Ο Δημόσιος χώρος απειλείται!
Ο δημόσιος χώρος βρίσκεται υπό τον κίνδυνο μίας διαρκούς κατάληψης.
Λέξεις: Ευδοξία Παπαλιούρα
Από σήμερα, στην Αποθήκη Δ΄ του Λιμένος Θεσσαλονίκης, διεξάγεται το 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο του ΤΕΕ/ΤΚΜ με θέμα το Δημόσιο Χώρο, που προσφέρει μέσα από 100 εισηγήσεις, ένα «πανόραμα» του παρόντος, αλλά και της εκτιμώμενης εξέλιξης του αστικού τοπίου στις σύγχρονες πόλεις, όπου δυστυχώς, ο πολυδιάστατος χαρακτήρας των δημόσιων χώρων συρρικνώνεται και σταδιακά χάνει την κοινωνική του ταυτότητα.
Ο δημόσιος χώρος βρίσκεται υπό τον κίνδυνο μίας διαρκούς κατάληψης. Αυτή η συρρίκνωσή του, η επιθυμία για γρήγορη κατοίκηση σε ότι έχει απομείνει ακόμη άδειο, χωρίς να νοιάζεται κανείς για την ‘αισθητική’ και τις συνέπειες, είναι ένα γενικότερο θέμα κουλτούρας, που δεν οφείλεται μόνο στην απουσία επαρκούς σχεδιασμού και εφαρμογής ρυθμιστικών προγραμμάτων.
Από τη μία πλευρά ο προβληματισμός για την κοινωνική και ουσιαστική ‘συρρίκνωση’ του δημόσιου χώρου στις σύγχρονες πόλεις. Από την άλλη πλευρά, η ανάκτηση υποβαθμισμένων αστικών τοπίων, στον ελληνικό χώρο. Είναι εφικτή η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων και κακοποιημένων περιοχών, με κύριο σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερου ποσοστού πρασίνου ανά κάτοικο, γεγονός που οδηγεί στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας, τόσο στην οικολογική και αισθητική, όσο και στην κοινωνικο-πολιτισμική διάστασή της.
Η έντονη έλλειψη ανοικτών χώρων, μέσα στον αστικό ιστό, καθιστά επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ή εύρεσης περιοχών με ανάλογες φυσικές και κοινωνικές διαστάσεις. Χρειαζόμαστε ελεύθερο χώρο για περίπατο, περισυλλογή, παιχνίδι. Γιατί όμως ανάκτηση υποβαθμισμένων τοποθεσιών; Γιατί, σύμφωνα με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα των πόλεων, υπάρχει ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανεκμετάλλευτων, ‘κενών’ από χρήση χώρων, οι οποίοι έχουν εγκαταλειφθεί για διάφορους λόγους, όπως αλλαγή χρήσης, υπερεκμετάλλευση, περιθωριοποίηση, και παραμένουν αχρησιμοποίητοι, προκαλώντας χωρική ασυνέχεια. Αυτά τα τμήματα είναι αστικές περιοχές οι οποίες δημιουργήθηκαν από παλιά, λόγω της συνεχούς ανάπτυξης των αστικών κέντρων – προάστια, βιομηχανικές συνοικίες Εικόνα 1), περιοχές στρατιωτικές που εγκαταλείφθηκαν και βρίσκονται ανάμεσα στην ιστορική και τη διάχυτη πόλη, λατομεία (Εικόνα 2). Παρεμβάλλονται ανάμεσα στα αστικά κέντρα και στις επεκτάσεις των πόλεων, προβάλλοντας μία εικόνα του παρελθόντος σε αντίθεση με το νέο δομημένο χώρο, που διαμορφώθηκε χάριν νέων αναγκών. Σε συνδυασμό με τα γνωστά προβλήματα της διογκούμενης αστυφιλίας, της ερήμωσης της υπαίθρου, της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας, της μαζικοποίησης του τουρισμού και της έντασης των μεταφορών και της τηλεπικοινωνίας, ο ρόλος της πόλης έχει ανάγκη από επαναπροσδιορισμό. Το νέο πρόσωπο της πόλης ορίζεται μέσα από θέματα κατοχύρωσης του δημόσιου χώρου, εξασφάλισης ποιότητας διαβίωσης μέσα στον αστικό ιστό, αλλά και στην περιφέρεια δεδομένου ότι πλέον τα όρια μίας πόλης είναι ασαφή και συνεχώς μεταβαλλόμενα.
Εικόνα 1. Αγία Βαρβάρα, Δράμα, Β. Ελλάδα, 1984-86 (Μίμης Φατούρος – Μαίρη Ανανιάδου-Τζημοπούλου). Ανάπλαση του περιβάλλοντα χώρου των μύλων στη Δράμα.
Εικόνα 2. Το Θέατρο Γης είναι χωροθετημένο στην περιοχή Τριανδρία της Θεσσαλονίκης και αποτελεί το ιστορικό ίχνος ενός παλιού λατομείου εξόρυξης πέτρας.
Σύμφωνα με τους Πορτοκαλίδη & Λαλένη, η ‘Οικολογική Πόλη’ (ή Οικοπόλη), αποτελεί την προσπάθεια να εφαρμοστούν οι αρχές της οικολογίας και της αειφορίας στη δημιουργία νέων αστικών τόπων ή στην αναδόμηση (ανάπλαση, αναμόρφωση, εξυγίανση) των υφισταμένων. Και συνεχίζουν, υποστηρίζοντας πως ο βασικός στόχος, ως ολιστική προσέγγιση, είναι η δημιουργία καθετοποιημένων διεργασιών χωρικού σχεδιασμού (Fleischer, 2002), που μπορούν να οδηγήσουν σε μια ιδανική ισορροπία μεταξύ του ανθρωπογενούς και του φυσικού περιβάλλοντος των πόλεων (Downton, 1997). Η συγκεκριμένη συνολική και συνεργατική προσέγγιση, για να πραγματοποιηθεί, προϋποθέτει τον σχεδιασμό και τη διαχείριση της πόλης σε διάφορα επίπεδα, κλίμακες και επιμέρους τομείς. Προκύπτει έτσι ότι απαιτείται η υιοθέτηση της έννοιας του ‘οικοχώρου’, που να σχεδιάζει και να διαχειρίζεται εναλλακτικά τον δομημένο χώρο, τους ανοιχτούς (ελεύθερους) χώρους, τη μεταφορική υποδομή και τα υπόλοιπα λειτουργικά στοιχεία της πόλης, με τρόπο τέτοιο ώστε να μεγιστοποιήσει τη δυνατότητα πρόσβασης για όλους τους πολίτες, συντηρώντας παράλληλα την ενέργεια και τους πόρους και ανακουφίζοντας προβλήματα, όπως τα αυτοκινητικά δυστυχήματα, την ατμοσφαιρική ρύπανση, την ερημοποίηση, την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου κ.λπ. (Coplak και Raksanyi, 2003).
Υπάρχει ανάγκη για την εξαγωγή ενδεικτικών συμπερασμάτων και σχεδιαστικών αρχών σχετικά με τους τρόπους προσέγγισης του προβλήματος της ανάκτησης του κακοποιημένου αστικού χώρου, προσαρμοσμένους στην τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα, χωρίς στείρα προσκόλληση σε παρωχημένα στερεότυπα και μοντέλα σχεδιασμού, που οδηγούν στην επανάληψη χωρίς σεβασμό στο πνεύμα του τόπου.
Η ανάλυση του τοπίου αποτελεί μέρος της διαδικασίας του σχεδιασμού και είναι άμεσα συσχετισμένη με το στόχο της εν λόγω επέμβασης. Μέσα από τη συλλογή πληροφοριών και τη λεπτομερή καταγραφή των συνθηκών και παραγόντων που διαμορφώνουν το κάθε τοπίο, συγκεκριμενοποιείται το κρυμμένο δυναμικό του και μορφοποιούνται οι δυνατότητες εξέλιξής του. Υπάρχουν διάφορες μονομερείς αναλύσεις, όπως η οικολογική ανάλυση, η οπτική ανάλυση, που έχει άμεση σχέση με την αντίληψη του τοπίου, η κοινωνικο-οικονομική ανάλυση θεωρεί, ότι το τοπίο είναι ένα κοινωνικό αποτέλεσμα μίας σειράς οικονομικών εξελίξεων, η προσέγγιση από γεωγραφικό πρίσμα κτλ. Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω, η κοινωνικο-οικονομική, οικολογική και αντιληπτική προσέγγιση, δηλώνει ταυτόχρονη κοινωνικο-οικολογική ανάγνωση, αντίληψη και κατανόηση του τοπίου, με ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορία του. Πιο συγκεκριμένα, αναλύεται η σχέση τόπου – χρόνου και δίνεται προτεραιότητα στη συλλογική χρήση του χώρου, όπως επίσης και στους ανθρώπους που θα χρησιμοποιούν, καθημερινά ή περιστασιακά το εν λόγω τοπίο. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων με το τοπίο και ο βασικός στόχος της κοινωνικής επέμβασης, ο οποίος επηρεάζει άμεσα την ανάλυση του τοπίου και κατ’ επέκταση την προσέγγισή του.
Οι εναπομείναντες ‘πράσινοι’, ανοικτοί, ελεύθεροι χώροι εγκαταλείπονται στη φθορά του χρόνου και σιγά σιγά απολύουν την ιδιότητά τους ως χώροι ανταλλαγής
εμπειριών και συλλογικής επαφής. Σε αντιπαράθεση με τα παραπάνω υπάρχει πληθώρα τοποθεσιών διασκορπισμένων μέσα στο πλέγμα του αστικού τοπίου, οι οποίες φέρουν ίχνη είτε εγκατάλειψης είτε ακατάλληλης χρήσης. Το ισχυρό αυτό δίπολο αναζήτησης ελεύθερων, ευέλικτων χώρων και ύπαρξης ανεκμετάλλευτων αστικών τμημάτων, αποτελεί την αφετηρία του προβληματισμού γύρω από τα κρίσιμα, σήμερα, ζητήματα της χωρικής ανάπτυξης των πόλεων (Εικόνα 3). Η μονομερής αντιμετώπιση του καίριου ζητήματος του δημόσιου χώρου βάσει μόνο οικονομικών παραμέτρων οδηγεί σε αδιέξοδες λύσεις χωρίς κοινωνικές, περιβαλλοντικές και αισθητικές διαστάσεις. Αγνοούνται συστηματικά και επικίνδυνα η ιστορική ταυτότητα, το οικολογικό υπόβαθρο και η αντιληπτική ποιότητα των ελάχιστων εναπομείναντων ελεύθερων χώρων, ενώ ταυτοχρόνως οι αξίες του εκάστοτε τόπου ‘εξαργυρώνονται’ και ερμηνεύονται αποκλειστικά ως ποσοτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, χωρίς συνολικό σχεδιασμό και στρατηγικές ανάπτυξης, οι οποίες να εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αειφορίας.
Εικόνα 3. Πάρκο σε πρώην στρατόπεδο.Το Μητροπολιτικό Πάρκο που θα δημιουργηθεί στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά μετά τη σχεδιαζόμενη ανάπλαση.
Τα αστικά κενά είναι οι ‘ενδιάμεσοι’ χώροι της πόλης: οι χώροι εκείνοι, που για διάφορους λόγους, οι οποίοι σχετίζονται με τις ιδιόμορφες συνθήκες ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων, βρίσκονται σήμερα σε μία λανθάνουσα κατάσταση μεταβατικότητας, εκκρεμότητας, μη-ιεράρχησης ή και ξενότητας ως προς τις χρήσεις και τις λειτουργίες, τις μορφές, την αστική τοπιογραφία, τον ιστορικό και ψυχολογικό χρόνο. Μπορούν να εντοπιστούν και να αποκρυπτογραφηθούν τα σημεία που προσφέρονται για ανασύνθεση και αλλαγή, σε συνδυασμό με τις επιτόπιες συνθήκες και επινοώντας ένα σχεδιασμό, που άλλοτε θα οργανώνει το τυχαίο ή συμπτωματικό και άλλοτε θα αναδεικνύει την κρυμμένη εγγενή δυναμική, που συχνά υποβόσκει στο δομημένο, αστικό περιβάλλον.
Κατά τους Kahn & Friedman (1995), υπάρχει το ψυχολογικό φαινόμενο της ‘περιβαλλοντικής διαγενεακής αμνησίας’, το οποίο ερμηνεύεται ως εξής. Το φυσικό περιβάλλον, που βιώσαμε κατά την παιδική μας ηλικία, αποτελεί το μέτρο σύγκρισης, με το οποίο ‘μετράμε’ την περιβαλλοντική ‘υποβάθμιση’, που συναντάμε στη μετέπειτα ενήλικη ζωή μας. Με κάθε γενιά που περνά, το ποσοστό της περιβαλλοντικής ‘υποβάθμισης’ αυξάνεται, αλλά κάθε γενιά, κατά την παιδική της ηλικία, εκλαμβάνει την προηγούμενη περιβαλλοντική ‘παρακμή’ ως τη φυσιολογική εμπειρία βίωσης του περιβάλλοντος.
*Η Ευδοξία Παπαλιούρα είναι μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Αρχιτεκτονικών Θεμάτων του ΤΕΕ/ΤΚΜ