Ελληνοτουρκικά: Μήπως είναι η ώρα για λύσεις;
Ηγέτης είναι αυτός που τολμάει να παίρνει μεγάλες αποφάσεις
Λέξεις: Νίκος Φωτίου
Λίγες βδομάδες μετά την τελευταία συνάντηση των ηγετών Ελλάδας-Τουρκίας τον Μάρτιο και παρά τις αρχικές αισιόδοξες εκτιμήσεις για σχετική εξομάλυνση, το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων επιδεινώθηκε σταδιακά. Είναι πλέον ψυχρότατο μεν όσον αφορά τις επαφές και τις διαβουλεύσεις, θερμότατο δε όσον αφορά τις δηλώσεις και τις έμμεσες ή άμεσες εκδηλώσεις έχθρας και αντιπαλότητας.
Το χειρότερο: Δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική βελτίωσης, αφού ο Τούρκος πρόεδρος δηλώνει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ενώ ο τελευταίος απαντάει ότι δεν προτίθεται να κάνει διάλογο με το παράλογο.
Η παράταση αυτής της κατάστασης, με απρόβλεπτη τη συνέχεια, δεν διαγράφει μόνο μελλοντικούς κινδύνους αλλά ήδη έχει αρνητικές συνέπειες για τη χώρα μας.
– Στο πολιτικό πεδίο στοιχίζει σε ανάλωση μεγάλου μέρους του διπλωματικού κεφαλαίου προκειμένου να καταγγέλλουμε συνεχώς στα διεθνή φόρα τις απειλές της γείτονος και να ζητούμε τη στήριξή τους και την καταδίκη της.
– Στο οικονομικό επίπεδο η κούρσα των εξοπλισμών (εσχάτως προστέθηκαν τα πανάκριβα F 35) αφαιρεί από τη χώρα πολύτιμους πόρους από την αναγκαία ανάπτυξη και εμποδίζει να καλυφθούν κοινωνικές ανάγκες σε περίοδο υψηλής ενεργειακής και οικονομικής κρίσης.
Καλές και άγιες οι συμμαχίες και οι συνεργασίες με άλλες χώρες αλλά η αποτρεπτική ισχύς τους λήγει την ώρα ενός θερμού επεισοδίου. Μετά τρέχα γύρευε (βλ. Κύπρος).
Τέλος, ουδεμία από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας -πλην περιθωριακών εθνικιστικών φωνών- διατείνεται ότι είναι δυνατόν να επιδιωχθεί στρατιωτική λύση στα προβλήματά μας με τη γείτονα.
Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα, ίσως μια επίκαιρη πολιτική/διπλωματική πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης ή/και της αντιπολίτευσης για κοινή προσφυγή με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προς επίλυση των διαφορών μας να ήταν ενδεδειγμένη ενέργεια.
Στην περίπτωση που η πρόταση γινόταν αποδεκτή από την Τουρκία, τα οφέλη θα ήταν προφανή και για τις δύο χώρες:
– Θα μειώνονταν δραματικά οι κάθε είδους δηλώσεις και ενέργειες που δυναμιτίζουν τις μεταξύ μας σχέσεις και εμποδίζουν τη συνεργασία μεταξύ δύο γειτονικών χωρών και λαών.
– Θα απελευθερώνονταν πόροι για την ανάπτυξη και την ευημερία Ελλήνων και Τούρκων.
– Θα εκτονωνόταν η ένταση στην περιοχή και στην Ανατολική Μεσόγειο σε μια περίοδο, όπου μαίνεται ένας καταστροφικός πόλεμος στην Ευρώπη με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
– Ελλάδα και Τουρκία θα αποτελούσαν διεθνώς ένα καλό παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης διαφορών.
Αλλά, και στην περίπτωση άρνησης της Τουρκίας, η Ελλάδα μόνον οφέλη θα είχε, διότι θα ενίσχυε διεθνώς τη θέση της ως σταθεροποιητικού παράγοντα που επιδιώκει διάλογο και συναινετικές λύσεις, ενώ θα εξέθετε περαιτέρω την ηγεσία της Τουρκίας, ως αναξιόπιστης δύναμης και ταραξία της περιοχής.
Το τελευταίο που απομένει να μπει στη ζυγαριά είναι το διαβόητο «πολιτικό κόστος» και μάλιστα σε (άτυπη) προεκλογική περίοδο και για τις δύο χώρες, οι πολιτικές δυνάμεις των οποίων καλλιέργησαν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, κλίμα αμοιβαίας αντιπαλότητας.
Για την Ελλάδα, τουλάχιστον, εκτιμώ ότι το ρίσκο της ανάληψης της σχετικής πρωτοβουλίας θα είναι διαχειρίσιμο, ιδίως εάν συναινέσουν οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας και εάν πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική δημόσια συζήτηση για τα οφέλη μιας τέτοιας λύσης. Εξάλλου, η έναρξη και η εξέλιξη της διαδικασίας της κοινής προσφυγής θα δώσει χρόνο στην κοινωνία και στις δυνάμεις του ορθού λόγου να συζητήσουν και να αξιολογήσουν σε συνθήκες ηρεμίας το όλο εγχείρημα.
Ηγέτης είναι αυτός που τολμάει να παίρνει μεγάλες αποφάσεις, όταν έχει την εδραία πεποίθηση ότι πρόκειται για το καλό της χώρας. Ο Α. Τσίπρας το τόλμησε με τη «Συμφωνία των Πρεσπών και ο Κ. Μητσοτάκης δεν την αμφισβήτησε. Ας το ξανατολμήσουν, είτε στους σημερινούς ρόλους τους είτε στους αντίστροφους.
Ιδού η Ρόδος για διακοπές, ιδού και η Χάγη για λύσεις!
Νίκος Φωτίου, πρ. αντιδήμαρχος Δήμου Θεσσαλονίκης