Ελληνικά παράδοξα
Ενώ το χρέος είναι δυσθεώρητο, η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις στρατιωτικές δαπάνες.
Λέξεις: Πολυμέρης Βόγλης
Σήμερα το χρέος της Ελλάδας κινείται γύρω 200% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης το 2009, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, το χρέος ήταν 127%.
Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της Ελλάδας είναι με διαφορά το υψηλότερο στην ΕΕ και το δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών μετά από αυτό της Ιαπωνίας.
Είναι δεδομένο ότι το υψηλό χρέος (πέρα από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας) «ροκανίζει» τα οφέλη της ανάπτυξης και υπονομεύει τις προοπτικές των μελλοντικών γενιών. Είναι παράδοξο ότι από τη συζήτηση για την οικονομική κατάσταση της χώρας απουσιάζει το θέμα του δημόσιου χρέους.
Ενώ το χρέος είναι δυσθεώρητο, η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις στρατιωτικές δαπάνες. Το 2020 οι στρατιωτικές δαπάνες της χώρας έφτασαν το 2,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ήταν οι δεύτερες υψηλότερες μεταξύ των χωρών μελών του ΝΑΤΟ, μετά τις ΗΠΑ, και ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν μόλις 1,6%. Είναι παράδοξο μια χώρα καταχρεωμένη να έχει τόσο υψηλές στρατιωτικές δαπάνες.
Η Ελλάδα όχι μόνο έχει σήμερα υψηλές δαπάνες αλλά προχωρά σε ένα υπέρογκο μελλοντικό πρόγραμμα εξοπλισμών. Είναι παράδοξο να δεσμεύεται για τη δαπάνη δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά πολεμικών αεροσκαφών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, λίγο καιρό μετά το εξοπλιστικό πρόγραμμα μαμούθ από τη Γαλλία, ενώ είναι προφανές ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο διαρκών και αλλεπάλληλων κρίσεων (υγειονομική, περιβαλλοντική, ενεργειακή, επισιτιστική, κ.ά.), για την αντιμετώπιση των οποίων θα χρειαστούν εκτεταμένες δημόσιες δαπάνες. Γιατί οι εξοπλιστικές δαπάνες θεωρούνται αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα για μια κυβέρνηση, και δεν συμβαίνει το ίδιο με τις δαπάνες για τη δημόσια υγεία, την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή την επισιτιστική επάρκεια;
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις στρατιωτικές δαπάνες γιατί πρέπει να αντιμετωπίσει την απειλή της Τουρκίας. Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και, συνεπώς, σύμμαχος της Ελλάδας.
Για την ακρίβεια είμαστε χώρες σύμμαχοι και μέλη του ΝΑΤΟ από το 1952, όταν Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν σε αυτό για να αποτραπεί, υποτίθεται, η απειλή από τις σοσιαλιστικές χώρες. Σε αυτά τα 70 χρόνια η Ελλάδα που μεσολάβησαν δεν απειλήθηκε από καμιά άλλη χώρα (ούτε βέβαια από τις σοσιαλιστικές, όσο αυτές υπήρχαν) αλλά μόνο από την Τουρκία. Είναι παράδοξο μια χώρα να εξοπλίζεται διαρκώς για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα μιας συμμαχικής χώρας. Εάν μια συμμαχία δεν μπορεί να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιότητα ενός μέλους της από τις διεκδικήσεις άλλου μέλους, τότε ποια είναι η αξιοπιστία ή η χρησιμότητα της συμμαχίας;
Η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την Τουρκία έχει επιλέξει εδώ και χρόνια την πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ, παίζοντας το ρόλο του πιστού ακόλουθου. Η λογική είναι ότι με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσει την εύνοια του ηγεμόνα. Είναι λανθασμένο να πιστεύει κανείς ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Ο ηγεμόνας, γενικά, ισορροπεί και αποφεύγει να δείξει εύνοια στον έναν για να μην δυσαρεστήσει τον άλλον, όπως έχει συμβεί πάρα πολλές φορές στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας-Ηνωμένων Πολιτειών. Σε κάθε περίπτωση, η κατάληξη της λογικής του πιστού ακόλουθου είναι η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ, μιας δύναμης που έχει τη δική της ατζέντα και τα δικά της συμφέροντα. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι η μετατροπή της Ελλάδας σε «στρατιωτικό φυλάκιο» των ΗΠΑ θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την Τουρκία, αποσιωπώντας τους δεσμούς υποτέλειας που δημιουργεί η εξάρτηση. Βέβαια, την ίδια στιγμή ο Έλληνας πρωθυπουργός μιλά για τα 201 χρόνια από τον αγώνα της ανεξαρτησίας στο Κογκρέσο. Αυτό, δυστυχώς, δεν αποτελεί παράδοξο αλλά τη συμπύκνωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
* Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι ιστορικός, μέλος του ακαδημαϊκού περιοδικού «Ιστορείν», των ΑΣΚΙ και καθηγητής κοινωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.