Featured

Ένα κείμενο και μια φωτογραφία: Απ’ το ίδιο γάλα

Κι όταν περνούν τα χρόνια και κυλούν, έρχεται πάντα η απώλεια. Κι εκείνη έμεινε μόνη και το αγόρι που τάιζε γάλα στο μπιμπερό μεγάλωσε...

Χρήστος Ωραιόπουλος
ένα-κείμενο-και-μια-φωτογραφία-απ-το-580271
Χρήστος Ωραιόπουλος

Εικόνα: Δημήτρης Τσίπας

Τη θυμάται να του δίνει το γάλα του κρατώντας το μπιμπερό μέχρι και την τελευταία γουλιά. Μωράκι εκείνος ρουφούσε το γάλα, με την ίδια λαχτάρα που προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια του και να δει μέσα από τα αίματα τον κόσμο, καθώς έβγαινε -δηλαδή τον έβγαζαν- από την κοιλιά της μάνας του.

Έπιανε τη ρώγα με τα ανολοκλήρωτα, ημιτελή του δόντια και με το μπιμπερό και το μέσα του δημιουργούσε μια κλεψύδρα. Μια κλεψύδρα που δεν μπορούσε να αναστραφεί. Γιατί στην πραγματικότητα ο χρόνος που παρέρχεται δεν ξαναμετριέται. Εκείνη του σιγοτραγουδούσε νανουρίσματα σε μιαν άλλη γλώσσα από εκείνη που είχε συνηθίσει να ακούει. Όσο κατέβαζε -ενίοτε λαίμαργα, ενίοτε αργά- τη στάθμη, πασπάτευε το νυχτικό της και εκείνη η ιδιαίτερα απαλότητα του υφάσματος τον χτυπούσε σαν ρεύμα ηδονής και χαλάρωσης . Ξεκινούσε από τα παιδικά του ακροδάχτυλα και κατέληγε στον εγκέφαλο, εκεί που φημολογείται πως εδρεύει, φωλιάζει το ασυνείδητο.

Εκείνος μεγάλωνε και τα μαλλιά της προγιαγιάς του άσπριζαν όλο και περισσότερο. Το γάλα στο μπιμπερό δεν διακόπηκε μεμιάς, αλλά αραιά και πού εμφανιζόταν ως ένοχο μυστικό και απόλαυση μέχρι τα χρόνια του δημοτικού. Αντικαταστάθηκε από πατάτες τηγανιτές, αυγόφετες με ζάχαρη και λαλαγγίτες. Από νωρίς κατάλαβε ότι από εκείνα τα γέρικα χελωνιασμένα χέρια με τις εξέχουσες και καθαρά διαγραφόμενες φλέβες και τα -κάτι σαν ελιές- καφέ σημαδάκια θα ανέβλυζε το καθαρότερο άρωμα της αγάπης.

Θυμάται αργότερα και τον προπαππού, που έλεγε ότι τάχα κατεβαίνει στο καφενείο, ενώ είχε ήδη πάει μια φορά, ως πρόφαση για να πεταχτεί στο περίπτερο, να του φέρει κίντερ αυγά ή τυχερή σακούλα και εκείνος χοροπηδούσε από τη χαρά του. Έκανε συμφωνία πως θα έτρωγε τη σοκολάτα μετά το φαγητό, αλλά μήπως μπορούσε να τα ανοίξει να δει το παιχνίδι-έκπληξη; Ο προπαππούς άφηνε επίτηδες άκοπο το νύχι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού και τον γαργαλούσε πότε στις πατούσες, πότε στις παλάμες και εκείνος λυνόταν στα γέλια.

Κάθε πρωί και βράδυ τους παρατηρούσε να πίνουν μαζί το γάλα τους με παξιμάδια στην κουζίνα και μετά ο καθένας το δρόμο του. Εκείνη το φαγητό, το πλυντήριο, το ξεσκόνισμα, ο προπαππούς πουκάμισο, γραβάτα, προσεκτικό χτένισμα της χωρίστρας με εκείνη των δύο μπλε αποχρώσεων χτένα και καφενείο.

Καμιά φορά βγαίνανε οι τρεις τους βόλτα. Στις γειτονιές της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Περνούσαν από μια μεγάλη λαϊκή, το γήπεδο του Άρη και το Μέγαρο Μουσικής. Βέβαια στο μυαλό του αυτή η ανάμνηση έρχεται σαν μπορντοκαφέ φωτογραφία μιας Θεσσαλονίκης με ελάχιστα αυτοκίνητα, σπίτια χαμηλά και χωματόδρομους και τους άνδρες να φορούν φράκο και καπέλο.

Το μπαλκόνι στο σπίτι ήταν τεράστιο και προσφερόταν ιδανικά για να στήνει τα παιχνίδια της φαντασίας του. Ορισμένες φορές έπαιζε κρυφτό μόνος του. Άλλες χρησιμοποιούσε το σχοινί για το άπλωμα των ρούχων ως μπασκέτα περνώντας από πάνω μια μπαλίτσα. Ακόμη κι αν είχε ρούχα απλωμένα, εκείνη ποτέ δεν του έκανε παρατήρηση, όπως ποτέ δεν του είπε ‘’σώπα!’’ για να ακούσει τηλεόραση.

Κι όταν περνούν τα χρόνια και κυλούν, έρχεται πάντα η απώλεια. Κι εκείνη έμεινε μόνη και το αγόρι που τάιζε γάλα στο μπιμπερό μεγάλωσε και περνούσε πλέον να τη βλέπει πού και πού και δεν μπορούσε να τον κοιμίσει σπίτι, όπως τότε που ήταν μικρό παιδί.

Τώρα περνούσε κάνα βραδάκι μετά το μάθημα στο πανεπιστήμιο και η προγιαγιά τού έλεγε: να πιούμε κάνα κρύο γάλα να ζεσταθούμε και του θύμιζε το Παλτό, την ταινία του Τριανταφυλλίδη και της έβαζε το γάλα, έπιανε και δυο-τρεις φρυγανιές και εκείνη τις έριχνε μέσα πιτσιλώντας, όπως στη φωτογραφία.

Και θυμόντουσαν πράγματα μαζί και του έλεγε ιστορίες. Και όταν έκανε να φύγει, με τα ίδια χέρια που άλλοτε έφτιαχναν λιχουδιές και ανέβλυζαν την αγάπη, έκοβε πάντα ένα μενεξέ από μια γλάστρα στο μπαλκόνι και του τον έδινε μαζί με μια σοκοφρέτα. ‘’Τους φύτεψε ο παππούς πριν φύγει, πάρε!’’. Κι εκείνος την αγκάλιαζε και τις φιλούσε τα χέρια δακρύζοντας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα