Δύο ρόδες έχει η ζωή
Ο Άκης Δήμου πραγματεύεται ένα πονεμένο θέμα για κάποιους Θεσσαλονικείς.
Εικόνα: Άγγελος Ζυμάρας
Πρώτα ήταν μια γάτα. Τεντωνόταν ανάμεσα στα βιβλία πίσω απ’ την τζαμαρία της «Μυθιστορίας», το ένα της πόδι στον «Άνθρωπο που αγαπούσε τα νησιά» του Λόρενς και το άλλο στο «Καλοκαίρι» της Ήντιθ Γουόρτον. Έπιασα τις χορευτικές της κινήσεις με την άκρη του ματιού μου κι ενώ είχα προσπεράσει, ξαναγύρισα – έτσι ανακάλυψα το βιβλιοπωλείο της οδού Βαφοπούλου. Ύστερα, ήταν ένα μικρό σιντριβάνι κάπου πίσω απ’ τη Βασ. Όλγας. Θάμνοι, παγκάκια και νερά, στο φόντο η πλαϊνή όψη της βίλας Καπαντζή. Δεν ήξερα την ύπαρξή του μέχρι τη στιγμή που πέρασα από δίπλα του. Μετά, ένα ξενοίκιαστο μαγαζί στην Τούμπα, Απόλλωνος και Οχρίδος γωνία. Παλιά, πούλαγε αθλητικά, τώρα κάποιος είχε γράψει με σπρέι στην ταλαιπωρημένη τζαμαρία μια αρχαία αλήθεια: «Όταν δεν έχεις αγάπη, τα βράδια του χειμώνα είναι δύσκολα». Με την άκρη του ματιού μου κι αυτό. Πάλι προσπερνώντας και μετά ξαναγυρίζοντας.
Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι για πολύ. Μεταφέροντας –όσο γίνεται- κινούμενες εικόνες από μια πόλη που κανένας τουριστικός οδηγός, ρεπορτάζ ή λίστα που σέβονται τον εαυτό τους δεν θα συμπεριλάμβανε. Θα μπορούσα να συνεχίσω μιλώντας για της ροδιές στους παράλληλους δρόμους της Σοφούλη, τα πλατάνια στην Ανατ. Θράκης, μια μονοκατοικία εξαιρετικής αρχιτεκτονικής στην Πλούτωνος (με αναμμένα τα εξωτερικά της φώτα πρωί, μεσημέρι, βράδυ), μια γαμήλια πομπή στη Νεμέας που συνόδευε τη νύφη στην εκκλησία της Οσίας Ξένης (με τα φάλτσα χάλκινα να παίζουν «Να μπορούσα στα σύννεφα/να ‘χα εγώ βενζινάδικο»), μια τεράστια φοινικιά στον κήπο μιας βίλας που μοιάζει με σαλέ στην Καθ. Ρωσσίδου (ή Ρουσίδου).
Ανατολικά της καταταλαιπωρημένης Εδέμ του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, μια άλλη πόλη, χτιζόταν όλο το καλοκαίρι μπροστά στα μάτια μου. Βλέμμα – βλέμμα και πεταλιά – πεταλιά. Γιατί θα λιώνανε θαμμένα όλ’ αυτά, αν δεν υπήρχαν οι απογευματινές μου βόλτες με το ποδήλατο. Θα παρέμεναν ξένα, άφαντα, αν δεν επέμενα (χρόνια τώρα) να διασχίζω την πόλη πάνω σε δυο ρόδες. Και να την ανακαλύπτω «γλιστρώντας λαθραία – όπως γράφει ο Marc Auge* – σε μια άλλη γεωγραφία, εξόχως και κυριολεκτικώς ποιητική, αφού γίνεται αφορμή για άμεσες συνδέσεις μεταξύ τόπων που υπό κανονικές συνθήκες θα επισκεπτόμασταν μόνο απομονωμένους τον έναν από τον άλλον».
Την σκέφτομαι συχνά αυτήν την «άλλη γεωγραφία», αυτήν την εκ νέου χαρτογράφηση του ρημαγμένου –τι να λέμε τώρα – αστικού τοπίου αυτής πόλης. Το πώς εσύ μπορείς ποδηλατώντας να επανορίσεις το χώρο που κινείσαι με τρόπους που στους άλλους φαίνονται ανύπαρκτοι, μπορεί και αφελείς: οργανώνοντας μια προσωπική διαδρομή από ίσκιο σε ίσκιο ένα απομεσήμερο που ζεματάει ο τόπος, ας πούμε, ή ακολουθώντας τα ίχνη μεσοπολεμικών ποιητών που δάνεισαν το όνομά τους σε δρόμους, στενά, και αδιέξοδα: Σωτήρη Σκίπη, Ρώμου Φιλύρα, Πλάτωνα Ροδοκανάκη, Κώστα Καρυωτάκη και πάει λέγοντας. Ανεξαρτήτως προορισμού ή μάλλον με προορισμό σου όλους τους δρόμους που μπορείς να πάρεις ανάλογα με τα κέφια και τις αντοχές σου. Αν δεν είναι αυτό ελευθερία, τότε τι είναι; «Το πρώτο πετάλισμα – ξαναλέει ο Auge – είναι η απόκτηση μιας καινούργιας αυτονομίας, είναι η ευχάριστη απόδραση, η χειροπιαστή ελευθερία (…) Σε μερικά δευτερόλεπτα, ο στενός ορίζοντας απελευθερώνεται, το τοπίο κινείται. Βρίσκομαι αλλού. Είμαι ένας άλλος, αλλά ωστόσο είμαι ο εαυτός μου όπως ποτέ άλλοτε. Είμαι αυτό που ανακαλύπτω». Κι αυτό που ανακαλύπτω ούτε αμελητέο είναι ούτε τυχαίο, ή, μάλλον, έχει τη σοφία της τυχαιότητας, δηλαδή ένα ολόκληρο σχέδιο πίσω του που εκτελείς ασυναίσθητα ακολουθώντας κάποιες άρρητες οδηγίες .
Το ποδήλατο –σκέφτομαι συχνά – δεν είναι παρά μια γραφή για δυνατούς μύες (ή για μύες που δυναμώνουν ποδηλατώντας), η εμπειρία μιας αυτόματης γραφής υπαγορευμένης από τη διάθεσή σου. Όπως είναι, την ίδια στιγμή, ένας τρόπος διαλογισμού, επιστροφής σε ένα λευκό χαρτί που γράφεται και σβήνεται με άλλοτε δυνατές κι άλλοτε χαλαρές κινήσεις σε ανηφόρες, κατηφόρες και ευθείες.
Το ξέρω πως όλ’ αυτά ακούγονται «κάπως» σε μια πόλη που αρνείται στους ποδηλάτες το αυτονόητο δικαίωμά τους να περιφέρονται (με σκοπό ή ασκόπως – το δεύτερο γοητευτικότερο). Το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά στοιχειώδης μέριμνα για όσους επιλέγουν αυτόν τον τρόπο μετακίνησης (σε μια πόλη με σοβαρότατο κυκλοφοριακό πρόβλημα και προβληματικές αστικές συγκοινωνίες) δεν δηλώνει απλώς την αδιαφορία ή την αδυναμία του Δήμου. Κατ’ εμέ, περιγράφει κάτι ακόμα σοβαρότερο: ότι όσο και να θες να αγαπήσεις τη Θεσσαλονίκη (και να είσαι έτοιμος γι’ αυτό) πάντα κάποιοι, κάπως, θα βρίσκουν ωραιότατους τρόπους για να υπονομεύσουν το αίσθημά σου για την πόλη εμποδίζοντάς σε να τη γνωρίσεις με τον πιο προσωπικό απ’ όλους τους τρόπους: δύο ρόδες, ένα τιμόνι και το βλέμμα σου.-
- Marc Auge, Εγκώμιο του ποδηλάτου, μετ. Διονύσης Παπαδουκάκης, εκδόσεις Αλήστου Μνήμης – Αθήνα, 2011