Ένας Flaneur στη Θεσσαλονίκη: Γλυκό χάος με γλυκάνισο στα Λαδάδικα

Ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και γράφει για όσα βλέπει.

Parallaxi
ένας-flaneur-στη-θεσσαλονίκη-γλυκό-χάος-με-γ-439403
Parallaxi
Εικόνα: Vitus Bachhausen

Λέξεις – Εικόνες: Vitus Bachhausen | Μετάφραση: Μαριαλένα Μουλού

Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που αποφάσισε πρόσφατα να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Πριν λίγο καιρό, η Parallaxi μίλησε μαζί του, αναζητώντας και μαθαίνοντας τα κίνητρα γύρω από αυτήν την (πράγματι ασυνήθιστη) απόφαση. Με ένα γραπτό επεισόδιό του ανά εβδομάδα, θα παρουσιάζει το ημι – αυτοβιογραφικό του δοκίμια με τίτλο ”A Flaneur’s Pilgrimage”, την ιστορία ενός ξένου που βυθίζει τον εαυτό του μέσα στην πόλη ώστε να έρθει πιο κοντά στην καρδιά της καινούργιας του ελληνικής πατρίδας, πιο βαθιά στην δική του καρδιά.

Vitus Bachhausen is a young German artist who decided to make Thessaloniki his home. Some while ago we already talked to him about his motifs for this unusual move. Now and in the course of the coming weeks, