Parallax View

Σε ποιον ανήκουν οι μέρες μας;

Ο Πάολο Σορεντίνο «γειώνει» την εξουσία και ρωτά: υπάρχει ακόμη χάρη στην πολιτική - Γράφει ο Μιχάλης Μαλανδράκης

Parallaxi
σε-ποιον-ανήκουν-οι-μέρες-μας-1388635
Parallaxi

Λέξεις: Μιχάλης Μαλανδράκης

Στο La Grazia, ο Σορεντίνο συνομιλεί, επιτέλους, με την Υπέροχη Ομορφιά, αναζητώντας τώρα τον ορισμό μιας άλλης λέξης — εκείνης που εκλείπει εκκωφαντικά και παγκόσμια από όσους αποφασίζουν για τις μέρες μας.

Αυτή τη φορά παρακολουθούμε τους τελευταίους έξι μήνες διακυβέρνησης του προέδρου της Ιταλίας, Μαριάνο ντε Σάντις.

Ο Μαριάνο, πρώην δικαστής και ένθερμος υποστηρικτής του νόμου και του δικαίου, έχει εκδώσει ένα ογκώδες σύγγραμμα για τις λεπτομέρειες της νομοθεσίας. Είναι αυστηρός τηρητής του Συντάγματος και γνωστός με το παρατσούκλι «Μπετόν αρμέ».

Η κόρη του, επίσης νομικός και στενή του συνεργάτιδα, τον κατηγορεί για τον δισταγμό του να εγκρίνει έναν νόμο για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και να αποφασίσει αν θα δώσει χάρη σε δύο υποθέσεις: μια γυναίκα που σκότωσε τον κακοποιητικό σύζυγό της και έναν άνδρα που σκότωσε τη γυναίκα του, η οποία έπασχε από Αλτσχάιμερ.

Έως εδώ ο Μαριάνο ντε Σάντις μοιάζει γεμάτος σκληρές βεβαιότητες· όμως ο Σορεντίνο αυτή τη φορά θέλει να παρουσιάσει —ή καλύτερα, να προτείνει— ένα διαφορετικό προφίλ ηγέτη.

Γι’ αυτό και η πλευρά του Μαριάνο δεν σταματά εκεί.

Ο Μαριάνο, κάθε φορά που καπνίζει —και καπνίζει συχνά— θυμάται τη σύζυγό του, την Αουρόρα, που πέθανε πριν από οκτώ χρόνια. Δεν το έχει ξεπεράσει ποτέ. Του λείπει κάθε μέρα.

Θυμάται την πρώτη φορά που την είδε, σαν χθες.

Χρειάζονται ελάχιστες λέξεις για να ειπωθεί πώς ξεκίνησε μια μεγάλη αγάπη:

«Εδώ ζούσα εγώ. Και από εδώ πέρασες εσύ.»

Ο Μαριάνο, βαθιά μέσα του, είναι ρομαντικός· αναζητά την απόλυτη αλήθεια. Πρέπει να μάθει με ποιον, στα αλήθεια, τον απάτησε η γυναίκα του πριν από σαράντα χρόνια — όπως ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα κάποτε αναζητούσε την απόλυτη ομορφιά.

Ο Μαριάνο ακούει κρυφά γκάνστα ραπ, προσπαθώντας να συγκρατηθεί από το να ραπάρει κι ο ίδιος — ευτυχώς, στην πιο αστεία σκηνή του έργου, δεν συγκρατείται αρκετά.

Το χιούμορ του Σορεντίνο είναι η πιο ωραία εκδοχή κωμικότητας, βασισμένη πάνω στις αντιφάσεις που ενυπάρχουν μέσα στον καθένα μας, κρυμμένες και καταπιεσμένες κάτω από τις βεβαιότητες που φοράμε κάθε μέρα, ώσπου κάποιες στιγμές αφήνονται ν’ αναβλύσουν απρόσμενα και έντονα.

Κατά τη γνώμη μου, το «κλειδί» της ταινίας βρίσκεται στην ελαφρότητα, στην κατανόηση, στο «μαλάκωμα» που οδηγεί στην απαραίτητη ευαισθησία — εκείνη που σου επιτρέπει να κυβερνάς και να αποφασίζεις σωστά. Να βλέπεις από κοντά τα λάθη του νόμου, που έχει μάθει να κοιτάζει τον κόσμο από απόσταση.

Θυμήθηκα μια στιγμή από τον Θάνατο στη Βενετία, όπου για τον συγγραφέα φον Άσενμπαχ λένε πως «έζησε έτσι» — και σφίγγουν τη γροθιά — «ποτέ έτσι» — και ανοίγουν την παλάμη, προς τις αβεβαιότητες του κόσμου.

Ο Μαριάνο συνειδητοποιεί πως διένυσε τη ζωή του με την παλάμη ασφυκτικά κλεισμένη.

Κι όμως, ακόμη κι έτσι, είναι ένα θετικό παράδειγμα πολιτικού: με πειθαρχία, ηθική, ταπεινότητα, σιγουριά, εργατικότητα.

Αλλά του λείπει η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση, που μετατρέπονται σε «χάρη» — στη θεία ενέργεια που σώζει, αγιάζει και φωτίζει τον άνθρωπο.

Ο Σορεντίνο παίρνει τους πιο σοβαρούς τύπους — τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον συγγραφέα, τον Πάπα — και τους «γειώνει», τους κάνει ανθρώπους χωρίς να χάσουν την πνευματικότητά τους, αφαιρώντας τους όμως το βάρος. Το περιττό βάρος της θέσης, της σοβαροφάνειας που πνίγει τη ζωή.

Έτσι, ο Πάπας, ο συγγραφέας, ο Πρόεδρος, ανάμεσα στα πιο σημαντικά, ρωτούν τι θα φάνε για βραδινό, βλέπουν μπάλα, θυμούνται εκείνη τη γυναίκα, ακούνε ραπ και καπνίζουν κανέναν μπάφο στα κρυφά.

Γι’ αυτό τους συμπαθείς: επειδή έχουν όλες τις ανθρώπινες διαστάσεις τους — από τις πιο πνευματικές ως τις πιο απλές.

Κι αν οι ταινίες δεν λένε πάντα την αλήθεια, παρά μια ωραιοποιημένη εκδοχή της, δεν γίνεται να μη σκεφτείς, βγαίνοντας από την αίθουσα, τα καθ’ ημάς.

Πού βρίσκεται η χάρη αυτών που αποφασίζουν στον δικό μας τόπο για τις μέρες μας;

Πού να βρουν τη χάρη εκείνοι που βγαίνουν στα κανάλια και κουνάνε το δάχτυλο σ’ έναν πατέρα που ζητά τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του παιδιού του, μιλώντας για «πολιτικά παιχνίδια», κατηγορώντας γιατρούς και πολίτες που ψάχνουν δικαιοσύνη;

Ποια χάρη να βρουν αυτά τα άδεια, αποστεωμένα, τεχνοκρατικά κοστούμια που αποφασίζουν για τις μέρες μας;

Άνθρωποι που δεν θα αφήσουν θετικό ή ηθικό αποτύπωμα σε κανέναν· που θα ζήσουν, θα προεδρεύσουν και θα αφήσουν την καρέκλα τους χωρίς να έχουν σηκωθεί ούτε μία στιγμή ψηλότερα από το έδαφος.

Ίσως οι μέρες μας θα έπρεπε ν’ ανήκουν σε όσους διατηρούν ακόμη την ικανότητα και τη χάρη να αισθάνονται.

*Ο Μιχάλης Μαλανδράκης είναι συγγραφέας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα