«Εμείς δεν έχουμε χωριό»

Δεν είχαν όλοι χωριά να φεύγουν. Μερικοί έμεναν πίσω στις πόλεις, με ένα παράπονο...

Γιώργος Κορδομενίδης
εμείς-δεν-έχουμε-χωριό-189096
Γιώργος Κορδομενίδης
Τότε δεν λέγονταν «διακοπές» αλλά «αλλαγή». Αλλαγή περιβάλλοντος, προφανώς. Και συνηθειών της καθημερινότητας.

Δεν θυμάμαι να πήγαν ποτέ οι γονείς μου κάπου για «αλλαγή». Λαϊκοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, εκείνος «καθεκλοσκελετοποιός» (οι λέξεις καρεκλάς ή επιπλοποιός ή ξυλουργός ήταν απαγορευμένες), εκείνη μοδίστρα κατ’ οίκον, εποχιακή στα καπνεργοστάσια της Σταυρούπολης, νοικοκυρά και μάνα τριών παιδιών. Η σκληρή αναμέτρηση με την πραγματικότητα δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την πολυτέλεια της «αλλαγής» ― αυτά ήταν για τους αστούς.

Για μας, τα παιδιά, υπήρχαν μόνο σποραδικά μπάνια στα Απολυμαντήρια, μια λαϊκή και πολύβουη πλαζ (λέμε τώρα) στην Κρήνη, νομίζω (ή στην Καλαμαριά;). Το εξοντωτικό πήγαιν-έλα με το αστικό, κυρίως η πιο κουραστική επιστροφή, που σήμαινε και το τέλος της «εκδρομής», σχεδόν ακύρωνε τη χαρά της εξόρμησης στα παραθαλάσσια. Στο ενδιάμεσο βέβαια υπήρχαν τα πλατσουρίσματα, τα πρώτα μαθήματα μπάνιου, το φαγητό από το σπίτι σε μεταλλικά (μιλάω για την προ-τάπερ εποχή!) σκεύη σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες (οικοδόμοι, κυρίως) για να παίρνουν φαγητό από το σπίτι στη δουλειά, αλλά και τα βραστά καβούρια που πουλούσαν οι πλανόδιοι… Κυρίως όμως οι πρώτες εξάψεις.

Κάπου εκεί ήρθε η πρώτη (και τελευταία) κατασκήνωση, ίσως της Μητρόπολης, κάπου στο Πανόραμα (και πάλι, νομίζω), και ταυτόχρονα η πρώτη απομάκρυνση από το οικογενειακό περιβάλλον, η μύηση στην ομαδική, πειθαρχημένη ζωή, η αναμέτρηση με τα τέρατα που είναι τα παιδιά (κι ας μιλούν πολλοί με ευκολία για παιδική αθωότητα!). Πώς τα κατάφερε η Μαρίκα και βρέθηκε μια θέση στην κατασκήνωση εκείνη για το παιδί της «αποσυνάγωγης» οικογένειας (ο θείος πάνω από 20 χρόνια, τότε, στις φυλακές της Κέρκυρας, καθότι Καπετάνιος στο αντάρτικο) παραμένει μυστήριο αξεδιάλυτο.

Κάπου εκεί και τα σποραδικά καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς στην Ξάνθη ― που όμως το μοιραζόταν με τον θείο και την θεία, άρα δεν ήταν ακριβώς της γιαγιάς. Αλλά είχε κήπο με μεγάλα δέντρα σκιερά και οπωροφόρα, είχε πηγάδι, είχε γείτονες που καλλιεργούσαν καπνά και μας έβαζαν να «πασταλιάζουμε» τα φύλλα του καπνού, να τα περνάμε δηλαδή με βελόνες σε μεγάλες και χοντρές κλωστές, για να τα απλώσουν μετά στον ήλιο να ξεραθούν. Η αμοιβή μας: μούρα και σύκα, που η νοστιμιά τους διατηρείται ανεξίτηλη στη γευστική μου μνήμη. Μόνο που απ’ αυτή τη δουλειά μαύριζαν τ’ ακροδάχτυλα, και το βράδυ έπρεπε να τα τρίβουμε στον τσιμεντένιο νεροχύτη, μέχρι που καμιά φορά μάτωναν από το πολύ το τρίβε τρίβε ― και ποιος άκουγε τότε είτε τη Μαρίκα είτε τη θεία Μαίρη!

Στην Ξάνθη υπήρχαν και οι αξέχαστες παιδικές ποδηλατάδες στη σκιά μυθικών στη μνήμη μου δενδροστοιχιών, δίπλα σε ρυάκια όπου κολυμπούσαν γυρίνοι, αλλά και ο ποδαρόδρομος (κυρίως αυτός), δίπλα στη γραμμή του τραίνου, μέχρι το αμπέλι της γιαγιάς, που κάποια στιγμή απαλλοτριώθηκε για να γίνει εκεί το πανεπιστήμιο, αλλά περιέργως πώς φράγκο δεν είδαμε… Ύστερα, σηκώθηκε ένας μεγάλος στρόβιλος που έφερε τα πάνω-κάτω στην οικογενειακή ζωή και δεν υπήρχε μυαλό ούτε καν για γλυκερές αναμνήσεις από αυτά τα πολύ παιδικά καλοκαίρια. Και πριν και μετά, αισθανόμουν ένα μετέωρο μέσα μου κάθε φορά που άκουγα τη φράση «θα πάμε στο χωριό» (για Πάσχα, για καλοκαίρι, για Χριστούγεννα…). Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει μέσα μου, μέχρι που άκουσα από το στόμα του παιδικού μου φίλου του Αλέκου, ομοιοπαθούς, τη φράση-κλειδί: «Εμείς δεν έχουμε χωριό…»

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα