Δείξε το πρόσωπό σου
Τελικά, μου λέει ο Μίνως, σηκώνοντας το κεφαλάκι του απ’ το λάπτοπ, κάναμε αυτό που χρόνια πολεμάγαμε: πήγαμε και φακελωθήκαμε μόνοι μας. Έλα, του λέω, δεν έπαθες και τίποτα επειδή οι τριακόσιοι δεκαπέντε φίλοι σου ξέρουν ότι σ’ αρέσει το «Καλά περνάω», άσχετα αν δεν ξέρουν τους λόγους (εγώ τους ξέρω). Με κοιτάει και βάζει […]
Τελικά, μου λέει ο Μίνως, σηκώνοντας το κεφαλάκι του απ’ το λάπτοπ, κάναμε αυτό που χρόνια πολεμάγαμε: πήγαμε και φακελωθήκαμε μόνοι μας. Έλα, του λέω, δεν έπαθες και τίποτα επειδή οι τριακόσιοι δεκαπέντε φίλοι σου ξέρουν ότι σ’ αρέσει το «Καλά περνάω», άσχετα αν δεν ξέρουν τους λόγους (εγώ τους ξέρω). Με κοιτάει και βάζει τα γέλια, δεν είναι αυτό το θέμα σοβαρεύει ξαφνικά αλλά κόβω την κουβέντα γιατί πρέπει να μαγειρέψω.
Αργά, πολύ αργά, το βράδυ ξανασκέφτομαι το facebook. Από τότε που ξεκίνησε η υστερία και πριν μεταβληθεί σε στοιχείο ταυτότητας (έχεις facebook; Αν δεν έχεις, πώς ζεις;) πολλοί και (α)διάφοροι μου την πέφτουν ν’ ανοίξω σελίδα. Αρνούμαι. Θεωρητικά, μπορώ να κατεβάσω ένα σωρό λόγους για να τεκμηριώσω αυτή μου την άρνηση, στην πραγματικότητα έχω μόνο έναν: βαριέμαι θανάσιμα τα σαλιαρίσματα και δη τα ηλεκτρονικά. Να την πούμε τη μαλακία, σκέφτομαι, αλλά να κοιταζόμαστε κιόλας. Κι άμα θέλουμε τραγούδι να το τραγουδήσουμε μόνοι μας. Φάλτσα; Φάλτσα! Να ξέρει κι ο απέναντι ότι με φάλτσο φλερτάρει, αλλά στο φάλτσο πάνω μετριέται η ειλικρίνεια του ανθρώπου. Άμα είναι να σου στείλω την Πρωτοψάλτη για να καταλάβεις σε τι κυκεώνα ζω, γάμησέ τα.
Ακούγομαι απόλυτος; Μπορεί. Αλλά και τους σχετικούς με το σπορ δεν τους πολυβλέπω να προκόβουν. Ομίχλη πέφτει στις αυλές τους και θολώνει ακόμα περισσότερο το ήδη θολωμένο βλέμμα τους. Ανεβοκατεβάζουν τραγουδάκια, γράφουν στον Τοίχο τους, δηλώνοντας παρόντες μπας και τους χάσει ο απέναντι τοίχος απ’ τα μάτια του και… ναι, σου λέω, με θέλει, αλλιώς γιατί να ανεβάσει την Πρωτοψάλτη; Ωραίος τρόπος να σπαταλάς το υστέρημά σου, λέω, αν δεν ξέρεις να ζεις με τα μάτια, με τα χέρια, το στόμα φάτσα φόρα. Ωραίος τρόπος, αν θες να ξεμάθεις τους άλλους οχυρωμένος πίσω απ’ την οθόνη σου που βουλιάζει, ψαρεύοντας πελάτες για το όποιο αταξινόμητο αίσθημά σου. Μ’ ακούει ο Μίνως βλοσυρός, πολύ μακριά το πας, μου λέει, αλλά το σκέφτεται.
Μερικές φορές, διασκεδάζω με τις ιστορίες εκεί μέσα όπως μου τις μεταφέρουν φίλοι μου. Ακίνδυνα (και ανόητα) ψέματα και fakeδιαθέσεις, δήθεν ψαγμένα στάτους και τσιτάτα του φραγκοδίφραγκου για να μείνει άλαλος ο άλλος με το δυσθεώρητο δείκτη της ευφυΐας τους, εκδηλώσεις που ανακοινώνουν ότι θα παραβρεθούν για να τους ψάξουνε, αλλά τελικά δεν πάνε για να λάμψουν με την απουσία τους (ναι, γιατί αν πήγαινες θα διέσχιζα τρέχοντας το πλήθος για να σε συναντήσω βουρκωμένος).
Στο φινάλε, κανείς δεν δείχνει να πιστεύει κανέναν, όλοι όμως τερματίζουν το πρόγραμμα παρηγορημένοι(;). Σκέφτομαι πόσο μόνος αντέχει να είναι κάποιος για να μιλάει χωρίς να κοιτάει, την ανάγκη να είναι παρών στη ζωή του ανακοινώνοντάς την σε γνωστούς και αγνώστους, τη χαρά του μπροστά στη συλλογή του από άδεια νοήματα… Άλλες φορές πάλι, προβληματίζομαι όταν ακούω ότι το facebook είναι το καλύτερο, αποτελεσματικότερο και ταχύτερο μέσο για να διαφημίσεις τη δουλειά σου. Αλλά – μου λέει η εμπειρία μου, που μπορεί να είναι και λειψή, δεν παίρνω όρκο- ποτέ δεν είδα το «μεγάλο κοινό» των χιλιάδων που μαθαίνουν από κει για μια δουλειά να παίρνει τα πόδια του και να πηγαίνει να τη δει από κοντά. Απλώς, κουβέντα να γίνεται.
Δεν ξέρω, μπορεί να ‘χω παραμεγαλώσει για ν’ αποθεώνω τα τρικ της νέας εποχής. Αλλά προτιμάω χίλιες φορές να μιλάω μόνος μου παρά να ψάχνω υστερικά να μιλήσω με κάποιον, που η ίδια γαμημένη αίσθηση ανεπάρκειας τυχαίνει να τον ξεβράσει μπροστά στον υπολογιστή του την ίδια στιγμή με μένα. Τι να κάνουμε τώρα, υπάρχουν και καράβια που πάνε κύμα κύμα, όχι οθόνη οθόνη. Κι αυτό, λέω στοn Μίνω, δεν είναι συμβουλή για κανέναν άλλο εκτός από μένα, να εξηγούμαστε. Αλλά ο Μίνως δεν απαντά, ούτε καν με κοιτάει. Του ‘χει έρθει μήνυμα.-