Δημοσιοϋπαλληλίκι.
Όποιος πέρασε, έστω και για λίγο από μια δημόσια υπηρεσία, ως εποχιακός ή συμβασιούχος, δεν μπορεί να μη θυμάται. Θυμάται σίγουρα «συναδέλφους», χωρίς αντικείμενο εργασίας, που αφού χτυπούσαν κάρτα, υποδηλωτική της παρουσίας τους στο χώρο, περιφέρονταν στους διαδρόμους απολαμβάνοντας τη μονιμότητά τους με τον καφέ ή το πλεκτό(!) στο χέρι, (άσε τις περιπτώσεις που άλλοι […]
Όποιος πέρασε, έστω και για λίγο από μια δημόσια υπηρεσία, ως εποχιακός ή συμβασιούχος, δεν μπορεί να μη θυμάται. Θυμάται σίγουρα «συναδέλφους», χωρίς αντικείμενο εργασίας, που αφού χτυπούσαν κάρτα, υποδηλωτική της παρουσίας τους στο χώρο, περιφέρονταν στους διαδρόμους απολαμβάνοντας τη μονιμότητά τους με τον καφέ ή το πλεκτό(!) στο χέρι, (άσε τις περιπτώσεις που άλλοι χτυπούσαν την κάρτα για λογαριασμό τους ενώ αυτοί απουσίαζαν, στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης και πάντα ανταποδοτικής συναδελφικής αλληλεγγύης). Θυμάται και τις περιπτώσεις υπαλλήλου που, αδιαφορώντας και για τα προσχήματα, καθάριζε φασολάκια στο γραφείο της, άλλης που στέγνωνε τη μπουγάδα της στα καλοριφέρ γιατί στο σπίτι είχε πρόβλημα με τη θέρμανση, άλλου που, εκτός από δημόσιος υπάλληλος, ήταν και πλασιέ και αφιέρωνε το υποτιθέμενο οκτάωρο περιφερόμενος στα γραφεία για να πλασάρει το εμπόρευμα, άλλου που διατηρούσε, παράλληλα και παρανόμως, ατομική επιχείρηση, στις απαιτήσεις της οποίας αφιέρωνε όλη του την παραγωγικότητα, άλλων που τσάκιζαν τις πασιέντζες του υπολογιστή μετά την πολυδιαφημισμένη μηχανοργάνωση και άλλων απολύτως αόρατων, υπαρκτών μόνο στις μισθολογικές καταστάσεις. Θυμάται σίγουρα κάποιες από τις άπειρες περιπτώσεις υπονομεύσεων, όταν διπλανό «αρμόδιο» γραφείο δήλωνε πως «χάθηκαν» έγγραφα, προκειμένου να δυσκολέψει και να εκθέσει όσους «σπαστικούς» προσπαθούσαν να δουλέψουν. Αυτά από τον παλιό «καλό καιρό».
Μέχρι σήμερα χιλιάδες πολίτες αναγκάζονται να στηθούν στις αναρίθμητες ουρές, περιμένοντας επί ώρα αγανακτισμένοι τον «αρμόδιο» υπάλληλο, που «κάπου πετάχτηκε!» περιφρονώντας το κοινό, συνήθως «μέχρι το φαρμακείο», συνηθέστατη πρόφαση, που επιχειρεί να περιορίσει τις αντιδράσεις. Κανείς δεν μπορεί να ξεχνά τις αλλεπάλληλες φορές που χρειάστηκε να επανέλθει για την ίδια δουλειά σε μια υπηρεσία, επειδή ένας βαρύθυμος και αδιάφορος μονιμάς έχει παραλείψει να αναφέρει το σύνολο των εγγράφων, που απαιτούνται για να ικανοποιηθεί η απερίγραπτη γραφειοκρατία. Κανένας πολίτης δεν γλυτώνει την ταλαιπωρία από τις δεκάδες αργίες, ημιαργίες, απεργίες, στάσεις εργασίας, ρεπό, άδειες κάθε είδους, κοπάνες, απουσίες κλπ, που κρατούν σε σταθερή υπολειτουργία τις δημόσιες υπηρεσίες. Και είναι πολύ πρόσφατα για να ξεχαστούν, περιστατικά χαμένα μέσα στον ορυμαγδό των καταγγελιών για χρηματισμό υπαλλήλων κι ενώ βοούν εφημερίδες και κανάλια, με ήρωες εφοριακό, που εξευτελίστηκε ζητώντας ξεδιάντροπα 150 ευρώ, για να μη επιβάλλει πρόστιμο 800 ευρώ σε καθυστερημένο κλείσιμο βιβλίων και «αρμόδιο» υπάλληλο πολεοδομίας, που τακτοποιούσε με το αζημίωτο δεκάδες υποθέσεις ημιυπαιθρίων.
Δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολίτης, που να μην έχει αφάνταστα ταλαιπωρηθεί σε δημόσια υπηρεσία, απ’ αυτούς τους προνομιούχους, που «τρούπωσαν» στο δημόσιο με μέσον τον χωροφύλακα, τον μπατζανάκη ή τον τοπικό βουλευτή, θεώρησαν πως εξασφαλίστηκαν δια βίου, ορισμένοι τακτοποίησαν και τους απογόνους τους με τον ίδιο τρόπο, για να αποκτήσουν και να διατηρούν το γνωστό και αγέρωχο ύφος του ασκούντος την εξουσία, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, μαγαζάτορες και υπάλληλοι, αγωνίζονται σκληρά για το μεροκάματο, σε καθεστώς απόλυτης ανασφάλειας, δουλεύοντας όχι πλασματικό πενθήμερο επτάωρο, αλλά πραγματικά εξαήμερα δωδεκάωρα.
Ναι, είναι κρίμα που ανατρέπεται η ζωή οικογενειών και κυρίως παιδιών. Είναι δράμα που εν μέσω τέτοιας κρίσης θα προστεθούν κι άλλοι άνεργοι στον τόπο. Ναι, είναι αλήθεια ότι το σύστημα ήταν εκείνο που επέτρεπε όλη αυτή την ασυδοσία κι ο καθένας προσπαθούσε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο να εξασφαλιστεί. Είναι επίσης αλήθεια ότι μαζί με τα ξερά θα καούν δυστυχώς και κάποιοι άξιοι, που δούλεψαν, που εξυπηρέτησαν το κοινό, που τίμησαν το ψωμί το εξασφαλισμένο από τον φορολογούμενο πολίτη. Αλλά το ίδιο αληθινή όσο και απαράδεκτη είναι η κρατούσα νοοτροπία, που με θρασύτητα απαιτεί να καταβάλλεται σταθερή μισθοδοσία στο πάρεργο, στην κλασική υποαπασχόληση έως και απραξία υπεράριθμων, χωρίς προσφορά, χωρίς δουλειά, χωρίς ανταπόδοση. Ήρθε λοιπόν η ώρα της κρίσεως. Ο δημόσιος κορβανάς δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της μισθοδοσίας εκατοντάδων, που μπήκαν στο δημόσιο από το παράθυρο συμβάλλοντας, μαζί με τα λαμόγια και τους καταχραστές της πολιτικής, στον εκτροχιασμό των οικονομικών της χώρας.
Σ’ αυτή τη χώρα που επί δεκαετίες το δημοσιοϋπαλληλίκι αποτέλεσε όνειρο και λύση για μια εξασφαλισμένη και ξεκούραστη ζωή, τα όνειρα ας γίνουν πλέον πιο δημιουργικά.