Εμένα αυτή η Θεσσαλονίκη μου αρέσει
Ο Χρήστος Ωραιόπουλος βρίσκει καταφύγιο στις σελίδες δύο Θεσσαλονικιών συγγραφέων.
Πήρα προχθές από το όμορφο Βιβλιοπωλείο/Εκδόσεις Το Κεντρί τα ποιήματα του Σερέφα. Σπάνια -σχεδόν ποτέ- διαβάζω ταυτόχρονα δύο ή τρία βιβλία, εκτός κι αν θέλω να μάθω και να ψάξω κάτι συνδυαστικά αλλά κι αυτό θα γίνει με σειρά. Διαπιστώνοντας, όμως, μια σύνδεση σχετική με τον τόπο, αλλά και με την αίσθηση που στον καθένα αφήνει η επιστράτευση λεκτικών συνόλων για την απόδοση εικόνων, ξεκίνησα να τα διαβάζω μαζί με τις Κυριακάτικες Ιστορίες του Αντώνη Σουρούνη. Του γλυκού και πολύτιμου αυτού ανθρώπου. Αν και στο Σερέφα συναντώ μέχρι και αρνιά στη στέγη, αυτά τα τελευταία κουμπώνουν τόσο αρμονικά με την απλότητα του Σουρούνη, εντός της οποίας (και της αφέλειας) κατά τον ίδιο βρίσκεται η ομορφιά. Αυτή η παραδοχή ενώνει, λέει, τους καλλιτέχνες στους αιώνες και όποιος δεν την έχει ανακαλύψει είναι απλός τεχνίτης. Άλλωστε, “άλλη χάρη έχει ένα λουλούδι στο δάσος, άλλη σε μια γλάστρα και άλλη μέσα στο βάζο.”.
Έπειτα πέφτω σε ένα στίχο του Σερέφα:
Απομεσήμερο Μαρτίου στην αυλή. Πέρσι τέτοια μέρα δεν είχαν ανοίξει ακόμα οι τουλίπες ενώ μόλις που οδηγούσες αυτοκίνητο. […]
Και σκέφτομαι πόσο βίαιη είναι και θα ‘ναι, θα φανεί πάνω και μέσα μας, αυτό το άλμα που κάναμε πάνω απ’ την άνοιξη και πέσαμε μεμιάς με πόδια σταθερά στο καλοκαίρι. Εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα. Και όντως πέρυσι τέτοιο καιρό δεν είχαν ανθίσει οι τουλίπες και κάποιοι φίλοι μου έκαναν ακόμη μαθήματα οδήγησης και τρέχανε να βγάλουνε διπλώματα με τα μάτια στις καλοκαιρινές εξορμήσεις. Εγώ κλασικά…μεταφερόμενος εκ πεποιθήσεως. Και ποιος ξέρει,ίσως φέτος την άνοιξη να έβγαζα δίπλωμα. Αλλά η άνοιξη χάθηκε.
Έπειτα, κρατώντας στο ‘να χέρι το Σουρούνη και στ’ άλλο το Σερέφα περιπλανιέμαι σε μια Θεσσαλονίκη που ήταν σίγουρα καλύτερη. Ομορφότερη. Αθωότερη. Ίσως μόνο ο Χορτιάτης να είναι στα ντουζένια του, καθώς πολλοί Θεσσαλονικείς τον θυμήθηκαν ή τον ανακάλυψαν μέσα στην καραντίνα, όπως και το ότι υπάρχει φύση.
Πάντως, προτιμώ τη Θεσσαλονίκη του Σουρούνη -αν και δεν την έζησα- με τη θεόστενη Αγίου Δημητρίου, που με το ζόρι χωρούσε το λεωφορείο και το καφενείο Κρύσταλ, που μαθαίνανε οι μαθητές μπιλιάρδο και ζωή. Προτιμώ και τη Θεσσαλονίκη του Σερέφα, με ποιήματα γραμμένα στο Ματζέστικ και με άγνωστα απρόοπτα που προκύπτουν από μπερδεμένες με το τηλέφωνο του σινέ Ναταλί γραμμές. Σίγουρα, όμως, δεν αγαπώ τη Θεσσαλονίκη που το λεωφορείο δε χώρα από διπλοπαρκαρισμένα, που χτυπά με γκλοπ και σπρώχνει με ασπίδες τους νέους στην Άνω Πόλη. Και μετά τους κυνηγά μες τα στενά. Ούτε τη Θεσσαλονίκη με μελλοντικά τραπεζοκαθίσματα στη Νίκης.