Είναι (πολύ) παλιά ιστορία το να μη πιστεύουμε μία γυναίκα που καταγγέλλει βιασμό
Η ιδέα ότι οι γυναίκες δεν λένε πάντα την αλήθεια, ειδικά όσον αφορά τη σεξουαλικότητα, είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό μας.
Όταν η συγγραφέας E. Jean Carroll ισχυρίστηκε σεξουαλική επίθεση εναντίον του προέδρου Τραμπ, αποκάλυψε πως υπήρξαν φίλοι της που την συμβούλεψαν να μη μιλήσει. Μάλιστα, είχε πει πως αρχικά δεν το έκανε γιατί φοβόταν. Έτσι, άνοιξε ένα μεγάλο παγκόσμιο θέμα σχετικά με την δυσκολία που έχει μία τέτοια αποκάλυψη για το θύμα και πόσα, παραπάνω, έχει τελικά να αντιμετωπίσει από τα νομικά διαδικαστικά.
Τις τελευταίες μέρες στην Ελλάδα, έσκασε σαν βόμβα, η καταγγελία της Ελένης Χρονοπούλου, δικηγόρου που εργάζεται στον Τομέα Δικαιοσύνης της Κομισιόν και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ, εναντίον του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και ηθοποιού Αλέξη Γεωργούλη για βιασμό και ξυλοδαρμό.
Οι παραπάνω ιστορίες, που έγιναν γνωστές πρόσφατα αλλά μετράνε χρόνια πίσω τους από τότε που έγινε η καταγγέλουσα πράξη μέχρι την αποκάλυψη της, προκάλεσαν ποικίλα σχόλια – ανδρών και γυναικών – έχοντας να αντιμετωπίσει μία ολόκληρη κοινωνία και ένα αόριστο και αβάσιμο ερώτημα: «Γιατί τώρα;»
Υπάρχει άραγε χρόνος που πρέπει κάποιος να μιλήσει για το κακό που του συμβαίνει; Είναι τόσο «γρήγορη» πια η εποχή μας που δεν συγχωρούμε έναν άνθρωπο που θέλει τον δικό του χρόνο για να συνειδητοποιήσει τι του έχει συμβεί, να το διαχειριστεί και να βρει την δύναμη να το σχηματίσει στα χείλη του γράμμα γράμμα; Είναι τόσο γρήγορη η εποχή που ακόμα και οι κακοποιήσεις έχουν πλέον κάποια ημερομηνία λήξης για θύμα, θύτη και θεατές;
Όχι σίγουρα. Δεν γίνεται να έχει λόγο κανείς σε αυτή την προσωπική διεργασία ενός θύματος και να φέρνει ως επιχείρημα απέναντι του το «γιατί τώρα;»
Το ακούσαμε στις καταγγελίες εναντίον του Πέτρου Φιλιππίδη. Το ακούσαμε στις καταγγελίες εναντίον του Δημήτρη Λιγνάδη όταν απαιτούσε ένα μέρος της κοινωνίας να βγουν νεαρά αγόρια να μιλήσουν για όσα έγιναν την εποχή που συνέβαιναν. Το ακούσαμε στις καταγγέλλουσες για τον Γιώργο Κιμούλη. Το ακούσαμε εκείνη την εποχή που «έσκασε» το ελληνικό metoo και σε άλλες υποθέσεις. Το είπαν όταν η Σοφία Μπεκατώρου – πρώτη που μίλησε – αποκάλυψε το μυστικό της. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες τόσες στο εξωτερικό, ένα κομμάτι της κοινωνίας πιστεύει ότι είπαν ψέματα επειδή το αποκάλυψαν μερικά χρόνια μετά.
Από την άλλη, αν το δούμε και ως φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η κουλτούρα μας βλέπει τη σεξουαλική επίθεση και, επιτέλους, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν βιώσει κακοποίηση οποιουδήποτε είδους και βγαίνουν να μιλήσουν για αυτή, αφήνοντας στο περιθώριο τις όποιες δυσπιστίες μπορεί να έχουν κάποιοι. Ταυτόχρονα βέβαια, τα θύματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τεράστια μεγέθη δημόσιου σκεπτικισμού όταν εμφανίζονται, χωρίζοντας τελικά την κοινωνία στα δύο – Σε εκείνους που έχουν φύγει μπροστά αλλάζοντας τη σκέψη τους και σε εκείνους που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα και τις παθογένειες παλιότερων κοινωνιών.
Ο βιασμός είναι απίστευτα συχνός με περίπου μία στις πέντε γυναίκες να βιώνουν σεξουαλική επίθεση, ενώ οι ψευδείς αναφορές είναι σπάνιες (2 έως 8 τοις εκατό). Έτσι, αν μια γυναίκα μιλήσει για επίθεση, πιο πιθανό είναι να λέει αλήθεια παρά ψέματα. Η τάση μας όμως ως κοινωνία είναι να υποθέτουμε το αντίθετο – ότι οποιαδήποτε εξήγηση εκτός από τον βιασμό, όσο απίθανη κι αν είναι, πρέπει να είναι η σωστή. Πήγε πρόθυμα κάπου μόνη της ή φορούσε προκλητικά ρούχα; Πρέπει να το ήθελε. Είναι διάσημος ή δημοφιλής ο θύτης της; Πρέπει να λέει ψέματα για να τραβήξει την προσοχή. Ήταν αναίσθητη όταν έγινε; Ποιος ξέρει, ίσως ξύπνησε για λίγο και είπε ότι ήταν εντάξει ό, τι συνέβαινε.
Συχνά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε ότι ένας ισχυρός άνδρα ή ένας παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνης ή ακόμα και ένας ηγέτης θα μπορούσε κρυφά να έχει κακοποιητική συμπεριφορά. Είμαστε ακόμη λιγότερο πρόθυμοι σε όλο αυτό, αν κατηγορηθεί κάποιος που γνωρίζουμε προσωπικά ή αγαπάμε. Εάν ένας άντρας έχει φίλους, θαυμαστές και κοινωνική θέση, έχει επίσης μια άμυνα κατά του βιασμού και μια αξίωση για συμπάθεια στα μάτια του κοινού. Πόσες φορές αυτά τα χρόνια δεν είδαμε δημόσιες δηλώσεις που έλεγαν «Αποκλείεται αυτός, έχω δουλέψει μαζί του» ή «Δεν το είχε ανάγκη, είχε όποια ήθελε»
Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν τα θύματα σεξουαλικής επίθεσης γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να μην το κάνουν. Η ευρέως διαδεδομένη δυσπιστία του βιασμού έχει μια περίπλοκη ιστορία, αλλά μια σχετικά απλή αιτία: Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν τις γυναίκες.
Η κουλτούρα του βιασμού και η τάση της κοινωνίας να κατηγορεί τα θύματα, δεν προέκυψε από το πουθενά. Διάφορα νομικά συστήματα έχουν ασχοληθεί με αυτό εδώ και αιώνες .
Ο Κώδικας του Χαμουραμπί καταδίκασε τόσο το θύμα όσο και τον δράστη του βιασμού σε θανατικές ποινές, εκτός αν το θύμα ήταν παρθένο, οπότε ο βιασμός ήταν έγκλημα ιδιοκτησίας κατά του πατέρα της. Ο πρώιμος εβραϊκός νόμος καταδίκαζε επίσης το θύμα και τον δράστη σε θάνατο, αλλά υπήρχαν εξαιρέσεις για τη γυναίκα εάν φώναζε για βοήθεια. Η ιδέα ότι ο βιασμός είναι έγκλημα κατά μιας γυναίκας, και συγκεκριμένα έγκλημα κατά του σώματος μιας γυναίκας, είναι σχετικά νέα. Για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, ο βιασμός αντιμετωπίζεται ως περιουσιακό έγκλημα κατά του συζύγου ή του πατέρα μιας γυναίκας, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα τους ανήκε.
Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι το βάρος αυτής της ιστορίας έχει αρθεί από μερικές δεκαετίες ταχείας κοινωνικής προόδου στον φεμινισμό. Οι γυναίκες εξακολουθούν να κατηγορούνται για σεξουαλικές επιθέσεις που διαπράχθηκαν εναντίον τους και εξακολουθούν να κατηγορούνται για την κατάρριψη της πολλά υποσχόμενης καριέρας διάσημων ή αγαπημένων ανδρών. Το είδαμε στο πέρασμα της ιστορίας και το βλέπουμε μέχρι και σήμερα που, στην κατάληξη ή στην πορεία μίας υπόθεσης, τα φώτα στρ΄’εφονται κυρίως στην προσαρμογή του θύτη παρά στου θύματος.
Η ιδέα ότι οι γυναίκες δεν λένε πάντα την αλήθεια, ειδικά όσον αφορά τη σεξουαλικότητα, είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό μας. Η Soraya Chemaly έχει γράψει εκτενώς για τους τρόπους με τους οποίους διδάσκουμε στα παιδιά μας ότι οι γυναίκες είναι ψεύτες. Η ποπ κουλτούρα και οι θρησκευτικές μας διδασκαλίες είναι γεμάτες με χαρακτηρισμούς των γυναικών ως αναξιόπιστων — ξεκινώντας βέβαια από την Εύα και το μήλο.
«Η αξιοπιστία των γυναικών αμφισβητείται στους χώρους εργασίας, στα δικαστήρια, στα νομοθετικά σώματα, από τις αρχές επιβολής του νόμου, στα ιατρεία και στο πολιτικό μας σύστημα. Οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται τις γυναίκες να είναι αφεντικά, πιλότοι, υπάλληλοι. Πέρυσι, μια έρευνα διευθυντών στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκάλυψε ότι σε συντριπτική πλειοψηφία δεν πιστεύουν τις γυναίκες που ζητούν ευέλικτο ωράριο. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, για να αντισταθμίσουν την ιδέα ότι οι γυναίκες λένε ψέματα, πολλά αστυνομικά τμήματα των ΗΠΑ είχαν «απαιτήσεις επιβεβαίωσης» για καταγγελίες βιασμού, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο έγκλημα. Το αμφιλεγόμενο διάταγμα Hudood του Πακιστάν εξακολουθεί να απαιτεί από μια γυναίκα θύμα βιασμού να βρει τέσσερις άνδρες μάρτυρες για τον βιασμό της, διαφορετικά κινδυνεύει να διωχθεί για μοιχεία».
Σήμερα, οι γυναίκες εξακολουθούν να διώκονται. Τα θύματα που καταγγέλλουν έναν βιασμό ή μία κακοποίηση άλλης φύσεως, έχουν να αντιμετωπίσουν την δυσπιστία, την ειρωνεία και τα «όχι» ανθρώπων που πλαισιώνουν την κοινωνία τους. Έχουν να απαντήσουν σε εκείνο το «Γιατί τώρα;» που αν δεν έχει χρονική υπόσταση, θα έχει κάποια άλλη γιατί στην πραγματικότητα, δεν είναι μία ερώτηση που περιμένει απάντηση. Είναι μία ερώτηση που τοποθετεί τον ερωτώμενο απέναντι στο θύμα, με ξεκάθαρη τη θέση του πως θέλει να δικαιώσει τον θήτη.
Είναι καιρός να βάλουμε κάτω λοιπόν, όλα αυτά τα ιστορικά στοιχεία, να αλλάξουμε συμπεριφορές και να τοποθετήσουμε απέναντι μας, επί ίσοις όροις, πρόσωπα ανεξαρτήτου φύλου που οφείλουμε να ακούσουμε. Είναι καιρός να το αλλάξουμε κι αυτό, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται.