Δύο ξένοι στην πόλη
της Βαγγελιώς Χρηστίδου Έγραφα προχτές το κείμενο για τη συνάντηση με τον πρώην άστεγο της πόλης, όταν χτύπησε μια αναπάντητη στο τηλέφωνό μου. Εμφανίστηκε το όνομα ενός φίλου Μ. από τη Μυτιλήνη. Πήρα πίσω, χωρίς να ξέρω ποιος από όλους τους Μ. είναι. Τη φωνή που άκουσα, είχα να την ακούσω πάνω από τρία χρόνια. […]
της Βαγγελιώς Χρηστίδου
Έγραφα προχτές το κείμενο για τη συνάντηση με τον πρώην άστεγο της πόλης, όταν χτύπησε μια αναπάντητη στο τηλέφωνό μου. Εμφανίστηκε το όνομα ενός φίλου Μ. από τη Μυτιλήνη. Πήρα πίσω, χωρίς να ξέρω ποιος από όλους τους Μ. είναι. Τη φωνή που άκουσα, είχα να την ακούσω πάνω από τρία χρόνια. Ένας φίλος πολύ καλός, που μένει πλέον στο εξωτερικό. «Τυχαία σε πήρα», μου λέει και το τηλέφωνο προκύπτει εξ’ ολοκλήρου «τυχερό», αφού ο φίλος Μ. θα ερχόταν την επόμενη ημέρα με το φίλο Α. στη Θεσσαλονίκη, για να πετάξουν προς Κεντρική Ευρώπη. «Reunion», σκέφτηκα και κανονίσαμε φουλ συνάντηση! Και προέκυψε ένα ωραίο γεύμα σε ένα από τα πιο «gourmet» εστιατόρια της πόλης και μετά, μια βόλτα από τα Δικαστήρια μέχρι το Λευκό Πύργο και την πλατεία Ναυαρίνου. Οικοδέσποινα γαρ, να μην τους ξεναγήσω; Το πιο διασκεδαστικό – εκτός από τον φίλο Α. – τα σχόλιά τους για την πόλη και το λιμάνι της. Κι έτσι είδα, εννέα μήνες περίπου μετά τη δική μου επιστροφή, πώς μπορεί να βλέπει την πόλη ένας επισκέπτης της, που περπατάει σε ένα από τα πιο παλιά κομμάτια της…
Τρία τουλάχιστον χρόνια είχε που έφυγε ο Μ. από τη Μυτιλήνη, την πόλη του, για να ξανα-ταξιδέψει, αυτή τη φορά στην Κεντρική Ευρώπη και στις πολλές μουσικές ευκαιρίες που θα έβρισκε εκεί. Αγαπιόμασταν πολύ όσο μέναμε και οι δύο στο νησί και η χαρά που μιλούσαμε προχτές τυχαία, απερίγραπτη! «Ερχόμαστε αύριο Θεσσαλονίκη με τον Α.», μου λέει και κανονίζουμε να βρεθούμε. Ο Α. άλλος φίλος, έξω καρδιά κι επίσης πολύ αγαπημένος.
Τους περιμένω σε ένα από τα πιο γνωστά «στέκια» – εστιατόρια της πόλης, στην περιοχή των Δικαστηρίων. Αφού ξεπερνούν το πρώτο σοκ της απόστασης από το Αεροδρόμιο χάρη στο «78» και καταλαβαίνουν στο περίπου πού πρέπει να έρθουν, συναντιόμαστε επάνω στη Φράγκων μετά αγκαλιών και φιλιών – και πολλά μπαγκάζια! Πολλά τα νέα, πολλά τα γέλια, πολλές οι συνεννοήσεις για το πού θα μείνουν το βράδυ και πού θα αφήσουν τα πράγματα και πώς θα πάνε μέχρι εκεί – το Gps του Μ. έδειχνε περιέργως προς το… σπίτι μου, ενώ ο προορισμός τους ήταν πολύ πιο ανατολικά, τελικά επικράτησε η ανθρώπινη επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων που ξέρουν τη Θεσσαλονίκη λίγο καλύτερα από ένα Gps. Όλα αυτά με τέλειο φαγητό, μπύρες και κερασμένες ρακές! Φάγαμε, ήπιαμε, απέτυχε η προσπάθειά μου να τους πάω μέχρι το «Σχολείο» στη Βασιλίσσης Όλγας λόγω αποσκευών, αλλά πέτυχε η κοινή συμφωνία για μια παραλιακή βόλτα αφού, πίσω από το Λιμάνι είχε αρχίσει να δύει όμορφα ο ήλιος.
Μοιράζονται τα βάρη – εγώ δεν πήρα τίποτα, ευτυχώς! – περιμένουμε τον Α. να κυνηγήσει ένα… ποντίκι σε διπλανό πάρκο και προχωράμε προς Τσιμισκή. Μαζεύουμε τον Α. μην περάσει τέσσερις λωρίδες δρόμου μέσα στα αυτοκίνητα (Μυτιληνιός με τα όλα του, λέμε!) και περνάμε όλοι μαζί με ασφάλεια. Στο Λιμάνι, μου αποκαλύπτουν ότι είχαν έρθει και τον Ιούνιο, για τη συναυλία του Manu Chao και ότι μου το έκρυψαν…Ξεθυμώνω και χαζεύουμε το χώρο – ο Α. τα ποδήλατα που έχουν τοποθετηθεί και νοικιάζονται από το δήμο. Μπαίνουμε για λίγο στο χώρο του Λιμανιού και στην προβλήτα του. Επιφωνήματα θαυμασμού και απογοήτευση που δεν υπάρχει περισσότερος χρόνος για να περάσουμε από εκεί και πρωί, να κάτσουμε, να διαβάσουμε, να χαζέψουμε. Μέχρι που ο Μ. σκέφτεται πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από την αριστερή πλευρά της προβλήτας, εκεί που είναι η περίφραξη με τα κάγκελα. «Βρε Μ., πρέπει να ξαναγυρίσουμε πίσω. Πώς το βλέπεις δηλαδή;». «Όντως, δεν γίνεται, λέει» και τότε προσέχει τα σκουπίδια που έχουν συσσωρευτεί στη συγκεκριμένη γωνία της θάλασσας. «Έτσι είναι όταν φυσάει νοτιάς για μέρες», τους εξηγώ και θυμόμαστε μαζί και την κατάσταση στο μυτιληνιό λιμάνι, όταν έχει μέρες να φυσήξει βοριάς. Η βόλτα συνεχίζεται εκτός λιμανιού, στην προκυμαία. «Γιατί δεν το κάνουν εδώ όλο πεζόδρομο;», λένε οι φίλοι, βλέποντας τα ποδήλατα και τον κόσμο να κάνουν βόλτες και τους λέω ότι παλιότερα υπήρξε τέτοια πρόθεση και προσπάθεια αλλά, δεδομένου ότι η Λεωφόρος Νίκης είναι ουσιαστικά ο μόνος δρόμος που φέρνει κάποιο όχημα πιο γρήγορα προς το ανατολικό κομμάτι της πόλης, τελικά το σχέδιο δεν «έκατσε». Το ίδιο ισχύει και στην προκυμαία της Μυτιλήνης, που είναι πολύ πιο στενή: κάποιοι πεζοί διαμαρτύρονται για τα ποδήλατα, οι ποδηλάτες ζητούν ποδηλατόδρομο, αλλά εκεί τουλάχιστον οι οδηγοί έχουν μάθει να συμβιώνουν και με τα ποδήλατα. Εκεί, τουλάχιστον, έχουν το νου τους και δεν οδηγούν σαν να είναι μόνοι τους στην πόλη. Παρεμπιπτόντως, αυτό συζητούσαμε προχτές και με έναν οδηγό ταξί: ότι οι περισσότεροι οδηγοί οχημάτων στη Θεσσαλονίκη – αλλά και αρκετοί ποδηλάτες και πεζοί – συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει άλλος δίπλα τους ή κάπου γύρω στο δρόμο. Μέσα στο καλοκαίρι, κάποιος σχεδόν «πάρκαρε» πάνω μου, όσο στεκόμουν στην άκρη του δρόμου, χωρίς αλάρμ, χωρίς κάποιο άλλο σινιάλο, εκτός από ένα δεξί φλας που, αυτονόητα θεώρησα πως σήμαινε ότι θα έστριβε δεξιά. Εξακολούθησα να είμαι «αόρατη» ακόμη κι αφού έκανα στην άκρη και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να του δείξω να καταλάβει ότι δεν είναι μόνος του. Μάλλον, απλώς, θεώρησε ότι ο ίδιος πάρκαρε επιτυχώς και πως ότι πριν υπήρχε στο σημείο εκείνο, απλώς … εξαφανίστηκε…
Και πάμε πίσω στη βόλτα στην παραλία. Ο Α. έπιανε κοπέλες που περνούσαν από το χέρι για να τις … «χορέψει», ο Μ. κι εγώ προσπαθούσαμε να παραμείνουμε ατάραχοι κι αναρωτιόμασταν πώς ο ένας θα αντέξει τον άλλο στα βάθη της Ευρώπης! «Εκεί θα είναι ήρεμος, εδώ του βγαίνει…», απαντούσε ο Μ. και σκάγαμε στα γέλια. «Ε, να βγούμε και καμία φωτογραφία», λέμε κι αρχίζουν οι πόζες. Με τον ήλιο να έχει σχεδόν δύσει, τα καραβάκια να κάνουν τις βόλτες τους…
«Ρε, τι ωραία φάση είναι αυτή!», λένε τα παιδιά. Στο λιμάνι της Μυτιλήνης, υπήρχε για χρόνια ένα πλοίο άδειο και αρκετές φορές είχαμε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως πλωτό μπαρ. Κοιτώντας τις αφίσες στα απέναντι μπαρ της Λεωφόρου Νίκης, ψάχνοντας για κάποια συναυλία για το ίδιο βράδυ, φτάσαμε τελικά μέχρι το Λευκό Πύργο. Εκεί ξαποστάσαμε για αρκετή ώρα, δίπλα στα γρασίδια, ο Α. βρήκε βρύση για να πιει νερό, ο Μ. κι εγώ μιλούσαμε για δουλειές, πέρασε με το ποδήλατό της και μια φίλη, παίξαμε λίγο ακόμη και μετά λίγο σοβαρευτήκαμε, γιατί η ώρα περνούσε και ο Μ. ήθελε να προλάβει να βρει ένα βιβλίο.
Επόμενος προορισμός, η πλατεία Ναυαρίνου. Εκεί, «ξύπνησαν» και για εμένα πολλές αναμνήσεις από τα παλιά, ο Μ. εντυπωσιάστηκε με το πόσο κοντά ήμασταν στην πλατεία και την κοιτούσε με θαυμασμό, με το μάτι μας να φτάνει μέχρι τη Ροτόντα, έτσι όπως φαινόταν βράδυ πίσω από το πρώτο τμήμα του ρωμαϊκού τείχους και οι δυο τους χάζεψαν με τα αρχαία και το πώς έχουν συντηρηθεί κι εγώ θυμήθηκα τις βόλτες που κάναμε παιδάκια με τον παππού μας, ο αδερφός μου κι εγώ, όταν ακόμη μέσα έβρισκε κανείς σύριγγες με το κιλό…Η «ξενάγηση» περιλάμβανε και μια σύντομη περιγραφή της «χωροταξικής» κατανομής της πλατείας κυρίως μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, οπότε και ήταν το «στέκι» μας, ως προς τον κόσμο που φιλοξενούσε στα παγκάκια και τα τοιχάκια της, τις μουσικές που έπαιζαν ζωντανά, τους σκεϊτμπορντάδες χαμηλά, μετά τους λάτρεις των δεκαετιών ’60 κι ’70, μετά τους «μεταλλάδες» – τα καλύτερα παιδιά – και ούτω καθ’ εξής…Ο Μ. τελικά δεν βρήκε το βιβλίο που έψαχνε στα βιβλιοπωλεία της πλατείας, εγώ πάλι βρήκα πολλά, ο Α. μας κέρασε μπύρες κι εγώ τους έδωσα δώρο σελιδοδείκτες, από αυτούς με τα αποφθέγματα σημαντικών συγγραφέων, ο Α. πρόλαβε και δήλωσε ότι «όλα τα αποφθέγματα είναι σαν να έχουν γραφτεί για τον ίδιο!» και κάπου εκεί, αποχωριστήκαμε. Τα μπαγκάζια είχαν γίνει πλέον βαριά κι έπρεπε κάπου να πάνε, εγώ σκεφτόμουν ρεπορτάζ και φωτογράφηση και είχα και πολύ δρόμο μέχρι το σπίτι. Τα παιδιά βγήκαν το βράδυ, με το Μ. υποσχεθήκαμε επανένωση διαδικτυακά. Όσο κατέβαινα Ναυαρίνου, σκεφτόμουν τι καλά θα ήταν αν έμεναν λίγες ημέρες ακόμη και πολλά πράγματα από την καθημερινότητα που είχαμε μοιραστεί για κάποια χρόνια, τα ξαναμοιραζόμασταν εδώ, με τη μισή και παραπάνω χαρά δική μου, που θα τους έδειχνα κι άλλο από τη Θεσσαλονίκη. Ίσως στην επιστροφή…
Τους ανέφερα ότι σκεφτόμουν να γράψω για τη βόλτα μας, για να φανεί η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια δύο επισκεπτών της, όπως την είδαν μέσα σε ένα απόγευμα. Δεν είχαν αντίρρηση, άρχισαν μάλιστα αμέσως να μου λένε διάφορα υπέροχα σχόλια, άλλα θετικά κι άλλα αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που τους «χάλασε» στη βόλτα και που ίσως αρκετοί Θεσσαλονικείς δεν προσέχουν πλέον τόσο συχνά, είναι τα απορρίμματα στο Θερμαϊκό. Αυτό που δεν περίμεναν και δεν μπορούσαν να υπολογίσουν και δικαιολογημένα, οι αποστάσεις από τη μια πλευρά του κέντρου στην άλλη. Αυτό που τους «τρέλανε» το ηλιοβασίλεμα και η βόλτα στην παραλία με τα καραβάκια της και όλες οι ενδιάμεσες στάσεις. Να σημειώσω ότι στη Μυτιλήνη ο ήλιος δύει πίσω από λόφους και βουνό και στην προκυμαία της δεν τον βλέπεις να «πέφτει» μέσα στη θάλασσα.
Αν προσθέσουμε και το φαγητό, τις ρακές και την άνεση που υπήρχε στο εστιατόριο όπου φάγαμε, ο Μ. και ο Α. έφυγαν ναι μεν πολύ κουρασμένοι, αλλά μάλλον «γεμάτοι».
Ίσως η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να γίνει λίγο πιο «φιλική» προς τους επισκέπτες της, όσον αφορά στον προσανατολισμό και στην καθοδήγηση μέσα στην πόλη με ειδική σήμανση. Αυτό το κατάλαβα ακόμη κι εγώ που, ναι μεν τη γνωρίζω από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά μου φάνηκε πως λείπουν ίσως αρκετά «ορόσημα» που θα μπορούσαν να βοηθήσουν έναν ξένο να περιηγηθεί πιο σύντομα στους δρόμους της. Το θετικό είναι ότι, πλέον, ένα ταξίδι στην Ευρώπη έχει γίνει πιο οικονομικό από το να πάει κανείς μέσω Αθηνών και ότι αν εξασφαλιστούν και φθηνότερες πτήσεις και πιο συχνή ακτοπλοϊκή σύνδεση με τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, οι επισκέψεις στην πόλη θα γίνουν πολύ περισσότερες και πιο συχνές…