Εγώ, ένας τρομοκράτης!
Αεροδρομιακές περιπέτειες στη σκιά του φόβου...
Ήταν μια παρεξήγηση! Η πτήση μου αναχωρούσε στις 5:30 το πρωί και πήγα στο αεροδρόμιο από τις 23:00 το προηγούμενο βράδυ, γιατί ήξερα πως αν κοιμόμουν σε κάποιο hostel δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβω την πτήση της επόμενης μέρας. Αεροδρόμιο Ciampino. Μικρό, όχι μεγαλύτερο από το Μακεδονία. Tόσο μικρό που με πληροφόρησαν ότι έκλεινε στις 24:00 και θα έπρεπε να μεταφερθώ στον δίπλα βοηθητικό χώρο. Εκεί βρέθηκα με πολλούς που είχαν την ίδια φαεινή ιδέα με εμένα να φθάσουν από νωρίς. Στο γυαλιστερό δάπεδο, πεταμένα πανωφόρια λειτουργούσαν ως σεντόνια και οι κλωνοποιημένες, ομοιομεγέθεις τσάντες ως μαξιλάρια. Δυο τρεις απλωμένοι στις γωνίες ακούγονται να μιλούν με τους δικούς τους. Ο ένας, Έλληνας, διαβεβαίωνε τη μάνα του ότι όλα πήγαιναν καλά. Ο μεγάλος συνωστισμός γινόταν στον χώρο με τις πρίζες. Άλλοι φορτίζαν κινητά, άλλοι είχαν συνδέσει τα laptops τους και άλλοι περίμεναν ανυπόμονα, αλλά μάταια να πάρουν σειρά.
Ξάπλωσα πάνω στο σακάκι μου, απέναντι από δυο κορίτσια που όταν δε διάβαζαν σιωπηλά, μιλούσαν ψιθυριστά. Και με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα στις 4:00, πιο κουρασμένος απ’ ότι όταν ξάπλωσα. Ο κύριος χώρος του αεροδρομίου είχε ξανανοίξει, επομένως είπα να μεταφέρω την πραμάτεια μου για άλλη μια φορά εκεί. Δεν κουβαλούσα τίποτα βαρύ. Μια τσάντα περίπου στις διαστάσεις που επιτρέπουν οι μικρές πτήσεις, ένα μικρό σακίδιο πλάτης και ένα τρίποδο στην θήκη του περασμένο από τον ώμο. Πήρα τα μπαγάζια μου και κίνησα. Απλώθηκα στα καθίσματα και στάθηκα με μάτια νεκρωμένα και αδιάφορα, χωρίς σκέψεις, χωρίς διάθεση, να κοιτάζω την κίνηση που αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ένταση όσο κατέφθαναν οι πρωινοί ταξιδιώτες. Οι θέσεις δίπλα μου άρχισαν να γεμίζουν και κάποιοι επιβάτες των πρωινότερων πτήσεων ξεκίνησαν να φτιάχνουν τις ουρές τους μπροστά απ’ τους γκισέδες.
Στράφηκα σε έναν τύπο δίπλα μου, και του ζήτησα αν μπορεί να προσέξει τις βαλίτσες μου, για να πεταχτώ στο μπάνιο. Μου το ’πε, ορθά κοφτά: – Όχι! Ταράχθηκα λίγο! Δεν ήμουν έτοιμος για τόσο απότομη άρνηση. Άλλωστε το ζήτησα γελαστός και με ευγένεια. Τον προσπέρασα και έκανα την ίδια ερώτηση στον αμέσως επόμενο. Έναν κάτασπρο Γερμανό, με την γυναίκα του και δυο ξανθά κουτσούβελα που ποδοβολούσαν παιχνιδιάρικα. Μου χαμογέλασε και μου πε ένα “σουρ” και του ‘πα ένα «θενκ γιου». Η κανονικότητα αποκαταστάθηκε. Κίνησα για το μπάνιο. Δεν άργησα πολύ και όταν ανέβηκα με περίμενε μια νέα έκπληξη. Ένας καραμπινιέρος κοίταζε μια τις βαλίτσες μου και μια εμένα. Αφού με περιεργάστηκε με ρώτησε σε άψογα ιταλικόφωνα αγγλικά: – Δικές σας είναι αυτές οι βαλίτσες; Στράφηκα στον Γερμανό, έκπληκτος. Με κοιτούσε και αυτός με το ίδιο απορημένο βλέμμα: -Ήρθε δευτερόλεπτα πριν ανέβεις, μου είπε. Γύρισα στον καραμπινιέρο: -Δικές μου είναι, ναι. -Μπορείτε να έρθετε λίγο μαζί μου, συνέχισε σε ύφος αδιαπέραστο, μαρμάρινο. -Μα γιατί; -Για να ελέγξω τις βαλίτσες σας.
Το κατάλαβα πια. Ήμουν ύποπτος ως εν δυνάμει τρομοκράτης. Μάλλον θα έφταιγε αυτό το τρίποδο που μέσα στην θήκη του έμοιαζε με καραμπίνα. Σήκωσα απρόθυμα τις βαλίτσες και τον ακολούθησα σε ένα μικρό δωματιάκι. -Από πού είστε; -Γκρέκο! απαντώ -Μιλάτε Ιταλικά; -Parlo un po! Capisco tutto. Μα ποια είναι η αιτία για όλα αυτά; -Δεν ξέρετε ότι δεν αφήνουμε βαλίτσες στα αεροδρόμια; -Όχι, δεν το ξέρω! είπα -Δεν είδατε τι έγινε στις Βρυξέλλες; -Και βέβαια είδα. -Ε λοιπόν καταλαβαίνετε…. Μπορείτε να ανοίξετε την βαλίτσα σας και να μου δώσετε την ταυτότητά σας;
Ασφαλώς την άνοιξα. Ρούχα, κάλτσες, βιβλία! -Ιδού τα όπλα μου, είπα θριαμβευτικά ως θιγμένος κατηγορούμενος που αποδεικνύει την αναμφίβολη αθωότητά του. Ο καραμπινιέρος φυσικά είχε από ώρα καταλάβει ότι δεν ήμουν τρομοκράτης. Αλλά με εξανάγκαζε να ακολουθήσω ένα διαδικαστικό κομμάτι που ομολογώ πως ήταν αρκετά ενδιαφέρον. Άλλωστε πρώτη φορά μου συνέβαινε. Δεν ήμουν όμως τόσο ενθουσιασμένος ώστε να μην διαμαρτυρηθώ:
-Μα καλά είναι δυνατόν να είμαι τρομοκράτης και να ζητήσω από κάποιον να προσέξει την βαλίτσα μου; Δεν θα ήταν πιο πιθανό να την αφήσω και να φύγω; Και από την άλλη, αν ήμουν τρομοκράτης, θα επέλεγα να αφήσω τη βόμβα, στις 4:30 το πρωί σε ένα αεροδρόμιο μια σταλιά, σαν τον Ciampino;
Ο τύπος γέλασε. Με κοίταξε, μου έδωσε πίσω την ταυτότητά μου και μου ‘πε πως του είχε κάνει δράματα ένας κύριος που ήρθε τρέχοντας να του μηνύσει το ενδεχόμενο τρομοκρατικής επίθεσης. Από την περιγραφή κατάλαβα πως ήταν ο τύπος που μου είχε αρνηθεί ορθά κοφτά την προσοχή του στα αθώα μπαγκάζια μου.
Ενοχλήθηκα. Όχι από τον Καραμπινιέρο και την διαδικασία στην οποία με υπέβαλλε. Αυτό ήταν διασκεδαστικό. Ήμουν άλλωστε και ένας πρωταγωνιστής, τις στιγμές εκείνες που περπατούσαμε παρέα, αυτός στιβαρό όργανο της τάξης που προλαμβάνει και εγώ ένας αθώος που οδηγείται στην δίκη του, με καρφωμένα τα βλέμματα των λιγοστών πρωινών επιβατών πάνω στον πιθανό δολοφόνο τους.
Ενοχλήθηκα από την δυσπιστία και τον φόβο, τον οποίο δίκαια ή υπερβολικά, έχει αρχίσει να νιώθει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας. Αυτή η ρωγμή, που φανερώνεται με την αδίστακτη άρνηση του φοβισμένου διπλανού μου. Αυτή η αυτόματη σκέψη που οδηγείται κατευθείαν στο κακό και επενδύει με υποψία ακόμα και κάτι αθώο! Αυτή η διάβρωση της καθημερινής μας πρακτικής! Αυτά είναι τα πράγματα τα ενοχλητικά!