Δυτικά της πόλης στερεότυπα
Tου Νίκου Τσιραμπίδη Θα θυμάστε το θρυλικό τραγούδι των Pulp “Common people” όπου ο φτωχός και ταλαντούχος Jarvis Cocker περιγράφει οργισμένος τη γνωριμία του, στο κολλέγιο τεχνών St Martins του Λονδίνου, με μια πλούσια ελληνίδα η οποία έχοντας περάσει μια πλουσιοπάροχη ζωή θέλει να ζήσει για λίγο σαν φτωχή γιατί είναι «cool». Το φαινόμενο του […]
Tου Νίκου Τσιραμπίδη
Θα θυμάστε το θρυλικό τραγούδι των Pulp “Common people” όπου ο φτωχός και ταλαντούχος Jarvis Cocker περιγράφει οργισμένος τη γνωριμία του, στο κολλέγιο τεχνών St Martins του Λονδίνου, με μια πλούσια ελληνίδα η οποία έχοντας περάσει μια πλουσιοπάροχη ζωή θέλει να ζήσει για λίγο σαν φτωχή γιατί είναι «cool». Το φαινόμενο του ταξικού τουρισμού (class tourism) περιγράφει αυτήν ακριβώς την συμπεριφορά, την επιθυμία δηλαδή ενός ατόμου να κάνει την ζωή κάποιων λιγότερο (ή και μη) προνομιούχων ανθρώπων τουριστικό αξιοθέατο, συνήθως χωρίς να ταυτιστεί με τα προβλήματα τους, πολλώ μάλλον με την επίλυση τους, απλά και μόνο για την ευχαρίστηση του. Όμως αν λάβουμε υπόψη την γκραμσιανή θεωρία της ψευδούς συνείδησης, τη θεωρία δηλαδή ότι πολλά άτομα βρίσκονται σε σύγχυση και θεωρούν ότι ανήκουν σε μια κοινωνική και οικονομική τάξη διαφορετική από αυτήν στην οποία ανήκουν πραγματικά, με αποτέλεσμα οι πολιτικές τους επιδιώξεις να μην είναι σύμφωνες με το πραγματικό τους συμφέρον αλλά με ένα άλλο υποκειμενικό, το φαινόμενο του ταξικού τουρισμού εκτός από χυδαίο μετατρέπεται και σε ανόητο. Πέρα απ’ την απλή ανοησία, ωστόσο, το φαινόμενο του ταξικού τουρισμού είναι αρκετά πιθανό να μην απαντάται καν σε άτομα που προέρχονται απο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά σε έναν κόσμο που φαντασιώνεται ότι ανήκει σ’ αυτά.
Στην σύγχρονη αντίληψη η δυτική πλευρά μιας πόλης έχει ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με τα χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα όπου βασιλεύει η μιζέρια, το μικροέγκλημα κάθε μορφής (το μακροέγκλημα εντοπίζεται σε πιο κεντρικά και υπεράνω πάσης υποψίας περιοχές) και η παρακμή. Από το West Side Story με τους blue collar workers, τη δεκαετία του ’60 (στην περιοχή Upper West Side της Νέας Υόρκης πραγματοποιήθηκαν σχεδιασμένες αλλαγές στον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής ώστε να αλλάξει τόσο η ποιοτική σύσταση του πληθυσμού όσο και η χρήση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου σε ένα -θα λέγαμε με την χρήση ενός μεταγενέστερου όρου- σχέδιο εξευγενισμού (gentrification)), μέχρι τη σύγχρονη Δυτική Θεσσαλονίκη όπου σύμφωνα με στερεοτυπικές αντιλήψεις οι κάτοικοι της ζουν υπό εξαιρετικά άθλιες συνθήκες τις υποβαθμισμένες ζωές τους. Είναι όμως έτσι;
Γεννήθηκα στο Φάληρο απέναντι από το Μακεδονία Παλλάς και τα τελευταία 20 χρόνια κατοικώ μαζί με την οικογένεια μου στην Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης η οποία με τη σειρά της κατοικεί εδώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολύ πριν το μεγαλοαστικό όνειρο εναποθέσει τη ματαιοδοξία του στα υπερτιμολογημένα οικόπεδα του Πανοράματος και πολύ πριν το νούμερο 7 μπει ως γραμμή σε αστικό του ΟΑΣΘ ( για την ιστορία η γραμμή 32 που εκκινεί πλέον από την Νέα Πολιτεία Ευόσμου τέθηκε σε λειτουργία το 1965). Άνθρωποι εργατικοί κατόρθωσαν μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες και διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα να σπάσουν τα δεσμά της κοινωνικής στασιμότητας και να επιτύχουν μια βιώσιμη για τους ίδιους και τον περίγυρό τους κοινωνική ανέλιξη, ανέλιξη που δεν πραγματοποιήθηκε επ’ουδενί στις πλάτες άλλων και που γνώρισε σε κάθε της στιγμή το μέτρο. Δεν ήταν οι μόνοι. Στην περιοχή αυτή χιλιάδες άλλες οικογένειες Eλλήνων και μεταναστών επέλεξαν να (συ)στεγάσουν τις ζωές τους και τις φιλοδοξίες τους για μια καλή ζωή. Περιοχές όπως ο Εύοσμος και η Νικόπολη γνώρισαν την έκρηξη της νεοαντιπαροχής, που επέτρεψε ο ξέφρενος τραπεζικός δανεισμός, ενώ στις πιο παλιές συνοικίες, όπως οι Αμπελόκηποι και η Σταυρούπολη, το αρχιτεκτονικό τοπίο παρέμεινε σχετικά στάσιμο. Δημογραφικά οι αλλαγές είναι ακόμη πιο περίπλοκες και τα στοιχεία περιορισμένα.
Εξίσου περίπλοκος όμως είναι και ο όρος Δυτική Θεσσαλονίκη αφού εμπεριέχει ένα μεγάλο μέρος περιοχών, με διαφορετικές ιδιότητες και χρήσεις που δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Για παράδειγμα στη Δυτική Θεσσαλονίκη τοποθετούνται, γεωγραφικά και εννοιολογικά, τόσο η Βίλκα, μια πραγματικά υποβαθμισμένη περιοχή χαμηλής αν όχι μη οικιστικής χρήσης και περιορισμένης βιομηχανικής, όσο και ο Εύοσμος μια περιοχή χωρισμένη χοντρικά σε δύο ζώνες, τον παλιό Εύοσμο και τον νεόδμητο, υψηλής οικιστικής χρήσης με 74.686 κατοίκους από όλα τα στρώματα. Είναι λογικό ένας όρος-ομπρέλα, που δεν επιτρέπει τη διάκριση, να προκαλεί σύγχυση η οποία με τη σειρά είναι όμως και αποτέλεσμα της μη επαρκούς γνώσης και ακόμη χειρότερα των στερεοτύπων που είναι μια σχετικά εύκολη λύση για όποιον αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να μάθει τι πραγματικά ισχύει. Θα μπορούσαμε να πούμε, για να συνδεθεί και με την αναφορά της πρώτης παραγράφου, ότι σε πολλές περιπτώσεις ορισμένα άτομα απαξιούν κιόλας για λόγους που είτε σχετίζονται με την γνωστική ασυνέπεια που συνεπάγεται η ακύρωσ;h της μέχρι αυτό το σημείο γνώσης τους είτε με άλλους πιο ειδεχθείς λόγους (…).
Συνήθως όταν βρεθώ σε παρέα από την Κεντρική ή Ανατολική Θεσσαλονίκη και ερωτηθώ πού μένω, η απάντηση «Ηλιούπολη» δημιουργεί έναν ελαφρύ τρόμο, πράγμα που βίωνε και η μητέρα μου ήδη από τη δεκαετία του ’80 όταν είχε την ίδια ηλικία. Ένα βράδυ, για παράδειγμα, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στην -από τον δήμο σχεδιασμένη- ανερχόμενη red light district έξω από τον Μύλο, η κατά τα άλλα απόλυτα συμπαθής παρέα μου ξαφνιάστηκε με το δικό μου ξάφνιασμα στη θέα των στούντιο γιατί θεώρησαν πώς όντας δυτικός μένω κάπου εκεί. Δεν ήταν η μόνη φορά. Ο λόγος είναι σχετικά απλός: στο μέσο μυαλό της «άλλης μεριάς» βρισκόμαστε γεωγραφικά σε ένα μέρος που φοβάσαι να κυκλοφορήσεις βράδυ και που όλοι είναι άνθρωποι που φυτοζωούν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο. Είμαστε και μακριά από το κέντρο, μόλις 5 λεπτά με το αυτοκίνητο( sic).
Στο ίδιο μοτίβο έκανε την εμφάνιση του στο parallaximag.gr ένα κείμενο για την ανάπλαση της Νέας Πολιτείας Ευόσμου στο οποίο ο συντάκτης αναφέρεται σε αυτήν με τον όρο «η Νέα Παραλία των “φτωχών”» όρο που ενδεχομένως χρησιμοποίησε χωρίς δόλο παίζοντας όμως άθελά του με εδραιωμένα στερεότυπα. Το να είναι βέβαια κάποιος φτωχός δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υποτιμητικό ή μεμπτό στοιχείο για κάποιον άνθρωπο αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάσταση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα των επιλογών του αλλά πολύ πιο σύνθετων παραγόντων. Το πρόβλημα έγκειται στη δημιουργία αβάσιμων συσχετισμών που προκαλούν συμπάθεια ή και λύπηση, η οποία αν μη τι άλλο προσβάλει την αξιοπρέπεια όσων τυγχάνει να γίνονται αποδέκτες της. Ακόμη πιο προβληματικό είναι να γινόμαστε εμείς οι ίδιοι φορείς των στερεότυπων που μας αποδίδονται και να τα αποδεχόμαστε είτε αυτά αφορούν τον τόπο διαμονής μας είτε άλλες επιλογές και ιδιότητες μας.
Και όχι δεν θίχτηκα με τον όρο “φτωχός”. Απλά με εκνευρίζουν τα στερεότυπα σε κάθε τους πιθανή μορφή.
Διαβάστε ακόμη: Γειτονιές στην άκρη της πόλης