Έχω έναν καημό

Της Όλγας Ταμπουρή  Τη γειτονιά γύρω από τις οδούς Βαλαωρίτου και Συγγρού την περπατούσαμε κάθε Κυριακή με τον καλό μου πριν περίπου 7 χρόνια όταν ο καιρός το επέτρεπε και ξεψαχνίζαμε με τα μάτια τις ομορφιές της στα υπέροχα -ωστόσο εγκαταλελειμένα κτίρια της- απομεινάρια περασμένων αιώνων, όπως η έπαυλη της οικογένειας Αλλατίνη, χαρακτηριστική αστική κατοικία […]

Όλγα Ταμπουρή
έχω-έναν-καημό-8045
Όλγα Ταμπουρή
20110514_valaoritou_blog.jpg

Της Όλγας Ταμπουρή 

Τη γειτονιά γύρω από τις οδούς Βαλαωρίτου και Συγγρού την περπατούσαμε κάθε Κυριακή με τον καλό μου πριν περίπου 7 χρόνια όταν ο καιρός το επέτρεπε και ξεψαχνίζαμε με τα μάτια τις ομορφιές της στα υπέροχα -ωστόσο εγκαταλελειμένα κτίρια της- απομεινάρια περασμένων αιώνων, όπως η έπαυλη της οικογένειας Αλλατίνη, χαρακτηριστική αστική κατοικία των αρχών του 1900, αλλά και τις στοές και τα κτίρια της πρόσφατης βιοτεχνικής ιστορίας έτοιμης να κλείσει το κεφάλαιο της στην πόλη μας.

Τις μέρες: κουμπιά, κορδέλες, φόδρες, ρέλια, στριφώματα και ποδόγυροι στα χέρια των ραφτάδων ανέπνεαν τόσο στα ισόγεια όσο και στους ορόφους των γύρω κτιρίων.

Τις νύχτες: μερικά τζάνκια, κάτι ισχνές, περιπλανώμενες γάτες που έψαχναν –σχεδόν άσκοπα- για τροφή και χάδια, και οι λιγοστοί θαμώνες των δύο μπαρ που υπήρχαν στην περιοχή έδιναν το στίγμα ζωής στους σκοτεινούς κατά τα άλλα δρόμους.

Κάθε φορά η βόλτα μας είχε τα ευρήματά της και οι ονειροπωλήσεις για εγκατάστασή μας στην ιδιαίτερη αυτή γειτονιά εντείνονταν σε βαθμό εμμονής.

Πριν τρία χρόνια καταφέραμε να μετακομίσουμε οικογένεια και γραφείο σε έναν πρώην βιοτεχνικό χώρο που μετατρέψαμε με αγάπη στον δικό μας προσωπικό χώρο, κρατώντας κάποια στοιχεία του «πρότερου βίου» του να μας θυμίζουν την καταγωγή του.

Φίλοι και γνωστοί αναρωτιόντουσαν πώς θα ζω ως «φρέσκια» μητέρα με τον άνδρα μου να διδάσκει τη μισή βδομάδα σε άλλη πόλη, μόνη σε μια οικοδομή που μετά τις 4 το απόγευμα νεκρώνει, σε μια γειτονιά σκοτεινή με «περιθωριακούς».

Δεν πρόλαβα να ανησυχήσω, να «φοβηθώ», ούτε καν να συνηθίσω τον αέρα της νέας μας γειτονιάς και βρεθήκαμε να ξενυχτάμε οικογενειακώς από την ένταση πολλών και διαφορετικών ρυθμών που συνέθεταν έναν κακό και ανυπόφορο ήχο! …κι ας ήταν αυτό μόνο…

Η ιδιαίτερη και παρακμιακή ομορφιά της νέας μου γειτονιάς μεταμορφώθηκε σχεδόν εν μια νυκτί: Η περιοχή γέμισε από καφε-μπαρ κι έγινε πολυσύχναστη από ένα πλήθος νέων που ξεχύνει την ενέργειά του αδειάζοντας μπόλικα μπουκάλια μπύρας μέχρι πρωί. Στις οδούς Βαλαωρίτου και Συγγρού γίνεται πλέον το αδιαχώρητο κάθε βράδυ.

