Πώς έζησε ένα παιδί τη χθεσινή εκκένωση της Μενεμένης
Εχτές χρειάστηκε να εκκενωθεί η Μενεμένη και το Κορδελιό για την εξουδετέρωση της περιβόητης βόμβας. Αυτή είναι μια μικρή ιστορία με τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός παιδιού για το πώς βίωσε αυτό το περίεργο Κυριακάτικο πρωινό.
Εχτές χρειάστηκε να εκκενωθεί η Μενεμένη και το Κορδελιό για την εξουδετέρωση της περιβόητης βόμβας. Αυτή είναι μια μικρή ιστορία με τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός παιδιού για το πώς βίωσε αυτό το περίεργο Κυριακάτικο πρωινό.
Λέξεις-εικόνες: Παρασκευά Σελίμ Βιλανάκη
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017, ώρα 8 το πρωί, ακούω αποσπασματικά έναν χαμηλόφωνο διάλογο. Είναι ο μπαμπάς που λέει στη μαμά να με ξυπνήσει, ήρθε η ώρα, λέει ο μπαμπάς. Ανοίγει η πόρτα του δωματίου. Είναι η μαμά. Μου φαίνεται χλωμή και νευρική. Κρατάει έναν άδειο σάκο στα χέρια της και το μόνο που μου λέει ” σήκω, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, βάλε εδώ μέσα ό,τι σου είναι πολύτιμο και ετοιμάσου να φύγουμε”. Βγαίνει βιαστικά από το δωμάτιο και εγώ σηκώνομαι αμέσως από πίσω της. Δεν με “παίρνει” για το αγαπημένο μου χουζούρι. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς συμβαίνει αλλά από το ύφος της μαμάς καταλαβαίνω πως κάτι παράξενο και σοβαρό μαζί συμβαίνει. Παίρνω τον σάκο και αρχίζω να σκέφτομαι τι μπορώ να χωρέσω μέσα σε αυτόν. Ακούω να χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας, ενώ γεμίζω τον σάκο που έβαλε στα χέρια μου η μαμά. Στρατιώτες είναι έξω από το σπίτι και χτυπούν την πόρτα μας. Ένας μεγαλόσωμος άντρας με ρούχα παραλλαγής και ένα γιλέκο σαν αυτά του δήμου τα κίτρινα με τις φωσφοριζέ ασημί ρίγες στέκεται στην είσοδο και μας υπενθυμίζει ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε. Ξαναπιάνω τον σάκο και κάνω αποφασιστικά της επιλογές μου. Η φωτογραφία όλης της οικογένειας στην μπροστινή βεράντα σε κάποιο οικογενειακό γλέντι, μερικά μικρά εικονίσματα της Παναγίας και του Ταξιάρχη, μια αλλαξιά, μια ζεστή μπλούζα, μια τελευταία ματιά ένα γύρο. Α! Το σημειωματάριό μου. Στις σελίδες του εμπιστεύομαι τις σκέψεις μου. Ξαφνικά μπαίνει ο μπαμπάς λαχανιασμένος. Παίρνει προμήθειες και λέει στη μαμά πάρε τον μικρό και βγες έξω.
Τρέχω στο δωμάτιο ανοίγω τον σάκο και βάζω μέσα το κινητό και το πάσο που είχα πάνω στο κομοδίνο. Βγαίνω έξω και βλέπω την μαμά να στέκεται μπροστά στην πόρτα αναστατωμένη να λέει φεύγουμε. Κάποιος κύριος ήρθε για τελευταία προειδοποίηση μάλλον θα ήταν αστυνομικός με αρπάζει η μαμά απ το χέρι και λέει δεν έχουμε άλλο χρόνο. Βγαίνουμε έξω αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη το μόνο που βλέπω είναι οικογένειες να προσπαθούν να διαφύγουν μέσα απτό πλήθος των ανθρώπων. Η μέρα ψυχρή δίχως ήλιο σαν να είναι εγκλωβισμένη στην βουή των ανθρώπων. Μπαίνουμε στο αμάξι. Η ώρα 9:15 ο κόσμος στους δρόμους, αυξημένη κίνηση, κοιτάζω από το παράθυρο του αυτοκινήτου τον συννεφιασμένο ουρανό σαν να έχει θολώσει το τζάμι και δεν μπορείς να δεις προς τα μέσα.
Σκέφτηκα και είπα θεέ μου γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν ό,τι πολύτιμο έχουν μήπως τους αναγκάζει κάτι; Ναι ίσως τους αναγκάζει κάτι όπως τον Μουχάμετ. Ο Μουχάμετ είναι συμμαθητής μου και είναι πρόσφυγας από την Συρία. Τώρα καταλαβαίνω τι θα πει πρόσφυγας. Ο Μουχάμετ άφησε πίσω του ό,τι πολύτιμο είχε και ζει σε ένα μέρος που λέγεται hot spot. Σκέφτηκα μήπως και εγώ καταλήξω να ζω σαν πρόσφυγας και είπα γιατί; H μαμά ρώτησε τι συμβαίνει, ο μπαμπάς κοίταξε από το καθρεφτάκι του αμαξιού. Ρώτησα τι ακριβώς γίνεται; πού πάμε; γιατί αυτοί οι άνθρωποι μας διώχνουν από το σπίτι μας;
Ο μπαμπάς απάντησε πρέπει να απομακρυνθούμε για μερικές ώρες. Στο ραδιόφωνο άκουσα να λένε ότι άρχισε η εξουδετέρωση της βόμβας. Προβληματίστηκα. Ποιοι είναι αυτοί που μας διώχνουν και γιατί το κάνουν; Γιατί οι άνθρωποι έχουν διαφωνίες και φτάνουν σε σημείο να πρέπει να πολεμήσουν; Πρέπει να σταματήσουν να το κάνουν αυτό, να σταματήσουν να αναγκάζουν τον κόσμο να αφήνει το σπίτι του και να τρέχει να σωθεί. Δεν θέλουμε να συμμετάσχουμε σε αυτόν τον αναγκασμό που κοστίζει οικογένειες συγγενείς, περιουσίες, φίλους. Δεν θέλουμε να χάσουμε κανέναν από την ζωή μας, ούτε να αφήσουμε πίσω ότι μας ανήκει.
Η ώρα 9:30 φτάνουμε στο κέντρο της πόλης οι καφετέριες γεμάτες από κόσμο. Σε λίγες ώρες θα είμαι και πάλι στο σπίτι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Μιλάμε απλά για μια βόμβα του Β’ παγκόσμιου πολέμου που θα εξουδετερωθεί. Η ώρα 12:00 η βόμβα έχει απενεργοποιηθεί και ετοιμάζεται η μεταφορά της. Τώρα καταλαβαίνω πώς νοιώθει ένας πρόσφυγας στην χώρα μου, τι σημαίνει να χάνεις την οικογένεια σου, να μην έχεις τίποτα και κανέναν.
Η ώρα 15:00 το μεσημέρι γυρνάμε σπίτι. Είμαι κουρασμένος. Στο πάτωμα η φωτογραφία που είχα βάλει στον σάκο, μάλλον θα έπεσε από την βιασύνη μου να φύγω. Ξαπλώνω στον καναπέ κλείνω τα μάτια και λέω ΘΕΕ ΜΟΥ ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΕΙ ΑΛΛΟΣ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ Ο,ΤΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΕΧΕΙ.