Ελλάς Ελλήνων μεταρρυθμιστών
Καμιά ανάγκη δεν είναι τόσο επιτακτική όσο το να καταστήσουμε το σχολικό περιβάλλον χώρο αναψυχής και όχι ψυχοπλακώματος.
της Μαρίας Ελένης Γκογκίδη
Η έναρξη του σχολικού έτους σηματοδοτεί μία διαδρομή διαφόρων ταχυτήτων αναλόγως με την ηλικία και τον ρόλο που διαδραματίζει κανείς σε αυτή. Για τους έλληνες μαθητές βέβαια, δεν είναι παρά μια αγγαρεία, μία υποχρέωση που αποκτά βαρύνουσα σημασία έναντι οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας και ενδιαφέροντος. Και μόνο αυτό το «ωχ» που συνοδεύει το πρωϊνό της 11ης Σεπτεμβρίου θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και το κατά πόσο το ίδιο αυτό είναι υγιές για τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τις οικογένειές τους.
Η διαφοροποίηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται στις «μεταρρυθμίσεις» που το Υπουργείο Παιδείας με απόλυτη φυσικότητα ανακοίνωσε τρεις μέρες πριν τον αγιασμό (με συγχωρείτε, καταργήθηκε…πριν το πρώτο κουδούνι, λοιπόν). Εκείνη που ήγειρε τον μεγαλύτερο προβληματισμό είναι η απόφαση του Υπουργού να καταστήσει μονάχα 4 μαθήματα γραπτώς εξεταζόμενα, αποκλείοντας έτσι τα Αρχαία Ελληνικά. Η πρώτη υποσημείωση αφορά τον διαχωρισμό μεταξύ της κατάργησης του μαθήματος εν γένει και της κατάργησης της γραπτής εξέτασης του μαθήματος. Ουδείς προς στιγμήν δεν έκανε λόγο για παύση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Και επί του παρόντος τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η γραπτή εξέταση επωφελεί τον ίδιο τον μαθητή και εμπλουτίζει ταυτόχρονα το γνωστικό του πεδίο.
Το εν λόγω μάθημα παρέχει οπωσδήποτε πολυσήμαντες πληροφορίες και γνώσεις , οι οποίες θέτουν τα θεμέλια ενός πολιτισμού που προάγει πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά. Η σπουδαιότητά τους επαφίεται στην διαχρονικότητα που τους προσδίδει η διδασκαλία τους σε πλήθος Ευρωπαϊκών σχολείων. Το γεγονός αυτό μαρτυρά πως μέσω του πολιτισμού και της νοοτροπίας των αρχαίων ελληνικών αναβλύζει ένας ορθολογισμός και μια ισορροπία, τα οποία ανάγονται σε μείζονος σημασίας προϋποθέσεις για την επιβίωση και την εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Διαπιστώνεται επομένως, μία άκρως δικαιολογημένη μυθοποίηση των διδαγμάτων ενός πολιτισμού. Και φυσικά ο βαθμός πρόσκτησης μιας ηθικής τέτοιου βεληνεκούς ελέγχεται εμπράκτως και όχι γραπτώς. Η αριστεία δεν αφορά την αλάνθαστη αναπαραγωγή στείρων γραμματικών και συντακτικών κανόνων. – ασχέτως εάν πρόκειται για ένα επίτευγμα που οπωσδήποτε θα πρέπει να επιβραβεύβεται. Άριστοι χαρακτηρίζονταν οι λίγοι εκλεκτοί που απολάμβαναν την ισηγορία, την ισονομία και την ισοκρατία. Επρόκειτο για τους πολίτες εκείνους που συγκροτούσαν το άριστο πολίτευμα και σε συνδυασμό με το χάρισμα της παρρησίας διοικούσαν τον δήμο. Το συγκριτικό με τα άλλα πολιτεύματα πλεονέκτημα αφορούσε την περιορισμένη αυθαιρεσία των κυβερνώντων.
Είναι ολοφάνερο πως παλαιόθεν η αριστεία σχετίζεται με προσωπικές αρετές που πηγάζουν από το ήθος και την ιδιοσυγκρασία. Είναι χρέος της Πολιτείας να μεριμνήσει , ώστε αυτές ακριβώς τις αρετές να εμφυσήσει στους πολίτες, έτσι ώστε και οι τελευταίοι να έχουν το δικαίωμα , αλλά και την ισχύ να καταπνίξουν κάθε είδους κρατικής αυθαιρεσίας και παραλογισμού. Φυσικά η ελληνική κοινωνία απέχει πολύ από τέτοιου είδους κατορθώματα, καθότι η επιβίωσή της πλέον βασίζεται στην ανομία και τον αμοραλισμό. Θα ήταν ουτοπία να πιστέψουμε πως οι παθογένειες αυτές θα καταπολεμηθούν μονάχα με την συρρίκνωση των εξεταζόμενων μαθημάτων. Παρόλα αυτά, η κίνηση αυτή μας επιτρέπει να διεκδικήσουμε μια ανανέωση και έναν μετασχηματισμό στην εκπαίδευση, που κάθε άλλο παρά ελκυστική χαρακτηρίζεται.
Αναμένουμε δηλαδή, την λήψη μιας σειράς αποφασιστικών μέτρων που θα μεταβάλλουν το εξεταστικοκεντρικό σύστημα σε μαθητοκεντρικό. Η ουσιαστική παίδευση δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με την γνώση, έτσι όπως αυτή διδάσκεται στα ελληνικά σχολεία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το πλήθος των άριστων μαθητών μεν, την έλλειψη των άριστων πολιτών (κατά το πρότυπο που προηγουμένως περιγράψαμε) δε. Άλλωστε, είναι αναμενόμενο πως η εκ πρώτης όψεως δυσανεξία στην σχολική γνώση κάποια στιγμή δυστυχώς , γίνεται δεδομένη στη συνείδηση των μαθητών και μετέπειτα πολιτών.
Είναι χρέος μας να θεραπεύσουμε αυτή την δυσανεξία, διότι μονάχα τότε θα αποκατασταθεί στα μάτια όλων η ουσία της γνώσης και η συμβολή του σχολείου στην περάτωση της μόρφωσης. Αφενός οι πολίτες οφείλουν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο από το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα και να αναγνωρίσουν την δυσλειτουργία ενός συστήματος που τους ανέθρεψε με βάναυσο τρόπο. Αφετέρου ο κρατικός μηχανισμός χρήζει δραματικών αλλαγών προκειμένου να κατορθώσει να αντεπεξέλθει στις πραγματικές ανάγκες της μαθητιώσας νεολαίας.
Αυτό συνεπάγεται την αξιοποίηση δαπανών, ώστε να επανδρώσει τα σχολεία με προσωπικό καταρτισμένο, την θέσπιση της αξιολόγησης για να διατηρείται υψηλό το επίπεδο της παρεχόμενης παιδείας, αλλά και τον εξοπλισμό των αιθουσών διδασκαλίας με εκσυγχρονισμένα τεχνολογικά μέσα. Δεν αρκούν ανέξοδες αλλαγές , όπως ο περιορισμός των εξεταζόμενων μαθημάτων, ιδίως όταν η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται μονάχα από την γραπτή επίδοση στα μαθήματα αυτά. Η εξακολούθηση των Πανελλαδικών εξετάσεων αποτελεί και την απάντηση σε όσους εύλογα διερωτώνται γιατί δεν καταργούνται εντελώς οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Στην πραγματικότητα η διαμάχη γύρω από το ζήτημα των Αρχαίων Ελληνικών είναι εξαιρετικά μάταιη όσο δεν αναγνωρίζουμε την βαρβαρότητα και την μηδαμινή αξία των Πανελλαδικών. Στην παρούσα φάση ουδεμία αλλαγή πλην της κατάργησης των πανελληνίων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη και αποτελεσματική, καθώς εν τέλει όποια αλλαγή εξυπηρετεί την προετοιμασία για την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια και όχι την παίδευση.
Επί της ουσίας , οφείλουμε να είμαστε θετικά διακείμενοι απέναντι σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Βεβαίως, ταυτόχρονα θα πρέπει να διαδραματίσουμε τον ρόλο του θεματοφύλακα , ώστε ο ίδιος ο πολιτισμός και οι παραδόσεις μας να μην υποβαθμιστούν, αλλά να εξακολουθήσουν να γαλουχούν τις επόμενες γενεές όχι υπό το πρίσμα της προγονοπληξίας, αλλά της εθνικής συνείδησης. Πέραν αυτού ωστόσο, καμιά ανάγκη δεν είναι τόσο επιτακτική όσο το να καταστήσουμε το σχολικό περιβάλλον χώρο αναψυχής και όχι ψυχοπλακώματος.