Εκτός και αν αποφασίσουμε εμείς οι νέοι Έλληνες ότι «δεν είμαστε για τέτοια εμείς»…

Να ανεβαίνεις από τις αποβάθρες και τα μαύρα σκοτάδια για την έξοδο και λίγο πριν την επιφάνεια να πέφτεις πάνω σ' ένα θαύμα, σ' ένα φως κάτω απ' το φως.

Parallaxi
εκτός-και-αν-αποφασίσουμε-εμείς-οι-νέο-486226
Parallaxi

Λέξεις: Απόστολος Σοφιαλίδης

Μια μέρα πριν την στημένη συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο…

Ακόμη κι αν θέλουνε να κάνουνε την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου (και κάθε αίθουσα δημόσια ή ιδιωτική αυτού του τόπου) αρένα, εμείς δεν πάμε σε αρένα, ούτε για αιματοχυσία. Όσους μονομάχους κι όσα κοκόρια αν κατεβάσουνε, εμείς δεν είμαστε μελλοθάνατοι και αναλώσιμοι μονομάχοι, ούτε κοκόρια οπλισμένα με ξυράφια στα πόδια.

Είμαστε άνθρωποι αυτής της πόλης, όμοιοι με τους θεατές ανθρώπους αυτής της πόλης. Κι οι θεατές είναι απείρως περισσότεροι απ’ τους αντίπαλους μεσ’ στην αρένα, κι ας κατεβάσουνε «οι άλλοι» εκατοντάδες. Και φεύγουν πάντα ζωντανοί απ’ τον αγώνα, με το μυαλό και την καρδιά γεμάτα από όσα είδαν κι όσα άκουσαν (για τους θεατές μιλάω φυσικά). Κι η πόλη μένει αιώνια. Γι’ αυτό θα πάμε, κι έτσι θα πάμε. Και θα φύγουμε ζωντανοί, χωρίς πληγές και χωρίς να έχουμε πληγώσει κανέναν. Αυτό κυρίως είναι που μετράει.

Γι’ αυτό είμαστ’ εδώ και λέμε αυτά που λέμε. Και γι’ αυτό μπορεί να γίνει πρώτη και μοναδική αυτή η πόλη. Γιατί, με μόνο το μετρό δεν θα μετράει και πολύ, ίσως και τίποτα, μπροστά σ’ εκατοντάδες άλλες πόλεις, που έχουνε επίσης, και (όταν θα μπαίνουν στις στατιστικές ή στους τουριστικούς οδηγούς) πιο καλύτερα ή πιο ιστορικά ή πιο μοντέρνα ή πιο καθαρά ή πιο γρήγορα ή πιο ωραία, και πάει λέγοντας. Μα ετούτο το μοναδικό μετρό, αν γίνει έτσι όπως το ονειρευτήκαμε, γιατί το είδαμε με τα μάτια μας, μπορεί να το έχει μόνο η Θεσσαλονίκη και καμία άλλη πόλη στον κόσμο ολόκληρο.

Να ανεβαίνεις από τις αποβάθρες και τα μαύρα σκοτάδια για την έξοδο και λίγο πριν την επιφάνεια να πέφτεις πάνω σ’ ένα θαύμα, σ’ ένα φως κάτω απ’ το φως. Κι εκεί να στέκεσαι και να θαυμάζεις άφωνος. Κάτω βαθιά, οι μαύρες σιδηροτροχιές του 21ου αιώνα, μπροστά σου οι αυλακιές απ’ τους τροχούς των κάρων και των αμαξών από τα πήγαιν’ έλα τους στις αρχαίες πλάκες από τον 4ο μΧ αιώνα μέχρι τον 17ο -πού πήγαιναν, από που έρχονταν, ποιους κουβαλούσαν, τι είχαν μέσα;- και πάνω πια, στην επιφάνεια, ο δρόμος με την άσφαλτο που τα σκέπασε όλα στον άχαρο 20ο αιώνα. Κι όλα θα παίρνουν τότε μια άλλη όψη και μια άλλη αξία. Θα βρίσκεσαι ακόμη (και για πάντα) ανάμεσα στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη.

Στο τέλος του Βορρά και της αγωνίας να βγούμε στη θάλασσα του Νότου. Στη διασταύρωση δυο δρόμων μιας πόλης -που, για ν’ αντέξει, αφομοίωνε όλες τις αγωνίες και τις βλέψεις και τις «σκλάβωνε»- σ’ αυτό το κέντρο που είναι από τα πιο γνωστά του κόσμου και της ιστορίας του. Γι’ αυτό πρέπει να βάλουμε (εμείς κι ο κόσμος όλος) όλα τα δυνατά μας για να το πετύχουμε: Το χρόνο και το χρήμα που χρειάζονται για να γίνει και να πληρωθεί άξια δουλειά και στέρεη πρώτη ύλη, τους πιο καλούς μηχανικούς, τους πιο καλούς αρχαιολόγους, τους πιο άξιους τεχνίτες, τους πιο έξυπνους και ικανούς, τους πιο ευαίσθητους κι υψιπετείς στη σκέψη και στην αίσθηση.

Εκτός και αν αποφασίσουμε εμείς οι νέοι Έλληνες ότι «δεν είμαστε για τέτοια εμείς», μα ούτε τα παιδιά μας, κι ότι δεν θέλουμε αυτή την πόλη πρώτη στη σειρά, ούτε ν’ αντέχει ακόμη, ούτε σε τίποτα ωραία και μοναδική.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα