Δυο μαχαίρια ως δείκτες του κοινωνικού ρολογιού
H διαπάλη με τον άλλο, η επικοινωνία και συγκοινωνία δύναται να αποτρέψει τη στρέψη του μαχαιριού προς τον εαυτό.
Υπάρχουν μυριάδες τρόποι, εκφραστικές οδοί, παράδρομοι γραπτοί και προφορικοί, αποδίδοντες την εκάστοτε κατάσταση όροι για να μιλήσουμε για τα ανθρώπινα και όχι μόνο, αλλά ας παραμείνουμε στα ανθρώπινα που μπορούν να αγκαλιάσουν και να αγκαλιαστούν από κάθε ανθρώπινη γλώσσα και ιδίωμα ακόμα και επίνευση ή γκριμάτσα.
Κυκλοφορούν προικισμένοι εκεί έξω που βρίσκουν τις κατάλληλες γέφυρες και εκείνα τα συγκολλητικά υγρά να ενώσουν δυο και παραπάνω λέξεις, ώστε να αποτυπώσουν όσο το δυνατό καλύτερα, πιο εύστοχα κάτι που σκέφτονται -συνήθως σκεφτόμαστε- κάτι που βλέπουν -και σίγουρα όλοι έχουμε δει- για το γενικότερο κοινωνικό συλλογικό υφαντό που είτε όλοι κουβαλάμε είτε όλοι υφαίνουμε και κάποιοι το ξηλώνουν. Όχι σε βάρος μας, προς θεού, το δικό τους ξηλώνουν.
Πάνω σε αυτό το ξήλωμα και τους ανθρώπους «Πηνελόπη» που όμως δεν τα πάνε τόσο καλά στο «πλέξε», αλλά κυρίως στο «αυτό-ξήλωνε», ας τους πούμε ξηλωμένους, ρημαγμένους, ταπεινωμένους έχουν γίνει δυο κοσμοϊστορικές στάσεις που πραγματικά μοιάζουν να ανατρέπουν την αναπόδραστη, εκ της φύσεως της αστοχία και υποτέλεια του λόγου έναντι της σκέψης. Αυτή η κατάρριψη, η ανατροπή του κανόνα συντελέστηκε σε ελληνικά καλλιτεχνικά ύδατα, εν μέρει δηλαδή γιατί το ένα μάλλον γράφτηκε εν πλω και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τα μίλια, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος του σημείου. Μπορεί και αλλού να έχει καταγραφεί κάτι αντίστοιχο, ένα παγκόσμιο ρεκόρ καρφώματος του μαχαιριού στο κόκαλο, ένας από πάνω μέχρι κάτω άξονας συμμετρίας του κόσμου του έξω και του μέσα, ο οποίος περιβλήθηκε με χρυσάφι και κατέστη χρυσή τομή.
Το ακατόρθωτο αυτό έργο που δεν ορίστηκε ουδέποτε από πήχη, για να πούμε ότι τον ξεπέρασαν, ξεβράστηκε ζωντανό μέσα στον στιγμιαίο κόσμο της γραφής, έχοντας προηγουμένως ναυαγήσει στη σκοτεινή θάλασσα μιας σκέψης παιδεμένης. Μπορεί και να μην έγινε έτσι και όλα να έγιναν μέσα σε δυο στιγμές. Της σύλληψης και της γραφής της. Ποιοι είναι οι ακριβολογούντες εργάτες και οι εργατικοί ακριβολόγοι; Ένας ποιητής κι ένας στιχουργός.
Πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε άραγε για έναν άνθρωπο που οδηγείται, έχει φτάσει στο πλήρες αδιέξοδο, το οποίο ορίζεται με την ελαχιστοποίηση της διάθεσης για ζωή, που ,όμως, δεν επιθυμεί, που επέρχεται παρά τη θέλησή του και όχι λόγω κάποιας φλασιάς για ενσυνείδητο αποχαιρετισμό και εθελούσιο φευγιό από τις μέχρι τώρα αναπνοές. Βέβαια πάντα υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο, δηλαδή για να αυτοκτονήσει κανείς και σε αυτή τη περίπτωση ακροβατούμε και διαχωρίζουμε τη μια από την άλλη περίπτωση ανάλογα με το αν ο λόγος αποτελεί εξαναγκασμό, σπρώξιμο στο γκρεμό ή άλμα από ζήλια για τη θέα που απλώνεται στο άπειρο του θανάτου. Ο πρώτος δεν μπορεί -μακάρι να μπορούσε- να κάνει ένα βήμα πίσω και ο δεύτερος ορμά και κάνει ένα βήμα μπρος, ενώ και τα πίσω βήματα δεν του επιφυλάσσουν δα και κάτι κακό. Μένουμε στον πρώτο, τον άνθρωπο «αποτυχήμενη Πηνελόπη» που τώρα ξηλώνει τα ίδια του τα σωθικά.
