Δημοψήφισμα στη Λισαβώνα
Λέξεις-εικόνες: Μιχάλης Γουδής Μολονότι παραθαλάσσιο και δημοφιλές τουριστικό θέρετρο, το Κασκάις επιτρέπει κατά κύριο λόγο την οπτική διαφυγή προς τον Ατλαντικό, μια και το μεγαλύτερο κομμάτι της ακτογραμμής του είναι βραχώδες και απόκρημνο. Αν θέλει κανείς να αποφύγει την πολυκοσμία μετά το σαραντάλεπτο ταξίδι με το γεμάτο τρένο από τη Λισαβώνα, θα αναζητήσει παρ’όλα αυτά […]
Λέξεις-εικόνες: Μιχάλης Γουδής
Μολονότι παραθαλάσσιο και δημοφιλές τουριστικό θέρετρο, το Κασκάις επιτρέπει κατά κύριο λόγο την οπτική διαφυγή προς τον Ατλαντικό, μια και το μεγαλύτερο κομμάτι της ακτογραμμής του είναι βραχώδες και απόκρημνο. Αν θέλει κανείς να αποφύγει την πολυκοσμία μετά το σαραντάλεπτο ταξίδι με το γεμάτο τρένο από τη Λισαβώνα, θα αναζητήσει παρ’όλα αυτά μία γωνιά πίσω από το κάστρο και τον ιστορικό φάρο. Εκεί στην είσοδο ενός resort που επισκεφθήκαμε για να ζητήσουμε πληροφορίες για την πρόσβαση στις ακτές, απολάμβανε το τσιγάρο της η Μάρτα. Γύρω στα 70, με πολλά, φανταχτερά κοσμήματα, βραχνή φωνή και μάλλον ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Σίγουρα η ενασχόλησή της με την τέχνη όπως μας είπε ήταν επιτυχής, αφού μπορούσε να φιλοξενηθεί στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Μόλις πληροφορήθηκε ότι είμαστε Έλληνες, έκανε μία γκρίματσα συμπόνοιας που έχω αρχίσει να συνηθίζω τελευταία τόσο στις Βρυξέλλες όσο και αλλού. “Πονάει η καρδιά μου”, λέει με το γρέζι στη φωνή και ως γνήσια Νοτιοευρωπαία συνοδεύει το λόγο της με έντονες χειρονομίες. “Λυπάμαι πολύ για τους φίλους μου, έρχομαι κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αγαπώ πολύ τους Έλληνες”.
Προς τι αυτή η εισαγωγή θα αναρωτηθείτε εύλογα, αν φτάσατε ως εδώ. Την εβδομάδα που η Ελλάδα ζούσε στους ρυθμούς του δημοψηφίσματος λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων έπρεπε να βρίσκομαι στη Λισαβώνα. Όταν είχαμε κανονίσει το ταξίδι, σκέφτηκα να παρατείνω την παραμονή μου και για το Σαββατοκύριακο, μια και η πορτογαλική πρωτεύουσα ήταν ανέκαθεν ένας ποθητός προορισμός. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα γέννησαν δεύτερες σκέψεις, όμως το απαγορευτικό κόστος αλλαγής σχεδίων, με οδήγησε να ζήσω το πρώτο δημοψήφισμα μετά από 40 χρόνια μακριά από τις κάλπες. Μακριά από τις κάλπες, καθόλου μακριά από το πολιτικό κλίμα όμως… Κι αυτό διότι αμέσως μόλις αντιλαμβανόταν κάποιος την ελληνική μας καταγωγή- πράγμα διόλου δύσκολο αφού τα μεν πορτογαλικά μου εξαντλούνται στο buon dia και στο obrigado, τα δε αγγλικά των Πορτογάλων έχουν πολλές διαβαθμίσεις- η συζήτηση αμέσως γυρνούσε στην Ελλάδα. Πολλές ερωτήσεις αλλά και πολλά σχόλια συμπαράστασης, αγωνίας, κριτικής και άλλα μέσα σε μόλις 3 ημέρες από ένα πολυσυλλεκτικό μείγμα ανθρώπων. Σκέφτηκα να τα μοιραστώ μαζί σας. Έτσι εκτός από τη Μάρτα στο Κασκάις, υπήρξαν και πολλοί ακόμη στη Λισαβώνα…
Ο Μανουέλ ήταν ο οδηγός ταξί που ανέλαβε τη μεταφορά από το αεροδρόμιο, αφού άκουγε σιωπηλός για μερικά λεπτά, σε κάποιο φανάρι, γύρισε το κεφάλι και ρώτησε: “Ποια είναι η εθνικότητά σας;” Μόλις επιβεβαίωσε την υποψία του, ρώτησε τι περιμένουμε από το δημοψήφισμα, αλλά έμοιαζε να έχει ήδη σχηματίσει την άποψή του. “Παρακολουθώ τις εξελίξεις για να δω τι μπορεί να συμβεί και στην Πορτογαλία”, είπε, κλείνοντας τη σύντομη τοποθέτησή του με μία ερώτηση/παραίνεση για το ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από τη Ευρωζώνη.
