«Διότι η Δημοκρατία δεν συγχωρεί αυτούς που από τα αξιώματα τους εκπέσανε»
Η Δημοκρατία δεν εκδικείται, η Δημοκρατία οφείλει να θυμάται όσους δεν την συμπαραστάθηκαν, όσους την πλήγωσαν, όσους ταγούς της καταπάτησαν τον όρκο τους.
Λέξεις: Μάκης Διάκος
Ο θάνατος μας ξεπερνά όλους. Η σιωπή και η προσευχή για τον αποθανόντα είναι η συνοδεία που αρμόζει την ώρα του αποχωρισμού. Σε αυτήν την αδιαμεσολάβητη σχέση δεν χωρούν σκοπιμότητες κανενός είδους.
Εν τούτοις τις τελευταίες μέρες ακούστηκαν πολλές φωνές της “Λογικής” που σπάσανε τη σιωπή τόσο στον κλειστό και ιδιωτικό χώρο του νεκρού όσο και στον δημόσιο χώρο των θεσμών και των αξιωμάτων. Για τον ιδιωτικό οικογενειακό χώρο δεν μας πέφτει λόγος, κάθε οικογένεια έχει τα πρότυπα της, τις παραδόσεις της, τα τελετουργικά της. Το κοσμοπολίτικο κομμάτι της φροντίδας του νεκρού δεν λείπει από κανένα πολιτισμό, από καμία οικογένεια. Στις περισσότερες δε περιπτώσεις ενυπάρχει και το θρησκευτικό τελετουργικό ενίοτε σπουδαιότερο του κοσμικού. Στους γνωστούς μας, η ματιά άθελα ή μη περιτριγυρίζει και σε αυτά τα θέματα. Στους αγνώστους μας, κυρίους στους επιφανείς πολίτες, ίσως να προκαλέσει και κάποιο σχόλιο μεταξύ μας. Μέχρι εκεί. Το σπάσιμο της σιωπής όμως στον δημόσιο χώρο αφορά κάθε πολίτη και αυτός με τη σειρά του οφείλει να δώσει τις πρέπουσες απαντήσεις τόσο στον εαυτό του όσο και σε αυτούς που προκαλούν την κουβέντα.
Τα επιχειρήματα αυτών που δεν σιώπησαν μπροστά στον εκλιπόντα ξεκινάνε με την ανωτερότητα της Δημοκρατίας, τη θεσμική ακεραιότητα της, την αστική ευγένεια, τον ανθρωπισμό, τα περί “άπαξ άναξ, εσαεί άναξ” και διάφορα περί πρώην αρχηγού κράτους και τις τιμές που του πρέπουν σε τέτοια περίπτωση. Μεταξύ αυτών των φωνών που έσπασαν τη σιωπή ήταν κι αυτή του γνωστού ποινικολόγου Αλ. Λυκουρέζου. Υπερασπίζεται με τη δική του “Λογική” το δικαίωμα του εκλιπόντος να κηδευτεί με τιμές πρώην αρχηγού κράτους, μιας και υπήρξε κάποτε τέτοιος, υπενθυμίζοντας μας παράλληλα την προσωπική φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα τους στη διάρκεια της νιότη τους. Βέβαια αρχηγός κράτους υπήρξε και ο πραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος και ο μετέπειτα Δ. Ιωαννίδης. Γι αυτούς όχι απλά δεν ζήτησε να έχουν παρόμοια τιμητική μεταχείριση αλλά τους μήνυσε ο ίδιος προσωπικά για τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης για το πραξικόπημα του 1967 και την εγκαθίδρυση της χούντας των συνταγματαρχών. Σύνολο 24 απόστρατοι αξιωματικοί. Για όσους θυμούνται η δίκη του μήνυση υπήρξε η αφορμή να ξεκινήσει η δίκη των πραξικοπηματιών. Ίσως αυτή η φιλία του με τον έκπτωτο βασιλιά να στάθηκε εμπόδιο στην μήνυση του καθώς δεν συμπεριέλαβε στους μηνυμένους και τον τότε κορυφαίο θεσμικό και συνταγματικό παράγοντα Βασιλιά Κων/νο Β’ ο οποίος ουσιαστικά συνεργώντας μαζί τους, όρκισε τους συνταγματάρχες και νομιμοποίησε το πραξικόπημα τους. Αυτή η παράβαση καθήκοντος του έκπτωτου βασιλιά δεν κρίθηκε ποτέ από την Ελληνική Δικαιοσύνη. Κρίθηκε μόνο Πολιτικά μετά από επτά χρόνια στο δημοψήφισμα του 1974 κι αυτό μόνο ως προς τον θεσμό της βασιλείας στο πολίτευμα κι όχι ως προς το πρόσωπο του βασιλιά, παρ’ ότι το αρνητικό αποτέλεσμα συμπεριέλαβε στην κρίση του κι αυτόν.
