατελείωτες «ποδηλατάδες» από τον Γλαρόκαβο ως «Κάμπινγκ Βύρων», είναι οι μέρες που τις μετρούσαμε με «βάση» τα μπάνια και τα παγωτά, είναι τα μυθικά τουρνουά πινγκ πονγκ που έπαιζαν οι μπαμπάδες μας, είναι τα κυνήγια θησαυρού από κτήμα σε κτήμα, είναι τα βραδινά beach party με τις φωτιές που οργάνωναν οι γονείς μας στην παραλία, με το «Έλα μωράκι μου» να παίζει σε λούπα, είναι οι μαμάδες μας που μας ξεχνούσαν στην παραλία μέχρι να νυχτώσει, είναι το κρυφτό και ο μαραθώνιος μπιρίμπας με τη Μαίρη, είναι οι παιδικοί φίλοι, που μετά από 25 χρόνια έγιναν κουμπάροι μου!
Είναι το μέρος που γελάσαμε, τρέξαμε, χτυπήσαμε, μαλώσαμε, παίξαμε μπάσκετ με τους φίλους μας (αλλά και με τον… Γκάλη), το μέρος που όλα κάτι σου θυμίζουν και εσχάτως το μέρος για το οποίο η κόρη μου, η Μελίνα, πέρσι στα τέλη Αυγούστου, επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά από 75 μέρες στο Πευκοχώρι, με ρώτησε «μπαμπά, αυτό το καλοκαίρι ήταν αληθινό;».
Και η «παλιά Χαλκιδική», αλλά και η «καινούρια» είναι όντως «το ωραιότερο μέρος στον κόσμο», αρκεί να έχεις φίλους για να γελάς όλη μέρα μαζί τους και γονείς για να σου παίρνουν παγωτά και να οργανώνουν beach parties! Ακόμα και τώρα που έγιναν παππούδες…
Μαίρη Κόντζογλου, Συγγραφέας
Ο Άη Γιάννης, στο δρόμο για Μαρμαρά, είναι για μένα ο πιο όμορφος όρμος της Σιθωνίας. Τον αγκαλιάζουν χαμηλοί λόφοι, κατάφυτοι με ελαιόδεντρα που φτάνουν σχεδόν ως την ακτή.
Ή μάλλον… έφταναν, γιατί τώρα χτίστηκε ένα ξενοδοχείο-μεγαθήριο και μεγάλο μέρος των λόφων τσιμεντώθηκε…
Σε εκείνον τον -τότε – παρθένο κόλπο κάναμε για χρόνια ελεύθερο κάμπινγκ, είμαστε μια παρέα πέντε έξι οικογενειών με παιδιά σε διάφορες ηλικίες. Από μωρά έως εφήβους.
Στήναμε τις σκηνές ή τα τροχόσπιτα μας μέσα στο λιόφυτο και κοντά στην τουλούμπα, ‘πηγάδι’ το λέγαμε, που είχε ωραίο, πόσιμο, όπως μας είχαν διαβεβαιώσει και μάλλον είχαν δίκιο, δροσερό νερό. Κάναμε μπράτσα για να βγάλουμε το νερό με την τουλούμπα και γύρω της έχουμε βιώσει σκηνές απείρου κάλους με μπουγελώματα και μετατροπή των προ πλύσιμο πλαστικών πιάτων σε frisbies με στόχο τα δέντρα ή τον αντίπαλο γείτονα.
Η θάλασσα…Καταγάλανη, διάφανη, με χρυσή αμμουδιά, ‘Ούτε οι Κάριγκτον έχουν τέτοια πισίνα!” χαριτολογούσαμε, μεσουρανούσε “ Η Δυναστεία” στην τηλεόραση τότε.
Ανέμελες διακοπές, όλη μέρα μέσα έξω στη θάλασσα, ένα ζευγάρι, εκ περιτροπής, πήγαινε το φαγητό να ψηθεί στο ξυλόφουρνο της Νικήτης, πετούσε τα σκουπίδια και έφερνε προμήθειες – κοινόβιο κανονικό. Νυχτερινοί αγώνες σκραμπλ μέχρι το ξημέρωμα και τραγούδια με κιθάρες, ‘ Έλα μαζί μου κάπου να πάμε χέρι με χέρι’.