Το πρώτο εκφραστικό χλάτσο που σημειώθηκε στο περιγραφικό καλάθι του ανθρώπου που δεν έχει πια στον ήλιο μοίρα και συνάμα ανακάλυψε αποτυπώνοντας και την αιτία για αυτήν την κατάσταση έγραψε ο Νίκος Καββαδίας με το ακριβόλογο μαχαίρι του στο Μαχαίρι του: «[…] κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου[…]».
Σε αυτό το ποίημα του, λέγοντας την ιστορία ενός μαχαιριού κι ενός επίδοξου καταραμένου αγοραστή του, αφού και το ίδιο, όπως πέρασε την ιστορία της ατσάλινης ζωής του με το οικόσημο και την άγκυρά του να γεμίζει αίμα μπηγμένο σε συζύγους σε αδερφούς, φέρει ένα δεδικασμένο μιας μοιραίας μοίρας, ώστε όπου κι αν πέσει με μαθηματική ακρίβεια κάπου να καρφωθεί. Όμως, αν δούμε αλλιώς το ροπή προς το φόνο που ‘’προικίζει’’ τον εκάστοτε κάτοχό ετούτο το μαχαίρι εδώ και τη συσχέτισή του με την απουσία μίσους προς τον έτερο και την απουσία αυτή καθεαυτή και την ορίσουμε ως πάθος, ως προς κοινωνικό ζουμί που βράζει, χωρίς το ζουμί αυτό να το βλέπουμε ως νομιμοποιητικό κάθε φόνου, γυναικοκτονίας, αλλά εντελώς διαφορετικά, ως μίσος, το οποίο συνεπάγεται ζώσα κοινωνικότητα, εμπλοκή στη ζωή, με συναναστροφές και πάθη, συμπλοκές με τον εαυτό και με άλλους, τότε μπορούμε να πούμε ότι μέσω του ποιήματος του Καββαδία ορίζεται το εξής: Ο άλλος ως ζείδωρη πηγή, κλείνοντας το μισό μάτι στις κεκλεισμένες θύρες του Σαρτρ. Ως το κριτήριο εκείνο, που λειτουργεί ως διαρκής βηματοδότης που κρατά για κάποιον ζωντανό το νόημα της ζωής του και δεν αφήνει να καταστεί μονήρης και δίχως προορισμό. Είναι η κοινωνική συναναστροφή κι όλα τα συμπαρομαρτούντα της αυτά που μας ορίζουν. Αν δεν έχει κανένα να μισεί ο κάτοχος του μαχαιριού, δηλαδή δεν έχει αισθανθεί ποτέ το μίσος ως απόληξη της εισέλευσης στον κοινωνικό και συλλογικό βίο, τότε υπάρχει κίνδυνος να το στρέψει στον εαυτό του.
Το μίσος μπορεί να έχει συστηθεί σε εμάς και πραγματικά να είναι ένα συναίσθημα που ανήκει στον κόσμο των κακών, ωστόσο δεν παύει να ξεφυτρώνει από ρίζες που ανήκουν στη σφαίρα του κοινωνικού, του συναναστρέφεσθαι και συνδιαλλέγεσθαι. Αν το αντικαθιστούσαμε με την αγάπη ή τη συμπάθεια, θα ήταν ακόμα πιο εμφανής αυτή η απουσία ως δια της αρνητικής απόψεως στοιχεία της θεμελίωσης της ζωής μας. Αφού κανέναν δεν αγαπώ στον κόσμο να το δώσω, φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου. Μόνο η διαπάλη με τον άλλο, η επικοινωνία και συγκοινωνία δύναται να δημιουργήσει το όποιο συναίσθημα και το συναίσθημα αυτό με μόνο κριτήριο την προέλευσή του δηλαδή την κοινωνικότητα είναι ικανό να αποτρέψει τη στρέψη του μαχαιριού προς τον εαυτό.
Ο μονήρης, που δεν είναι φορέας των παραπάνω συναισθημάτων και βιωμάτων, είναι σε ένα τέλμα, που ακόμα κι αν χρειαζόταν να μισήσει κάποιον, για να πειστεί ότι δεν έχει τελειώσει, δεν έχει κλείσει το λογαριασμό του με το κουρμπέτι αυτού του κόσμου, δεν βρίσκει. Το μίσος εδώ τίθεται ως συναισθηματική εσχατιά, ως τα τελευταία ελπιδοφόρα λόγια ενός γιατρού στους συγγενείς της ετοιμοθάνατης ψυχής. Δεν αποτελεί προτροπή να μισούμε τον άλλον, για να είμαστε ζωντανή, αλλά ως ύστατο κριτήριο ζωντάνιας. Έχει προηγηθεί η απουσία της αγάπης, του νοιαξίματος είτε από είτε προς τον άλλον. Τελείωσε το απόθεμα των καλών ενορμήσεων και τώρα ο φορέας το μαχαιριού θα κριθεί στο τελευταίο οχυρό. Αν είναι ακόμα κοινωνικά ζωντανός, ακόμα και με απόδειξη το μίσος, τότε ας το πάρει το μαχαίρι, διότι ακόμα δεν διατρέχει κίνδυνο να το στρέψει στον εαυτό του. Θα διαπιστώσει, αν κοιτάξει εντός του και δει το μίσος κρυμμένο, ότι υπήρξε με κοινωνική υπόσταση, η οποία ακόμα κάπου είναι χωμένη, βαστάει κι αναπνέει.
Το ίδιο νήμα πιάνει και μέγιστος στιχουργός μας Πυθαγόρας στο τραγούδι «Και Φούμα-Φούμα» και συγκεκριμένα στο στίχο: «[…] κι αφού και το κρασί πια δεν με ζάλιζε, στα μάτια μου ένα μαχαίρι γυάλιζε […]». Πάλι εδώ έχουμε να κάνουμε με τον ορισμό ενός ορίου προς την κοινωνική τελευτή. Εδώ βέβαια έχουμε δυο όρια, με το αλκοόλ για την ακρίβεια να παρουσιάζεται ως ένα ανάχωμα πριν την κατάληξη και την υπέρβαση του νοηματοδοτικού ορίου. Ο πλάνης που ανάμεσα σε Καλλίπολη και Τζάνειο δεν βρήκε το Θεό τον επουράνιο, έχει δοκιμάσει τόσα πράγματα έχει περιπλανηθεί και παραπλανηθεί με τα σέρτικα τσιγάρα, τώρα δεν εντοπίζει κάτι να κοχλάζει στην κοινωνική του υπόσταση. Ήπιε τόσο κρασί, βυθίστηκε τόσο μέσα στο αλκοόλ, αναζητώντας το λυτρωμό της συναισθηματικής του απουσίας και του τι πήγε λάθος, που πια ούτε στη μέθη βρίσκει το νόημα. Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης στο «Περί μέθης» ότι σε αντίθεση με το πίνειν, το μεθάν, δεν έχει ως σκοπό τη διασκέδαση, την πόση προς την τέρψη, αλλά τη μέθη ως σκοπό. Εξού και δεν αποκαλείται πότης, αλλά μέθυσος αυτός που πίνει με αυτό το σκοπό. Εδώ προφανώς κι εντοπίζεται μια θεμελιώδης διαφορά, αλλά και ένα αβυσσαλέο χάσμα της κοινωνικότητας του εκάστοτε ποτηροκρατούντα, μια απόσχιση από την κοινωνική συνήθεια του πίνειν και εν γένει της κοινωνικότητας. Ο μέθυσος βρίσκει και βαφτίζει ως άλλον την ουσία στο ποτήρι του, οπότε ήδη έχει λάβει τις αποστάσεις του. Μέσα σε αυτό το σχήμα, ο μέθυσος δεν είναι απαραίτητο ότι τις έχει λάβει αυτοβούλως, αλλά είναι πιθανόν οι αποστάσεις αυτές να έχουν επιβληθεί από την κοινωνία των άλλων ως ασφαλιστικά μέτρα, σαν να τον έκαναν πέρα οι άλλοι. Ο στιχουργικός ήρωα του Πυθαγόρα, ούτε Θεό βρήκε, αλλά ούτε και τη ζάλη που κατέφευγε πάντα ως δίχτυ προστασίας από τη συναισθηματική εσχατιά που ξεκίνησε από την ντροπή που δεν την χώραγε.
Σαν το βαριά άρρωστο που δεν τον πιάνει πια η αντιβίωση, σαν τον υποφέροντα από τον πόνο, που δεν του απαλύνει το άλγος ούτε η μορφίνη. Κι εδώ η αρρώστια και ο πόνος εμφανίζονται ως η απουσία της αναζητούμενης κοινωνικότητας ή για να το πούμε αλλιώς οι ενδείξεις έστω της ικανότητας για λίγες μυτιές κοινωνικού οξυγόνου.
Στη δεύτερη περίπτωση βέβαια, αυτή του Πυθαγόρα έχουμε μια σαφή αιτία, που οδηγεί τον μέθυσο στον κοινωνικό αποκλεισμό και στο γλυκοκοιτάζειν το μαχαίρι. Όπως και να έχει όμως έχουμε και στις δυο εκδοχές μια διερρηγμένη σχέση του ήρωα με τους άλλους και την κοινωνία , μια μπλοκαρισμένη είσοδο και ένα κλειστό βατήρα προς τη θάλασσα των συνανθρώπων, που καταλήγει αυτή ως αίτιο της σκέψης περί αυτοχειρίας. Ένα λουσμένο βενζίνη φυτίλι κάτω από έναν ατσούμπαλο ζογκλέρ πυρσών.
Το ότι ο Πυθαγόρας με το Χρήστο Νικολόπουλο μας δώρισαν ένα βαθιά λαϊκό τραγούδι, με λαϊκό ήρωα σε λαϊκές γειτονιές με λαϊκές συνήθειες και προβλήματα είναι θέσφατο αναντίρρητο. Όμως, η ποίηση του Καββαδία ακόμα κι αν δεχθούμε, αν και προσωπικά διαφωνώ, ότι δεν φέρει έναν λαϊκό χαρακτήρα, ο μέγιστος Θάνος Μικρούτσικος με τη μελοποίησή του γενικά στον Καββαδία και ειδικά στο συγκεκριμένο ποίημα, το καθιστά λαϊκό όχι με την έννοια της κατάταξης στο μουσικό είδος, αλλά με την έννοια της μετατροπής αυτού σε προσιτό προς όλους και άρα κατά αυτόν τον τρόπο λαϊκό. Άλλωστε, αυτό δεν κάνει η μουσική; Τολμά κανείς να ξεστομίσει ότι απευθύνεται η μουσική σε ορισμένους μόνον; Θέλει κάποιο τραγούδι ή μια μελωδία προηγούμενη πνευματική και μορφωτική προπόνηση, ώστε να γίνει κάποιος κοινωνός τους και μέτοχος στα ανεξάντλητα στις ψυχικές θυρίδες που διαθέτει η μουσική στις τράπεζες των νοτών της και των τάστων της;
Δεν είναι ανάγκη, λοιπόν, πάντα να μιλάμε για την κοινωνικότητα με παραδείγματα αρχαίων φιλοσόφων, με συστημικές ερμηνείες της πλατωνικής αδικίας, λέγοντας πως για να είμαστε άδικοι πρέπει να είμαστε εντός μιας κοινωνίας και αυθαίρετα να συμπεραίνουμε πως επειδή εκ φύσεως άδικοι, άρα και φύσει κοινωνικοί, ούτε να επιστρατεύουμε το οικονομικό παράδειγμα του Ροβινσώνα Κρούσου και να το βάζουμε στα καλούπια της κοινωνικότητας. Μπορούμε απλά να πέσουμε πάνω σε μια θεωρία που δεν λειτουργεί με τους όρους απόδειξης των επιστημών, αλλά τίθεται και παρουσιάζεται σε κομμάτια δίσκων, σταθμούς ραδιοφώνων, μελοποιημένα ποιήματα και στροφές που γράφτηκαν πάνω σε καταστρώματα ή σε άγνωστες ακτές, που μας λένε επίσης ότι η αυτοκτονία δεν αφορά λίγες στριφνές γραμματιζούμενες διάνοιες ή αποκλειστικά ψυχιατρικά πάσχοντες, αλλά τον λαό, τον άπαντα.
Κυρίως, όμως, όλες μα όλες ανεξαιρέτως οι θεωρίες και τα κοινωνικά μας βάσανα εντοπίζεται εκεί έξω και είναι πρωτίστως λαϊκά, ακόμα και αυτά που μιλούν για τους μη κοινωνούς, διότι η κοινωνία και η κοινωνικότητα είναι οι αρχιτέκτονες των αξόνων μας και πάνω σε αυτή τη σχέση γινόμαστε ζογκλέρ που παίζουν αυτή τη φορά όχι με πυρσούς, αλλά με μαχαίρια.