Βράδυ σε ένα Miradouro, σημείο όπου απολαμβάνει κανείς τη θέα δηλαδή, και όλα είναι ήρεμα στην Alfama. Στο κυλικείο που σερβίρει κοκτέιλ και παγωμένο νερό, αφού η θερμοκρασία είναι αρκετά υψηλή ο σερβιτόρος μας παραπέμπει στο συνάδελφό του που στέκεται πίσω από τον πάγκο. Χαμογελαστός καταλαβαίνει με τις χειρονομίες μας ότι θέλουμε δύο νέρα, αλλά παρά το γλωσσικό εμπόδιο, δοκιμάζει μία μαντεψιά: “Ισπανοί;”. Η απόκριση “Έλληνες” πυροδοτεί μία ζωήρη ανταλλαγή δύο λεπτών όπου οι γκριμάτσες του Βραζιλιάνου μπάρμαν περιγράφουν πιο γλαφυρά την κατάσταση στην Ελλάδα από κάθε κείμενο που έχει γραφτεί τελευταία. Και η Βραζιλία, μας λέει, αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, αλλά χάρη στους φυσικούς της πόρους και κυρίως χάρη στο πετρέλαιο τα καταφέρνει. Μόλις η “συζήτηση” οδηγείται σε τέλμα- δεν ήθελε και πολύ- κάνουμε να φύγουμε, για να δεχτούμε ένα ζεστό χαμόγελο και μία χειρονομία για καλή επιτυχία στην Ελλάδα.
Στην αγορά που είχε στηθεί την Κυριακή στην αυλή του Πολιτιστικού Κέντρου του Μπελέμ (CCB) η Μαντίτα πουλούσε κάδρα με δημιουργίες από χαρτί. Το σύμβολο της Λισαβώνας, οι σαρδέλες, η πορτογαλική κιθάρα των fados και πολλά ακόμη. Ωραία χειροποίητη δουλειά που προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Αφού μας δίνει περισσότερες πληροφορίες σε πολύ καλά αγγλικά, ρωτάει κι εκείνη με τη σειρά της. Δείχνει να εντυπωσιάζεται που συναντά τη συγκεριμένη μέρα Έλληνες στην Πορτογαλία. “Εύχομαι όλα να πάνε καλά για την Ελλάδα, γιατί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα”, λέει αρχικά και μετά από μία μικρή παύση συνεχίζει: “Αλλά όπως και να χει, είμαι πολύ απογοητευμένη από την αντιμετώπιση της κρίσης. Europe is dead” καταλήγει με πραγματική θλίψη στα μάτια πίσω από τα κοκκάλινα γυαλιά της. Όσο τυλίγει το μικρό κάδρο κάνουμε χιούμορ, κατά την επόμενη επίσκεψή μας στην Πορτογαλία, να μπορούμε να πληρώσουμε σε ευρώ. Γελάει μάλλον από ευγένεια, αλλά η Μαντίτα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα απλού πολίτη βαθιά απογοητευμένου από τη σημερινή όψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι ο σύζυγος της Μαρία που φτιάχνει τα δικά της χρωματιστά ρούχα. Η κουβέντα ανοίγει με την ερώτηση πώς και δεν είμαστε στην Ελλάδα τέτοια, μεγάλη, μέρα.Ο ίδιος παρακολουθεί τις ειδήσεις καθημερινά, γιατί είναι πεπεισμένος πως μετά την Ελλάδα είναι η σειρά της Πορτογαλίας. “Δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα”, μου λέει, αλλά τη γνώμη του δε φαίνεται να τη συμμερίζονται αυτοί που θα έπρεπε…
Η Σουζάνα διατηρεί μία μικρή γκαλερί μαζί με τον αδερφό της στο Μπάριο Άλτο. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα που εκθέτουν τα κατασκευάζουν οι ίδιοι από ξύλο. Από τότε που μετακόμισαν από τη Βραζιλία στην Πορτογαλία, έχτισαν την πελατεία τους, απέκτησαν μία καλή ζωή κι έτσι θεωρούν τη Λισαβώνα σπίτι τους πια. Η Σουζάνα μόλις αντιλαμβάνεται ότι έχει απέναντί της δύο Έλληνες που ζουν στις Βρυξέλλες μας αναφέρει την αγαπημένη Ελληνίδα φίλη της που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει με το σύζυγο και τα παιδιά της στη Βραζιλία. “Εκείνη είναι πολύ μακριά από την οικογένειά της και στενοχωριέται”, λέει και μας εύχεται “όλα να πάνε καλά, δεν το αξίζουν οι Έλληνες αυτό που συμβαίνει. Είστε υπέροχος λαός”, μας λέει αποχαιρετώντας μας.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής για Βρυξέλλες κρυφοκοιτάζω την παρουσίαση που ετοιμάζει ο σαραντάρης κύριος στη θέση από την άλλη πλευρά του διαδρομού. Πιο πολύ προσπαθώ να καταλάβω περί τινος πρόκειται γιατί στην πάνω αριστερά πλευρά της σελίδας ξεχωρίζει το λογότυπο της πορτογαλικής κυβέρνησης κι ενός υπουργείου. Προφανώς ετοιμάζει την επικείμενη συνάντησή του είτε στην Επιτροπή είτε με άλλους πολιτικούς συνομιλητές. Μικρή σημασία έχει, αφού το γλωσσικό χάσμα με γλιτώνει από την περιέργεια στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως λίγο αργότερα αφήνει τον υπολογιστή και ανοίγει την “Diario de Noticias”. Η πορτογαλική εφημερίδα έχει πρωτοσέλιδο τίτλο το “Eurodrama” που βιώνει η Ελλάδα και τονίζει πως αφιερώνει 13 σελίδες στην κάλυψη του θέματος. Λεπτομέρεια: η εφημερίδα, που πρόσφατα γιόρτασε 150 χρόνια κυκλοφορίας, έχει συνολική ύλη 60 σελίδων…
Η τελευταία εντύπωση, όμως, μου έμεινε από τον υπεύθυνο στην υποδοχή του ξενοδοχείου, όπου μείναμε. Γνωρίζοντας την ελληνική μας καταγωγή λόγω της ταυτότητας, μπήκε κατευθείαν στο ψητό μετά το check out. “Όλοι ανυπομονούμε να δούμε τι θα γίνει στην Ελλάδα, θέλουμε να δούμε πώς θα επηρεαστεί και η Ευρώπη”. Αφού συζητάμε επιγραμματικά τα ενδεχόμενα μας ρωτάει τι ψηφίσαμε εμείς. Όταν απαντάμε ότι δεν ψηφίσαμε, γιατί δεν επιτρέπεται σε Έλληνες του εξωτερικού, μας κοιτάει με γουρλωμένα τα μάτια απορώντας. Όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, την απορία του ενισχύουν οι ελβετικές του ρίζες, μια και εκεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι ένα ζήτημα τακτοποιημένο από καιρό. Γιατί αυτή είναι μία εκκρεμότητα που δεν έχει βρει ακόμη λύση στην Ελλάδα είναι ένα θέμα που συζητήσαμε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου. Δείτε το εδώ