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στις 6 Αυγούστου του ‘83, γιορτάζουμε τα γενέθλια της κόρης μου (το μικρότερο κοριτσάκι της φωτογραφίας), με ρεβανί Νικήτης για τούρτα.
Γιώργης Γερόλυμπος, Φωτογράφος
Πέρασα τα καλοκαίρια μου στη Φτερωτή της Σιθωνίας, στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής. Κάθε χρόνο, οι γονείς μας αφήναν την αδελφή μου και εμένα στον παππού και στη γιαγιά ώστε να κάνουμε διακοπές με τα ξαδέλφια μας και εκείνοι να καταφέρουν να δουλέψουν λίγο ακόμα πριν έρθει η ώρα να έρθουν να μας βρουν. Ο παππούς μου, που πάντοτε επιθυμούσε την ησυχία του μακριά από τον κόσμο, βρήκε, τη μακρινή πια δεκαετία του ’50, ένα οικόπεδο πάνω στη θάλασσα χωρίς δρόμο τότε προσβάσιμο μόνο από την ακτή, απέναντι από τον ακατοίκητο, ακόμα, Διάπορο.
Τα παιδιά μεγαλώσαμε εκεί, και μεγαλώσαμε σαν αγρίμια, όλη τη μέρα μες στη θάλασσα με ένα μαγιό, βουτιές, κανό, ιστιοπλοΐα, μπάλα, σκαρφάλωμα στα δέντρα, πινκ-πονγκ και ότι άλλο σκεφτόταν ο νους μας, όσο είχαμε τέλος πάντων. Ακόμα ακούω τους δικούς μου να φωνάζουν «φόρα καπέλο», «πρόσεχε», «θα χτυπήσετε», «όχι στη θάλασσα μετά το φαγητό»…Τότε αγωνιούσαν άλλοι για μένα, τώρα αγωνιώ εγώ.
Κάθε φορά που έχω ανάγκη να σκεφτώ κάτι καλό, κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να ψάχνει κάπου για δύναμη, το μυαλό μου πάει εκεί, στη Φτερωτή και τα παιδικά μου χρόνια. Σκέφτομαι το καταμαράν του Μιχάλη, τον ήχο των τζιτζικιών, τη γεύση του πεπονιού και τη θέα του Άθω. Όσο και αν μεγάλωσα και πήγα όλο και πιο πέρα, είχα και έχω τη σιγουριά αυτού του δικού μου τόπου, αυτής της παιδικής χαράς που μου υπενθυμίζει πάντα στους στίχους του νανουρίσματος: κι αν όλα γύρω φανούν μακρινά κράτα τα δυο μου τα χέρια σφιχτά.
Σύνθια Σάπικα, δημοσιογράφος
Τον εαυτό μου τον θυμάμαι σε σχέση με το σπίτι. Αναμετριόμουν σε ύψος με τα δέντρα που είχαμε φυτέψει το 1974. Οικογενειακός θρύλος πως η μαμά μου όταν μπήκε το πρώτο κρεμμύδι έκλαψε όχι από συγκίνηση αλλά από στεναχώρια “πώς θα το κουμαντάρω εγώ αυτό;” αναρωτιόταν.
Εκεί το πρώτο μου κρυφτό, εκεί τα μήλα, εκεί δεν παίζαμε τον Πάνο, εκεί μπήκα στον ασβέστη προσπαθώντας να κρυφτώ, εκεί κάναμε ποδήλατο με την Αγγελική, σε εκείνον ακριβώς τον χωματόδρομο, εκεί ερχόταν οι πελάτες του μπαμπά μου στις διακοπές του να τους δει και εμείς κάναμε πάρτι, επειδή ερχόταν και τα παιδιά τους και παίζαμε. Εκεί η μαμά μου μονίμως με έναν δίσκο να σερβίρει, εκεί να βάζουμε ποτήρια στον τοίχο να κρυφακούσουμε τι έλεγαν αυτοί που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, φιλοξενούμενοι. Εκεί κοιμόμασταν όλα τα παιδιά σ΄ ένα δωμάτιο, 8 μαζί, εκεί έμαθα πώς γίνονται τα παιδιά που μας το είπε μία μεγαλύτερη φίλη μας, εκεί μας βρήκε ο μεγάλος σεισμός γύρω από την τηλεόραση. Από εκεί το σκάγαμε τα βράδια για να κάνουμε νυχτερινό μπάνιο, εκεί ερχόταν οι συμμαθητές μου και παίζαμε ως το πρωί μπιρίμπα στο λύκειο, από εκεί κάναμε ωτοστόπ να πάμε στη Χανιώτη, ενώ λέγαμε ψέματα ότι θα πάμε στο χωριό. Εκεί λέγαμε όλα τα μυστικά μας με τον Τάσο, εκεί κάναμε όνειρα με το Σάκη, κλαίγαμε από τα γέλια με την Ελένη και τον Παύλο, είχαμε νεύρα όταν μας μπουζούριαζαν στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουν οι καλοκαιρινές διακοπές, δηλαδή η απόλυτη απομόνωση για όλο το καλοκαίρι.
Με ένα διάλειμμα μίας κατασκήνωσης (και πάλι στη Χαλκιδική στον Άγιο Νικόλαο) η δική μου Χαλκιδική με ψήλωσε, με ερώτευσε, με πάντρεψε, μεγάλωσε τα παιδιά μου, χαρίζει καλοκαίρια, απλόχερα, σε κάθε επόμενη γενιά.
Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, επιχειρηματίας
Eighties στη Γερακινή.
Το καλοκαίρι του ογδόντα τρία, μετά τις Πανελλήνιες, βρεθήκαμε με την παρέα των κολλητών στη Γερακινή. Το γιατί και το πώς, το εξήγησε χρόνια αργότερα η Γλυκερία, τραγουδώντας «Μη ρωτάς, μη ρωτάς, έρωτας είναι η αιτία».
Την ημέρα ήλιος, θάλασσα, ρακέτες στην άμμο και παγωμένες μπύρες κάτω από το λαμαρινένιο υπόστεγο μιας ψησταριάς που δεν υπάρχει πια.
Τα βράδια η διασκέδαση είχε όνομα και την έλεγαν «Φάρμα». Κανένας δε ρωτούσε πού θα πας, αλλά τι ώρα θα πας. Τότε δεν περιμέναμε να λαλήσει ο κόκορας για να βγούμε. Ο δαιμόνιος ιδιοκτήτης της, ο Πέτρος, είχε διαμορφώσει ένα κτηματάκι πάνω από τον επαρχιακό δρόμο του δευτέρου ποδιού, σε κάτι που φιλοδοξούσε να θυμίζει ράντζο. Ντίσκο ξεσκέπαστη, σε ικανοποιητική απόσταση από τις κατοικίες, για να αποφεύγεται η ενόχληση των παραθεριστών και τα ντράβαλα με την αστυνομία.
Χτιστά καθιστικά, για να εξυπηρετούν μεγάλες παρέες ή να εξασφαλίζουν λίγη απομόνωση στα «άστεγα» ζευγαράκια. Υπόστεγα για να προφυλάσσουν από τις καλοκαιρινές μπόρες.
Πίστα στο κέντρο και κουβούκλιο με αλουμινένιο σκελετό για τον DJ Babis!
Στο μπαρ έπιναν όρθιες οι παρέες των «μεγάλων» που συνυπήρχαν αρμονικά με αυτές των νεαρότερων που χτυπιόταν στην πίστα, ακούγοντας Life is Life. Τα ποτά της εποχής Bacardi Cola, Black Russian, σφηνάκια kamikaze και Β52. Καλοκαιρινοί έρωτες, κόντρες, σούρες, χαβαλές, γέλια και μουσική, όλα μαζί μπλεγμένα με τη μυρωδιά από το αγιόκλημα της περίφραξης, την κολόνια Paco Rabanne και το Clearasil .
Κάθε Τρίτη Ladies Night. Σαββατόβραδα εμφανιζόταν οι «μπαμπάδες» που τις υπόλοιπες μέρες δούλευαν στη Θεσσαλονίκη. Τους αποφεύγαμε. Eighties!