Σίγουρα δεν είναι η ώρα αυτές τις μέρες της σιωπής και της προσευχής να αποδοθούν στον αποθανόντα ευθύνες που δεν του αποδόθηκαν από τη Δικαιοσύνη σε όλον τον βίο του. Όμως όταν ζητούν κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες (πέραν του κου Αλ. Λυκουρέζου) να κηδευτεί ο εκλιπών και έκπτωτος βασιλιάς ως πρώην αρχηγός κράτους τότε δεν μπορείς να μην σκεφτείς πως όλοι οι υπαίτιοι της χούντας καταδικάστηκαν (έστω με χαρακτηρισμό του πραξικοπήματος ως στιγμιαίου αδικήματος ώστε η καταδίκη να περιοριστεί μόνο στους πρωταίτιους κι όχι σε όσους κατόπιν υπηρέτησαν το καθεστώς και τις ανομίες του) πλην του έκπτωτου βασιλιά ο οποίος την ίδια μέρα του πραξικοπήματος συνέργησε μαζί τους στην κατάλυση του πολιτεύματος καθώς τους όρκισε νομιμοποιώντας τους και μάλιστα φωτογραφήθηκε μαζί τους. Η στάση του εγγυητή του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας, ήταν στάση υπέρ της εγκαθίδρυσης της στρατιωτικής δικτατορίας (χούντα στα λατινικά) και στάση υπέρ της κατάλυσης της Δημοκρατίας.
Ένα πράγμα είχε να κάνει ως βασιλιάς, μια επιλογή, να αρνηθεί στο όνομα του Συντάγματος και του Ελληνικού Λαού να ορκίσει τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς. Δεν το έπραξε. Δεν δικάστηκε ποτέ γι αυτήν την πράξη του που εμπίπτει κι αυτή στο στιγμιαίο αδίκημα καθώς αυτό υπήρξε κομβικό σημείο εγκαθίδρυσης και νομιμοποίησης της δικτατορίας. Εξέπεσε αυτομάτως των καθηκόντων του και των αξιωμάτων του, δεν χωρά πλέον στο δημοκρατικό τόξο ούτε το στέμμα του ούτε το πρόσωπο του. Παραμένει ερώτημα γιατί η δικαιοσύνη του χαρίστηκε. Ίσως οι βασιλικοί οίκοι που θα παρευρεθούν αυτές τις μέρες στη χώρα μας για να τιμήσουν τον αποθανόντα συγγενή τους να τον προστάτεψαν από αυτήν την κατηγορία, ίσως επειδή δεν τον εμπεριείχε η μήνυση του φίλου του ως άμεσο συνεργό, ίσως γι αυτό δεν τόλμησε να έρθει στην Ελλάδα παρά μόνο μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια.
Η Δημοκρατία δεν εκδικείται, η Δημοκρατία δεν φοβάται, η Δημοκρατία οφείλει να θυμάται όσους δεν την συμπαραστάθηκαν, όσους την πλήγωσαν, όσους ταγούς της καταπάτησαν τον όρκο τους. Μόνος του εξέπεσε του αξιώματος του, αυτός ο ίδιος δεν το υπερασπίστηκε. Η Δημοκρατία δεν έχει καμία υποχρέωση να του το επιστρέψει μετά θάνατον.
Καλήν ανάπαυσην ας έχει.