Δυο τσιτσιμπύρες παρακαλώ

του Χρήστου Μωραϊτη Εικόνα: George Mekras της Stereosis Το διασκέδαζα πάντα να βλέπω την αντίδρασή της, όταν της έλεγα πόσο όμορφα είναι τα μάτια της. Άνοιγε, φώτιζε, μαλάκωνε, χαμήλωναν οι ώμοι. «Καλά κορόιδευε εσύ, έχεις όρεξη για πειράγματα μου φαίνεται». Δεν μπορούσε όμως να κρύψει τη χαρά της, την ευχαρίστησή της. Το παιχνίδι το παίζαμε […]

Parallaxi
δυο-τσιτσιμπύρες-παρακαλώ-21400
Parallaxi
george_mekras.jpg

του Χρήστου Μωραϊτη

Εικόνα: George Mekras της Stereosis

Το διασκέδαζα πάντα να βλέπω την αντίδρασή της, όταν της έλεγα πόσο όμορφα είναι τα μάτια της. Άνοιγε, φώτιζε, μαλάκωνε, χαμήλωναν οι ώμοι. «Καλά κορόιδευε εσύ, έχεις όρεξη για πειράγματα μου φαίνεται». Δεν μπορούσε όμως να κρύψει τη χαρά της, την ευχαρίστησή της. Το παιχνίδι το παίζαμε χρόνια, από όταν τουλάχιστον μεγάλωσα και μαλάκωσα εγώ τόσο που να μπορώ να της προσφέρω αυτήν την ευχαρίστηση.

-Δεν σε κοροϊδεύω, αλήθεια σου λέω, είσαι πολύ όμορφη σήμερα. -Ναι καλά, ξέρω εγώ, κάποτε ήμουνα, περπατούσα και τρίζανε τα πεζοδρόμια. Τώρα πάει πια. -Εννοείς ότι σε κοιτάζανε οι άντρες στο δρόμο; -Όχι παιδί μου, δεν ήξερα εγώ από τέτοια. Εγώ δεν είχα μάτια να κοιτάξω, άλλον άντρα, ντρεπόμουνα και που περπατούσα χωρίς τον πατέρα σου. -Ναι, αλλά είχες τις επιτυχίες σου, αφού μου έχεις πει., θυμάμαι. -Σιγά τις επιτυχίες, να δυο τρεις, είναι αλήθεια, με ήθελαν πολύ, όταν ήμουνα νέα. Έρχονταν κάτω από το σπίτι και μου έκαναν καντάδες. Περίμεναν να βγω στο παράθυρο, να με δουν, αλλά εγώ βράχος. Μέσα από τα σκούρα τους άκουγα. Άσε που θα με σκότωνε ο πατέρας μου, αν έβγαινα. -Το μετάνιωσες μάνα; Μετανιώνεις για τίποτα; -Όχι παιδί μου. Έχω εσένα και σε καμαρώνω, εσένα και την οικογένειά σου, τη γυναίκα σου, τα εγγόνια μου. Και ο κόσμος με αγαπάει, δεν έδωσα ποτέ δικαίωμα, ήμουνα αξιοπρεπής.

Είχε πατήσει τα ογδόντα πια, και αυτήν την αξιοπρέπεια την πότιζε και τη σκάλιζε κάθε μέρα. Από αυτήν τρεφόταν κι αυτήν έτρεφε. Το καταλάβαινες στον τρόπο που χαιρετούσε τους γείτονες και τους γνωστούς στο δρόμο, ένας χαιρετισμός που απαιτούσε (ή εκλιπαρούσε άραγε;) τον σεβασμό και την αναγνώριση προς την γυναίκα που είχε κάνει τα πάντα, για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, για να μπορεί έτσι να δέχεται και να απολαμβάνει την εκτίμηση και την αποδοχή τους.

Όταν πια δεν μπορούσε να περπατήσει με ευστάθεια και σιγουριά μόνη της, αναλάμβανα κάποιες Κυριακές να τη συνοδεύσω, μέχρι το καφενείο που της άρεσε στο παλιό λιμάνι. Τσιτσιμπύρα έπινε συνήθως. Παράγγελνα δύο. Ήξερα ότι την πρώτη την ρουφούσε σε δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη βουλιμία της εκείνες τις ώρες. Όταν κάπως την είχε γλυκάνει το ποτό, έλεγε «αχ, πώς θα έτρωγα ένα παγωτό τώρα». Δίψα. Για όλα. Όσα δεν μπόρεσε να απολαύσει μια ζωή κλεισμένη στο κελί του Αϊ Σάββα, όπως είχε βαφτίσει η ίδια το δωμάτιο του σπιτιού που είχε μετατρέψει σε εργαστήριο ραπτικής. Στράβωσε τα μάτια της στο βελόνι.

Μόλις καταλάγιαζε η όρεξή της άρχιζε τις ιστορίες. Για τα νυφικά που της παράγγελναν, για τις τουαλέτες που ετοίμαζε, για τα σχέδια που ξεσήκωνε από τα ιταλικά περιοδικά, για τα ξενύχτια που έκανε να προλάβει τις προθεσμίες. Κι εκεί που καμάρωνε, ξαφνικά σκοτείνιαζε και η αφήγηση άλλαζε χρώμα. Για τα πεθερικά της που την είχαν για δουλικό στο σπίτι,  πώς τους φρόντιζε όλους, πόσο υπομονετική ήταν, υποχωρητική, να μην τους πικράνει ποτέ, πόσο δεν την νοιάστηκαν, την εκμεταλλεύτηκαν. Για το ψωμί που της έκρυβαν, τα λεφτά που σπαταλούσαν στις διασκεδάσεις, λεφτά δικά της, από τα ξενύχτια της, για τις αρρώστιες τους, για το παιδί που δεν την άφηναν να κάνει, για να μη χαλάσει η ησυχία τους στο σπίτι, για τις ιδιοτροπίες τους στο φαγητό. «Αλλά δεν πειράζει, ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει, εγώ έκανα αυτό που έπρεπε, να είναι περήφανος ο πατέρας σου, τους λογάριαζε πολύ τους γονείς του, δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει, να μην έχει να λέει η κοινωνία για αυτόν και τη γυναίκα του. Έτσι μεγάλωσα και σένα παιδί μου, να μη σου λείψει τίποτα, να είσαι πάντα περιποιημένος και φροντισμένος. Να σε καμαρώνουν όλοι.». Μια γυναίκα υπάκουη στην ανάγκη της, να κερδίζει την αποδοχή, τη συμπάθεια και προπάντων το θαυμασμό και την αγάπη κάνοντας πάντα αυτό που της ζητάνε. Κι όταν καταλάβαινε αμυδρά ότι έτσι έφευγε η ζωή μέσα από τα χέρια της, πιανόταν για να σωθεί από τη μόνη σανίδα σωτηρίας που της απέμενε: «ήμουνα καλή νύφη και καλή σύζυγος, δεν πίκρανα ποτέ κανέναν.» Με αυτό καμάρωνε.

Πόσο κόπο χρειάζεται αυτό; Πόση αξία έχει; Πόσο σε εκτιμούν αλήθεια αυτοί για τους οποίους έκανες τα πάντα, σβήνοντας από μέσα σου κάθε προσωπική επιθυμία; Πόσο χρόνο αφιέρωσαν για να το σκεφτούν και πολύ περισσότερο να το ανταποδώσουν; Πόσο εγωιστικό και φιλάρεσκο είναι να είσαι πάντα καλός με τους άλλους; Πόση ικανοποίηση παίρνεις από το πόσο θύμα νιώθεις; Πόσα και τι κάνεις για να σε θαυμάζουν και να σε αγαπούν;

Κάπου κάπου τις Κυριακές που τρώγαμε μαζί, μου ζητούσε να τραγουδήσουμε. Είχε πάντα πολύ ωραία φωνή. Τώρα οι νότες της ξέφευγαν, οι ανάσες της δεν της έφταναν, το καταλάβαινε και χαμήλωνε την ένταση στα δύσκολα. «Έλα, πάρε την κιθάρα να πούμε αυτό που λέγαμε με τον πατέρα σου». Τέσσερις δεκαετίες τραγουδούσε με νόημα «σού ‘φερα νερό στις χούφτες για να πιεις να ξεδιψάσεις».  Σαράντα χρόνια  Ξαρχάκος, Παπαδόπουλος και Καρέζη δούλευαν για να γλυκαίνουν το δικό της παράπονο. Σαράντα χρόνια αμέτρητες χούφτες νερό για να κερδίζει την αγάπη των άλλων. Και στο τέλος η επωδός πάντα ίδια: «ούτε ένα ευχαριστώ».

Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα