Δουλεύοντας για το νοίκι
Η μεγαλύτερη κρίση στέγης στη χώρα από τον ερχομό των προσφύγων του 22, τότε που χτίζονταν παραγκουπόλεις για να στεγαστούν οι απελπισμένοι, μεγαλύτερη ακόμα και από την βίαιη μεταπολεμική αστικοποίηση.
Κατάγομαι από μια φτωχή εργατική οικογένεια. Άνθρωποι που μετακόμισαν από το χωριό στην πόλη, στη δεκαετία του εξήντα για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή από τους προγόνους τους. Το όνειρο της αστικοποίησης, του περίφημου ”κεραμιδιού” πάνω από το κεφάλι έθρεψε τη δική τους γενιά. Τροφοδότησε την προσμονή. Την υπομονή. Τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο.
Θυμάμαι τους γονείς μου να βελτιώνουν χρόνο με το χρόνο τις συνθήκες κατοικίας. Ξεκινώντας από ένα πολύ μικρό και παλιό σπίτι στη Σταυρούπολη μετακόμισαν σε μια προσφυγική μονοκατοικία στην Τούμπα και αργότερα σε ένα ισόγειο ενός διώροφου με λιγότερα προβλήματα και περισσότερα έπιπλα για να φτάσουν στις αρχές του 70 σε ένα μικρό διαμέρισμα μιας νεόδμητης οικοδομής στον Άγιο Φανούριο, που τότε άλλαζε όψη με ορμή.
Ακολούθησαν τρία συνολικά σπίτια μέχρι να καταφέρουν με ένα δάνειο της Εργατικής Εστίας, να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Ήταν πια μεγάλοι άνθρωποι, είχαν ξεπαιδιάσει όμως η λαχτάρα για το περίφημο δικό τους σπίτι ήταν ακόμα άσβεστη.
Η γενιά τους, αλλά και η δική μου γενιά πρόταξε αυτή την ιδέα, την πάλεψε, την πέτυχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εντελώς άλλη οπτική από τις ίδιες γενιές στο εξωτερικό που θεωρούσαν ότι η στέγη ως ιδιοκτησία δεν τους αφορά.
Το σπίτι ήταν η αρχή μιας προκοπής. Όχι μια θηλιά στο λαιμό. Ήταν ο στόχος που επιτυχάνονταν και οι άνθρωποι προχωρούσαν παρακάτω στα υπόλοιπα ενός αξιοπρεπούς βίου.
Διάβασα χθες ένα σοκαριστικό στάτους ενός ανθρώπου που είναι λίγο μεγαλύτερος από μένα:
Νοιώθω να πεθαίνω σιγά, σιγά, δεν έχω υποστήριξη, δουλεύω πολύ και το ενοίκιο είναι το ήμισυ του εισοδήματος μου πάει στο νοίκι μου, έγραψε με απόγνωση στο fb.
Παρατηρώ κάθε μέρα τις κουβέντες των ανθρώπων, μοιάζουν δραματικές, αδιέξοδες. Η αγωνία για το πώς θα καλυφθεί ένα υποτυπώδες κατάλλειμα, που χρεώνεται 500, 600 ευρώ, ένα ερείπιο μιας πολυκατοικίας του 50, του 60 που κανονικά δεν θα έμενε εντός του άνθρωπος με την παρούσα συνθήκη, μοιάζει να είναι ο εφιάλτης των ανθρώπων σήμερα και η μόνη τους ελπίδα ταυτόχρονα. Το να εργάζεσαι για μια υποτυπώδη στέγη. Να τελειώνει το όνειρο εκεί.
Η μεγαλύτερη κρίση στέγης στη χώρα από τον ερχομό των προσφύγων του 22, τότε που χτίζονταν παραγκουπόλεις για να στεγαστούν οι απελπισμένοι, μεγαλύτερη ακόμα και από την βίαιη μεταπολεμική αστικοποίηση που περιγράφουν οι ταινίες και τα γραπτά ως την εποχή που έχτιζαν οι άνθρωποι λαθραία τις νύχτες τσαρδάκια στις παρυφές των πόλεων, είναι ο εφιάλτης του καιρού.
Κράτη ανάλγητα που αδιαφορούν μπροστά στην απόγνωση, που νοιάζονται μόνο για το κέρδος τεράστιων συμφερόντων στα χέρια των οποίων περνά γοργά πλέον η μικροϊδιοκτησία για να ναι σε λίγο οι απόλυτοι ρυθμιστές της αγοράς κατοικίας.
Μου περιέγραφε η Μαρία Βασιλάκου, αντιδήμαρχος για χρόνια στη Βιέννη πώς η Αυστριακή κυβέρνηση πρωτοστατεί στο να έχουν οι άνθρωποι σπίτια με ένα εντυπωσιακό πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας που δεν αφήνει κανέναν εκτός δικού του σπιτιού και την ίδια ώρα μου περιέγραφε ο Γιώργος Αρβανίτης που ζει χρόνια στο Παρίσι πώς πέριξ του περιφερειακού της γαλλικής πρωτεύουσας εκατοντάδες χιλιάδες απεγνωσμένοι μένουν σε φαβέλες.
Ανάμεσα στα δυο παραδείγματα μπορεί κανείς να βγάλει συμπεράσματα για το τι σημαίνει νοιάξιμο, κοινωνική πολιτική, ενσωμάτωση.
Το να δουλεύεις για το νοίκι είναι πια η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το τέλος του ονείρου.