Τα εμπορικά καταστήματα με κουμπιά, κορδέλες και υφάσματα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, προς μεγάλη χαρά των ιδιοκτητών τους που βλέπουν την περιουσία τους να «ανθίζει», τα νοικιάζουν πλέον αδρά μόνο σε όσους σκέφτονται να τα χρησιμοποιήσουν ως μπαρ, καφέ ή σουβλατζίδικα.

Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να πριμοδοτήσουν την όλη κατάσταση και να βαπτίσουν τη γειτονιά το «Σόχο» της Θεσσαλονίκης εξωραΐζοντας ταυτόχρονα τις αναδυόμενες παραβατικές συμπεριφορές* των ιδιοκτητών μπαρ με απώτερο σκοπό να κερδίσουν κανένα τεταρτάκι της σελίδας διαφήμιση.

Σε αντίστιξη της αφόρητης –κατ’εμέ- κατάστασης, η περιοχή μέσα στα χρόνια αυτά άρχισε –κυρίως λόγω των φθηνών ενοικίων- να φιλοξενεί στα σπλάχνα των κτιρίων της καλλιτεχνικές και άλλες δημιουργικές ομάδες, δίνοντας παράλληλα ένα αλλιώτικο στίγμα από αυτό της εμπορευματοποιημένης «νύχτας» και αναδεικνύοντας αυτό που η περιοχή από νωρίς «φώναζε» κι έπρεπε να είχε δρομολογηθεί αντίστοιχα με την προτροπή και τη βοήθεια της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρόκειται για μια περιοχή που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά για να γίνει ένα δημιουργικό καταφύγιο, μια μήτρα που θα φιλοξενεί, θρέφει και γεννά δημιουργικές δυνάμεις. Περιθωροποιημένες ή/και ερημωμένες γειτονιές έχουν γίνει επιτυχώς δημιουργικά περιβάλλοντα- μοντέλα ανάπτυξης σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις -κυρίως περιφερειακές πόλεις- όπως ορίζεται και η πόλη της Θεσσαλονίκης. Μια εξέλιξη που θα έδινε την ώθηση να αναπτυχθεί η λεγόμενη “δημιουργική οικονομία”, γεγονός που θα συντελούσε στη συνολική ανάπτυξη της πόλης και θα μπορούσε δυνητικά να προσδώσει σε αυτήν επιπλέον χαρακτηριστικά που θα λειτουργούσαν και ως τουριστικά δέλεαρ προσέγγισης ταξιδευτών που αναζητούν εναλλακτικές, δημιουργικές όψεις του κόσμου αυτού.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται και ως παραλήρημα μιας ταραγμένης περιοίκου, νομίζω όμως πως αν μοιραστώ τον καημό μου θα βρω συμμάχους στην ιδέα της συσπείρωσης και ενεργητικής δραστηριότητας δημιουργικών δυνάμεων στην περιοχή, αλλά και ανάπτυξης δεσμών – συνεργασιών ανάμεσα σε ανθρώπους της τέχνης, των επιχειρήσεων της μέρας ή της νύχτας.

…και τα μπαρ δε θα φαντασιωνόμουν να κλείσουν, αλλά θα περίμενα να κάνουν οι άνθρωποι τη δουλειά τους σεβόμενοι όμως τους νόμους και τους συμπολίτες τους. Αυτός ο καημός του σεβασμού των νόμων και των πλησίων είναι και ο μεγαλύτερος…

Το βίντεο αυτό τραβήχτηκε χθες τη νύχτα. Είναι αποκαλυπτικό του τι συμβαίνει στην περιοχή κάθε νύχτα. Η αστυνομία που εκλήθη παρατηρούσε την κατάσταση αμέτοχη από την Εγνατία. 

 

 

To βίντεο τράβηξε ο Θανάσης Μπάμπαλης συνοδεύοντας το από το εξής σχόλιο:

”Ξεκίνησε η σεζόν! άρχισαν τα κατουρήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας μας, τα κουτάκια μπύρας στα αυτοκίνητα, η ξέφρενη μουσική στη διαπασών, τα ξενύχτια από τα παιδιά μας που το βρίσκουν λίγο δύσκολο να κοιμηθούν, και οι μπουνιές στο δρόμο από μεθυσμένα παιδιά… και όλα αυτά γιατί κάπου πρέπει να εκτονωθεί η νεολαία σήμερα (στα χέρια των μπάρ manager) που έ… ξέρουν αυτοί…”

 

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα