Eίχαμε ανάγκη για ζωή
Το πρώτο Σάββατο μιας ενδεχόμενης ελεύθερης ζωής.
Τα τελευταία δυο χρόνια αποφεύγω τα νυχτερινά καταστήματα εστίασης, την πολυκοσμία και τις καθημερινές εξόδους, αυτό διότι η πανδημία με φοβίζει. Το περασμένο Σάββατο όμως έπιασα τον εαυτό μου να χάνει το αίσθημα του φόβου απέναντι στην εξάπλωση της. Τελείωσα τις υποχρεώσεις της ημέρας γύρω στις 8 το απόγευμα ετοιμάστηκα και πήγα να βρω την παρέα μου η οποία ήταν ήδη στο κέντρο πήγαμε για φαγητό και μετά είχαμε κανονίσει να πιούμε μία χαλαρή μπίρα.
Διασχίσαμε τα Λαδάδικα, τα οποία ήταν ασφυκτικά γεμάτα, σε κάθε στενό συναντούσαμε γνωστούς και φίλους που είχαμε να τους δούμε δυο χρόνια, αισθανόμουν λες και είναι Πρωτοχρονιά, σαν να γυρίσαμε πίσω 2 χρόνια. Εντόπιζα στον καθένα που βρισκόταν δίπλα μου μία διάχυτη υπερένταση, σαν να ήρθε αντιμέτωπος με την στέρηση του, με τον κρυφό του πόθο, με ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε.
Ξαφνικά είδαμε πρόσωπα χαμογελαστά κάτω από την μάσκα, η πρώτη μέρα που παρά τον κακό καιρό, η εστίαση λειτούργησε φυσιολογικά, οι άνθρωποι της φαινόταν ενδεχομένως πιο γεμάτοι από ποτέ, και οι δρόμοι του κέντρου γέμισαν ξανά. Στην μνήμη μου εικόνες παρελθόντος σαν να έχουμε χάσει χρόνια από την ζωή μας, ο εγκλεισμός ήταν πια μακριά, ή τουλάχιστον εμείς τον αφήσαμε πίσω.
Σε κάθε γωνιά, έβλεπες παρέες με ποτό στο χέρι να γελούν και να συζητάνε για θέματα άκυρα χωρίς αναφορά στην επικαιρότητα. Ζευγάρια να φιλιούνται και να αγκαλιάζονται ακατάπαυστα, νεαρές με τακούνια και κραγιόν στα χείλι να ψάχνουν να βρουν ένα άδειο τραπέζι, νεαροί να αναζητούν το φλερτ. Μία εικόνα που είχα τόση ανάγκη να ανταμώσω, να θυμηθώ πως ζούσαμε προ COVID.
Χωθήκαμε λοιπόν κι εμείς στο πλήθος, και βρεθήκαμε σε μία μπιραρία-στοά, με πιστοποιητικό εμβολιασμού και ταυτότητα ανά χείρας για το σχετικό check up. Ομολογουμένως το κομμάτι αυτό μου φαινόταν περίεργο, ωστόσο ήταν η είσοδος στην σχετική ελευθερία. Καθήσαμε σε ένα τραπέζι μεγάλο, και έβλεπα πως η ώρα περνούσε και κανένας από εμάς δεν εμφάνιζε σημάδια φόβου και καταπίεσης, τα οποία και τα προηγούμενα δυο χρόνια είχαν γίνει οι καθρέφτες όλων μας.
Όσο εγωιστικό πια κι αν ακουστεί το να είσαι 20-25 και να παραμένεις σπίτι δυο χρόνια είναι μαρτύριο, γι αυτό και το περασμένο Σάββατο, μας είδατε όλους να ξεχυνόμαστε στους δρόμους και δεν χωρά ίχνος κατηγορίας. Υπακούσαμε, προσέξαμε, εμβολιαστήκαμε ήρθε η ώρα όμως να σας δείξουμε την τεράστια ανάγκη που έχουμε για ζωή. Κι εσείς να ασχοληθείτε με εκείνους που αρνούνται να συμβάλλουν στην επικράτηση της προστασίας της Δημόσιας Υγείας. Τους υπόλοιπους κοιτάξτε να μας επιστρέψετε τις ημέρες που χάθηκαν. Αυτές οι σκέψεις κατέκλεισαν το μυαλό μου όλο το απόβραδο του Σαββάτου.
Μέχρι που ένας φίλος είπε, ”θέλω να πάω να χορέψω”, πόσο καιρό είχα να ακούσω αυτή την δήλωση και να υπάρχει λύση για μία επιθυμία. Αυτό σκέφτηκα και κοιταχτήκαμε όλοι, πληρώσαμε και πήγαμε σε εναλλακτικό club της πόλης με πάρτι Disco, όπου πρό πανδημίας ξενυχτούσαμε σχεδόν κάθε Σάββατο. Χωρίς δεύτερη σκέψη χρειαζόταν απλά μία πρόταση για να ξεσηκωθούμε, αψηφόντας τον κίνδυνο ναι μεν αλλά, οι μνήμες του 2019 εκείνη την ώρα έτρεχαν ζωηρά στο νου και σίγουρα δεν μπορούσαμε να τις παραβλέψουμε.
Περάσαμε λοιπόν την δεύτερη πόρτα ενός καταστήματος, σκοτάδι, φώτα πολύχρωμα, ντίσκο μπάλες και καπνοί δημιουργούσαν το απόλυτο σκηνικό για εκείνο το Σάββατο. Πιάσαμε τραπέζι δίπλα στην πόρτα, υποθέτωντας πως θα αερίζεται ο χώρος, χορεύαμε στους ρυθμούς γνωστών και άγνωστων τραγουδιών, δίπλα μας παιδιά στην ηλικία μας ιδρωμένα, ανανεωμένα έχοντας επίσημα διαγράψει το τί συνέβη τα τελευταία δυο χρόνια. Το αίσθημα απόλυτα περίεργο, κρύος ιδρώτας ανυπομωνησίας και ντροπής μας διαπερνούσε μονίμως, ατάκες του στιλ ”είναι αλήθεια; χορεύουμε;” ”νοιώθω άβολα” κλπ, έπαιζαν μπάλα στον αέρα τα πρώτα λεπτά. Ναι, ήταν άβολο, το γεγονός του ότι δεν καθόμαστε σιωπηλοί με το άκουσμα συζητήσεων των διπλανών τραπεζιών. Αλλά απόλυτα φυσικό.
Ένα δίωρο μακριά από την ασφυξία, αγαπημένοι, ελεύθεροι, ωραίοι και άνετοι. Μία βραδιά που για λίγο κάλυψε τις πληγές της πανδημίας. Για εκείνη την βραδιά γράφαμε πριν δυο χρόνια, και λέγαμε πως ο κόσμος θα ξεχυθεί στους δρόμους, δεν το πίστευα μα συνέβη, ηλικιωμένοι στις ταβέρνες, άνω των 40 στα μπαρ, 30-18 στα club, αυτό συνέβη, και δεν χρειάζεται να το αιτιολογήσουμε, ούτε να συζητήσουμε τώρα για την αύξηση κρουσμάτων. Πέρασε από το μυαλό μου φευγαλαία αλήθεια, η γνωστή έκφραση ”αν κόλλησα” αλλά δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα, επέλεξα αυτό το Σάββατο να μην το μπλέξω με θλιβερές ειδήσεις, να μείνει μέσα μου ως μία νέα αρχή κι ας μας ξανακλείσουν σε 2 μήνες, τουλάχιστον ζήσαμε μία μέρα πυρετού Σαββατόβραδου, με όλο το κόστος της ευθύνης δικό μας.
*Υ.Γ. Θα εμπλούτιζα το άρθρο γνώμης με εικόνες, αλλά δυστυχώς με συνεπήρε η χαρά.