Είμαστε οι φωνές και τα τραγούδια που κουβαλάμε
Οι δυο τους, ή καλύτερα οι τρεις τους, υπηρέτησαν στη σκηνή όχι μόνο το πολύτιμο υλικό των τραγουδιών και της αξίας τους αλλά και τη δική μας δίψα για ουσία και νόημα σε άνυδρους και αβέβαιους καιρούς.
Εικόνα: Μάρω Χρυσανθοπούλου
‘Οταν ο Νταλάρας κυκλοφόρησε τη Μικρά Ασία ήμουν έξι χρόνων. Στο πατρικό μου σπίτι δεν είχαμε κανένα τρόπο αναπαραγωγής μουσικής, πλην ραδιοφώνου, που έπαιζε διαρκώς ελληνικά τραγούδια. Επειδή οι φωνές και τα τραγούδια είναι κομμάτι αυτού που κουβαλάμε, αυτού που γίναμε, η φωνή του ήταν πάντα στη ζωή μου. Από τα τραγούδια της Μεταπολίτευσης με τη συμβολική σημασία σαν το Δέντρο μέχρι τη νύχτα στο Παλέ Ντε Σπορ που μαθητές τον είδαμε με τη Λύδια.
Με το Νταλάρα έχω περάσει όλα τα συναισθήματα, overdose, αποχή, διαφωνία για την υπερέκθεση μια εποχή αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να συγκινούμαι με τη φωνή του, να μην σημαίνει για μένα την κληρονομιά, το ποτάμι που μέσα του βαφτίστηκε η γενιά μου.
Με τον Βασίλη ταύτισα ένα άλλο κομμάτι της νιότης μου, την έξαρση της εφηβείας, τον πυρετό. Επίσης βαθιά σχέση, διαρκής, επίσης εποχές αποχής από το υλικό του, λόγω υπερέκθεσης, αλλά πάντα η ίδια συγκίνηση σε κάθε συνάντηση και άκουσμα με τα τραγούδια του.
Όταν το 91 συναντήθηκαν επί σκηνής η χημεία λειτούργησε σαν ένα θαύμα, όπως συνέβη και με άλλες μεγάλες συναντήσεις του καιρού, της Χαρούλας με τη Δήμητρα, του Νταλάρα με τη Χαρούλα κ.ο.κ που στοίχειωσαν στο Ελληνικό Τραγούδι.
Όταν λοιπόν φτάνει η στιγμή 34 χρόνια μετά να ενωθούν ξανά αυτοί οι χείμαρροι, να συναντηθούν ξανά, χάρη στην επιμονή του Οδυσσέα Ιωάννου που αναλαμβάνει να στήσει αυτό το μαγικό παραμύθι που επρόκειτο να χτυπήσει την πιο ευαίσθητη χορδή μας, τη χορδή της μνήμης, της πιο πολύτιμης περιουσίας μας, των τραγουδιών που σημάδεψαν τις μέρες και τις νύχτες μας.
Όσοι βιώσαμε αυτό το πολύτιμο τρίωρο ταξίδι στον ελληνικό πολιτισμό που μας διαμόρφωσε, μας σημάδεψε και μας θωράκισε, όσοι νοιώσαμε ευλογημένοι με αυτή την παρέλαση συναισθημάτων που πλημμύρισε τις ψυχές μας χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξουμε λεπτό το κινητό ή να αποσπαστούμε από όσα συνέβαιναν και μεις απολαμβάναμε ως αυτόπτες μάρτυρες.
Μεγάλωσα με το ελληνικό τραγούδι πρωταγωνιστή, με τις φωνές των ανθρώπων που έγραψαν την Ιστορία του να ξεπερνούν στερεότυπα, να τολμούν, να συναντιούνται, να συμπράττουν με τόλμη, πέρα από στεγανά και ντιβιλίκια. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν έχουν απωθημένα, μεριάζουν στο μαζί.
Μια στιγμή γίνεται Ιστορική και αποσπάται σε ένα άχρονο σύμπαν, ταξιδεύει στο διηνεκές, όταν καταφέρνει να λειτουργήσει έτσι, υπερχρονικά, υπερτοπικά, όταν η διάρκεια της ξεπερνά το συγκεκριμένο χρόνο που γεννήθηκε και τα συναισθήματα και οι μνήμες που δημιουργεί αποτελούν ωφέλιμο καύσιμο για το μέλλον των ανθρώπων που τη μοιράστηκαν.
Και γίνεται εντυπωσιακά οικείο το υλικό τους όταν ο ένας τραγουδά με νέα φλόγα τα τραγούδια του άλλου.
Αυτό που συνέβη σε αυτή την παράσταση, διότι πρόκειται για μια ολοκληρωμένη παράσταση με σύλληψη, ιδέα, εκτέλεση και στόχευση που επιτεύχθηκε, είναι μια ακόμα πολύτιμη στιγμή αναμέτρησης με ένα υλικό που στέκεται εκεί αμόλυντο, ακέραιο στο χρόνο.
Μια αναμέτρηση που τιμά την αξία και τη σημασία του, που υπενθυμίζει εμφατικά πώς ότι άντεξε στο χρόνο και κυκλοφορεί στο αίμα της φυλής άξιζε τον κόπο, ήταν σημαντικό και οφείλουμε να φυλάμε σαν κόρη οφθαλμού.
Οι δυο τους, ή καλύτερα οι τρεις τους υπηρέτησαν στη σκηνή όχι μόνο το πολύτιμο υλικό των διαχρονικών τραγουδιών και της αξίας τους αλλά και τη δική μας δίψα για ουσία και νόημα σε άνυδρους και αβέβαιους καιρούς. Σπουδαία παράσταση.
Αν κάτι κάνει τα τραγούδια και τις ερμηνείες τους αιώνια είναι η δύναμη που διατηρούν να συγκινούν, να μην εξασθενούν στο χρόνο, να περνάνε με την ίδια δύναμη από γενιά σε γενιά, ανόθευτα και ακέραια. Αυτό που διαπιστώνει κανείς σε αυτή την παράσταση είναι αυτή η δύναμη της διαχρονικότητας, η εξέλιξη της ευαισθησίας στο χρόνο, η ικανότητα προσαρμογής στο σήμερα χωρίς μικρές νοθείες…