Έχει έρθει όντως ο καιρός;
Η διαιώνιση των κακοποιητικών συμπεριφορών και η έλλειψη ουσιαστική στήριξης, αποτελούν τροχοπέδη στη προοπτική τα παθόντα άτομα να μιλήσουν ή να καταγγείλουν το εκάστοτε περιστατικό βίας.
«Έχει έρθει ο καιρός το αίσθημα ντροπής και ενοχής να μην βαραίνει τα θύματα, αλλά τους δράστες.» – Ε.Χ.
Η καταγγέλλουσα έπειτα από την παράνομη δημοσιοποίηση των προσωπικών της στοιχείων, ανάρτησε στη facebook σελίδα της ένα επεξηγηματικό κείμενο δημόσιας τοποθέτησης. Η ίδια μεταξύ άλλων ανέφερε πως προέβη σε καταγγελία για αδικήματα του βιασμού και της σωματικής κακοποίησης. Ακολουθώντας το πρωτόκολλο των περιπτώσεων αυτών, εξετάσθηκε την επόμενη ημέρα του συμβάντος από την ιατροδικαστική υπηρεσία στις Βρυξέλλες. Η παθούσα ακολούθησε κατά γράμμα από ότι συνάγεται από τα δημοσιοποιημένα στοιχεία την απαραίτητη σειρά ενεργειών, ώστε η στοιχειοθέτηση της καταγγελίας να της να γίνει ισχυρά τεκμήρια.
Πέραν όμως των ιατρικών πορισμάτων, σημαντική κρίνεται και η μαρτυρική κατάθεση της εκάστοτε καταγγέλλουσας. Το βιωματικό κομμάτι της παραβιαστικής- κακοποιητικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα ισχυρό τεκμήριο σωματικού και ψυχικού τραύματος. Συχνά υπάρχει η ρητορική ότι η εκάστοτε καταγγέλλουσα, μπορεί να εφορμά από προσωπικά κίνητρα εκδίκησης, οικονομικού οφέλους, προβολής κτλ. Αυτά είναι τα επιχείρημα, -αν μπορούμε να τα λάβουμε ως τέτοια-, συχνά τόσο των συνηγόρων της υπεράσπισης της κατηγορίας, όσο και ανθρώπων στο δημόσιο διάλογο, οι οποίοι αποδίδουν την καταγγελία σε υπόγειες επιδιώξεις. Το προσωπικό κίνητρο είναι η εκδίκηση, ο εξευτελισμός και η καταστροφή του επιφανούς ή μη ανθρώπου και όχι το πρωτεύον δηλαδή η διεκδίκηση από το κράτος δικαίου της απονομής δικαιοσύνης!
Ακόμη, και αν επί των συνολικών υποθέσεων υπάρχουν αυτές οι περιπτώσεις, με τη σειρά τους κάτι δηλώνει η πράξη αυτή για τα άτομα, αλλά αυτό αποτελεί θέμα για χωριστή ανάλυση. Αυτό που έχει σήμερα σημασία είναι πως προβάλλοντας αυτές τις μειωτικές απόψεις και τις μεμονωμένες περιπτώσεις, η υποτίμηση του φαινομένου εξακολουθεί να λαμβάνει χώρα. Η διαιώνιση των κακοποιητικών συμπεριφορών και η έλλειψη ουσιαστική στήριξης, αποτελούν τροχοπέδη στη προοπτική τα παθόντα άτομα να μιλήσουν ή να καταγγείλουν το εκάστοτε περιστατικό βίας.
Τον περασμένο μήνα, οκτώ του Μάρτη «γιορτάζαμε» ,-αν και η διεθνής ημέρα της γυναίκας δεν αποτελεί ημέρα γιορτής-, αλλά ημέρα αγώνα και διεκδίκησης, με εκδηλώσεις και δράσεις σε όλη την ελληνική επικράτεια κα το εξωτερικό, τη γυναίκα. Και έπειτα; Το κενό. Κάθε φόρα με αφορμή ένα νέο περιστατικό βίας, οι ριζωμένες τοξικές αντιλήψεις αναδύονται και δρουν σαν φαρμάκι για όλη την κοινωνία. Άλλωστε, όλες αυτές οι διεθνείς ημέρες δημιουργήθηκαν ως ημέρες υπενθύμισης για ένα φαινόμενο ή την προστασία μιας αόρατης κοινωνικά πληθυσμιακής ομάδας.
Άκουσα χθες σε μια εκπομπή την έξης φράση και ένιωσα κάπως άβολα: «τη γυναίκα δεν την χτυπάμε ούτε με τριαντάφυλλο» , ότι συζητάτε αν κάνει ή όχι να χτυπάμε μια γυναίκα με ένα «λουλούδι», μου προξενεί αρνητική αίσθηση κυρίως ως προς τα υπόρρητα μηνύματα που περνούν, μέσω τέτοιων ρήσεων. Αυτή η ρητή ή και υπόρρητη διακριτική μεταχείριση τω γυναικών επί τη βάσει μιας ανύπαρκτης ευαλωτότητας συντηρείται, ώστε να διαιωνίζει η πατριαρχική πεποίθηση της ανάγκης προστασίας των γυναικών από τους «ισχυρούς» άνδρες. Το μήνυμα που περνά με τον έναν ή άλλον τρόπο είναι πως οι γυναίκες είναι ευάλωτες και ανεπαρκείς, άλλα αυτό είναι ένας ακόμη καλοσυντηρημένος μύθος, καθώς ευάλωτοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι και η αποχή από τη βία ισχύει καθολικά. Οι γυναίκες, όμως, δεν αποτελούμαστε από μια ιδιότητα, είμαστε και δυναμικές, επιτελούμε καθημερινά τόσους πολλούς και διαφορετικούς ρόλους, οι οποίοι θάφτηκαν ή δεν αναδείχθηκαν ποτέ, καθώς η προβολή και η ταύτιση της γυναίκας με συγκεκριμένες ιδιότητες, της σωματικής και ψυχικής ευαλωτότητας, η οποία βεβαία ακόμη και σήμερα αποδίδεται ως αδυναμία, αποτέλεσε ανά τους αιώνες όχημα επιβολής της πατριαρχικής θέσμισης.
Ενώ, ρητά προτρέπουμε τα άτομα να μιλήσουν, να μην φοβούνται, με τις πράξεις μας αναιρούμε τις αξιόλογες καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, οι οποίες συχνά προέρχονται και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οφείλουμε να επιλέξουμε συνειδητά τι είδους κοινωνία θέλουμε να είμαστε: όχι για το μέλλον, αλλά για το παρόν! Εάν επιθυμούμε να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι της βίας και να σταθούμε δίπλα σε ανθρώπους που μας έχουν ανάγκη!
Η καταγγέλλουσα μπορεί να είχε θεωρητική γνώση του νομικού πλαισίου, αλλά η προσωπική εμπειρία πρέπει να είναι τελείως διαφορετική: επίπονη και δύσκολη διαδικασία παρόλα ταύτα επέλεξε τον δρόμο αυτόν και να τον βαδίσει μόνη της! Αναρωτιέμαι το προσωπικό φορτίο που επωμίστηκε όλο αυτό διάστημα τη ντροπή, τη θλίψη και κυρίως την επεξεργασία του ίδιου του βιώματος. Ο δευτερογενής επανατραυματισμός της με την παράνομη δημοσιοποίηση των προσωπικών στοιχείων αποδεικνύει την ουσιαστική έλλειψη προστατευτικού πλέγματος για τα άτομα που έχουν υποστεί κάποια παραβιαστική-κακοποιητική συμπεριφορά. Επίσης, άηθες είναι και το επιχείρημα ότι η ίδια προέβη σε καταγγελία για πολιτικούς λόγους, ενώ είχε προσφύγει στις βελγικές αρχές το 2020, δηλαδή τρία χρόνια πριν! Ακόμη, και στα εχθρικά βλέμματα θα πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο όριο σεβασμού!
Επί του ουσιαστικού σκέλους της υπόθεσης ισχύει αυστηρά η μυστικότητα του φακέλου, συμφώνα με την ποινική δικονομία του βελγικού δικαίου. Όμως, αυτό που άξιζε να τονιστεί αφορά το κομμάτι της προστασίας της καταγγέλλουσας και του σεβασμού της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής, ως άμεσης απόρροιας των γενικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 , 9Α και 9 παρ. 1 του Συντάγματος και των ειδικών νομοθετικών κειμένων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (Κανονισμός Προσωπικών Δεδομένων ΕΕ 2016/679), συνδυαστικά με την προστασία των στοιχείων υπόθεσης που βρίσκεται στάδιο προανάκρισης.
Η άρση της ασυλίας του ευρωβουλευτή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα ποινικής δίωξης, εφόσον βέβαια προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Η ύπαρξη της βουλευτικής ασυλίας δρα ανασταλτικά σε πιθανές ποινικές διώξεις, λόγω της θεσμικής ιδιότητας. Η γενικότερη συζήτηση που έχει πυροδοτήθηκε αυτές στις μέρες με το ποιες «κατηγορίες» ανθρώπων είναι εν δυνάμει κακοποιητές ή βιαστές έχει τεθεί σε λανθασμένη βάση, καθώς η άσκηση βίας σχετίζεται με την ανάγκη εξουσίασης του έτερου προσώπου και όχι με τα εξωτερικά του ατόμου. Αποτελεί μια ενόρμηση επιβολής. Το Ευρωκοινοβούλιο οφείλει ως ένα θεσμικό όργανο διεθνούς εμβέλειας να διασφαλίσει και να προωθεί ουσιαστικά την ισότητα και το σεβασμό των φύλων πρώτα εντός των τειχών του, ώστε να ακολουθήσουν το ανάλογα παράδειγμα και τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη! Έχουμε ανάγκη πρακτικής εφαρμογής όσων διακηρύσσονται, έχουμε ανάγκη υγιών παραδειγμάτων!