Εκ των πραγμάτων – 40 χρόνια De Facto
Ο Σπ. Βούγιας γράφει για το μπαρ - ορόσημο της Θεσσαλονίκης, ένα στέκι που έφερε ζωντανή και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα στην πόλη
Λέξεις: Σπύρος Βούγιας
“O Σπύρος επιστρέφει απ’ τον «σύντομο» δρόμο του De Facto” έλεγε γελώντας η Λένα όταν, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κατηφορίζοντας για το σπίτι τα μεσημέρια απ’ το πανεπιστήμιο, καθυστερούσα αρκετή ώρα για ένα ποτό στο φρέσκο τότε (και πάντα κλασικό, όπως αποδείχθηκε) καφέ της Παύλου Μελά.
Εκεί, φοιτητές και καθηγητές, καλλιτέχνες και επιστήμονες, προοδευτικοί και μη, φεμινίστριες και τύποι παραδοσιακοί συγχρωτίζονταν γλυκά, φτιάχνοντας μια πρωτόγνωρη για την πόλη ζωντανή και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα.
Ήταν βέβαια και οι εποχές πιο όμορφες: από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει να διαμορφώνει μια πιο ανοιχτή και μοντέρνα ταυτότητα που δημιουργούσε μια ευφορική διάθεση, αντίστοιχη με τη νέα Ευρωπαϊκή πορεία και τη γενικότερη ελπίδα για οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τροφοδοτήθηκε ξαφνικά στην πόλη μια έκρηξη εκδηλώσεων τέχνης και πολιτισμού, που επηρέαζαν και τον τομέα της αναψυχής και της διάθεσης του ελεύθερου χρόνου. Αναζητούνταν επίμονα νέοι τρόποι και τόποι συνάντησης και επικοινωνίας, όπου θα μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα η επιθυμία για νέες επαφές και συναντήσεις, ανταλλαγή ιδεών και σχεδίων ή απλή εκτόνωση από την πίεση της ημέρας σε μια ατμόσφαιρα με ωραία μουσική, καθαρά ποτά, καλή παρέα και υψηλή αισθητική.
Το De Facto εξέφραζε ακριβώς αυτή την έντονη ανάγκη για περισσότερη ζωτική χαρά και ελευθερία, αφήνοντας πίσω το βάρος του πολιτισμικού επαρχιωτισμού της «μπαγιάτικης» συντηρητικής πόλης και υπερβαίνοντας τις φαντασιακές εμμονές και τις δογματικές αγκυλώσεις της πρώιμης μεταπολίτευσης.
Είχαν προηγηθεί τα πρώτα νυχτερινά μπαράκια (Δον Κιχώτης, Berlin, Time Out, Φλου, Σαντέ και άλλα) με τις Αμερικάνικες επιρροές τους, που είχαν διαμορφώσει ήδη ένα ιδιαίτερο κλίμα και άλλαξαν ριζικά τις κοινωνικές συνήθειες της πόλης που γνώριζε μόνο τις παρωχημένες ντισκοτέκ, τα παραδοσιακά καφενεία ή τις άχρωμες καφετέριες. Η διαφορά του De Facto ήταν πως λειτουργούσε τη μέρα ως ένα είδος Γαλλικού ή Βιεννέζικου καφέ, ενώ το βράδυ μπορούσε να μετατραπεί σε κανονικό μπαρ, αλλάζοντας ύφος, φωτισμό και μουσική μέχρι αργά.
Από την πρώτη στιγμή μέχρι σήμερα, οι αρχικοί ιδιοκτήτες (ο επιχειρηματίας φωτεινών επιγραφών Τάσος Καζλάρης από το Λιβάδι του Ολύμπου και οι κοσμοπολίτες συνέταιροι των πρώτων χρόνων, η Λίτσα Τατόγλου και ο Ζαν Μαρί Βερνιέ), μαζί με τις σπουδαίες προσωπικότητες που δούλεψαν χρόνια στο μπαρ (όπως ο Νίκος Ναουμίδης, ο Κώστας Μπέσιος, ο Γιώργος Παπαζώης και πολλοί άλλοι), ακόμη και τα παιδιά που εργάστηκαν περιστασιακά εκεί, κράτησαν σταθερά το καλλιτεχνικό ύφος και τον χαρακτήρα του μαγαζιού καθώς και το υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης των πελατών.
Η αρχική διακόσμηση (που έχει διατηρηθεί σχολαστικά μέχρι σήμερα) με τα δύο επίπεδα και την κεντρική κυλινδρική κολώνα, χωρίζει το φαντασμαγορικό ξύλινο μπαρ με το μαρμάρινο πάσο, τους καθρέφτες και τα σκαμπό για τους ρέκτες, από την κάτω αίθουσα με τα επίσης ξύλινα τραπεζάκια με τη μαρμάρινη επιφάνεια που νομίζεις πως δεν άλλαξαν ποτέ. Στο μεταίχμιο των επιπέδων, οι δύο αγαπημένοι μου κόκκινοι καναπέδες, που οριοθετούν και προστατεύουν τη διακριτικότητα της παρέας αλλά επιτρέπουν και τον στρατηγικό έλεγχο της εισόδου και τις κινήσεις των θαμώνων στο μαγαζί.
Δεν θέλω να βουτήξω βαθιά αναπολώντας τις άπειρες προσωπικές στιγμές απόλαυσης που έζησα σ’ αυτή τη φιλόξενη κιβωτό της συντροφικότητας, της χαράς, της φιλικής ή και ερωτικής επικοινωνίας αλλά και της παρηγορητικής τρυφερότητας που προσέφερε (με τη βοήθεια και του ευεργετικού αλκοόλ) στους κάθε είδους θαμώνες του το De Facto. Ξεχωρίζω όμως πάντα και κρατώ, για προσωπική χρήση, τα αξέχαστα ξενύχτια ως το πρωί με τις κουβέντες τα μαιευτικά διλήμματα του Μίμη Μαρωνίτη, όπως και κάτι ξεχειλωμένα βράδια του καλοκαιριού που φεύγαμε όλοι μαζί (αγόρια- κορίτσια) όταν έκλεινε το μπαρ για να παίξουμε μπάλα ή να μείνουμε ως το χάραμα στη νέα παραλία.
Θυμάμαι έντονα και μιαν άλλη βραδιά, όταν αποφασίσαμε σ’ αυτό το χώρο τη συγκρότηση του εναλλακτικού «Ψηφοδελτίου Κριτικής και Διαλόγου» για τις πρυτανικές εκλογές του 1986 στο ΑΠΘ, με υποψήφιο πρύτανη τον ίδιο τον Μαρωνίτη και υποψήφιους αντιπρυτάνεις τον Αντώνη Μανιτάκη και τον Γιώργο Πάσχο. Ανέλαβα να τρέξω νυχτιάτικα στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» για να προλάβω να δώσω την ανακοίνωση, όταν με ρώτησαν στην πόρτα αν θα ξαναγυρίσω να τους πω τι έγινε. Αυθόρμητα, τότε, με τα λίγα λατινικά που είχα μάθει στο ιστορικό Β’ Αρρένων της Ικτίνου, απάντησα αυθόρμητα: «De facto!» (εκ των πραγμάτων) και έπεσε πολύ γέλιο.
Σήμερα, εξακολουθώ ακόμη να περνώ τα μεσημέρια απ’ το γνωστό πεζοδρόμιο της Παύλου Μελά. Ψάχνω να δω από μακριά τα οικεία χρώματα και την παλιά φωτεινή επιγραφή με τον τίτλο του μαγαζιού και, αναγνωρίζοντας ενστικτωδώς τον τόπο, μου φαίνεται πως βλέπω κάποιον που μου μοιάζει, γύρω στα τριάντα, να κάθεται στο περβάζι της ανοιχτής γαλάζιας μπαλκονόπορτας με ένα ποτό στο χέρι και να συζητάει με μια ομάδα νέων παιδιών τα μελλοντικά σχέδια τους για την πόλη.
Αλλά αυτός ο νοσταλγικός αντικατοπτρισμός δεν κρατάει πολύ. Με προσγειώνει απότομα η παρέα των ασπρομάλληδων φίλων που μαζεύονται εκεί καθημερινά, με τον οικοδεσπότη Τάσο Καζλάρη και τους παλιούς συντρόφους να συζητούν αιώνια τι έφταιξε ο κόσμος δεν πάει καθόλου καλά. Τους χαιρετώ για λίγο όρθιος και δέχομαι τα καθιερωμένα γλυκόπικρα πειράγματά τους για την ανυπόφορη κατάσταση της Θεσσαλονίκης και τα διακριτικά τους υπονοούμενα γιατί δεν έγιναν τα πράγματα αλλιώς. Συμμερίζομαι και εκτιμώ το γνήσιο ενδιαφέρον τους, όμως, δεν έχω πια λόγο να «σκαλώσω» περισσότερο όπως παλιά και φτάνω πάντα στην ώρα μου στο σπίτι.
Μου αρκεί οτι το De Facto είναι πάντα εκεί, ζωντανό, φιλόξενο, παρηγορητικό και μας περιμένει μέρα και νύχτα για ένα ακόμη (κάθε φορά, τελευταίο) ποτό, ένα σταθερό σημείο αναφοράς στο μακρύ ταξίδι της πόλης αλλά και της δικής μας ζωής μέσα στο χρόνο.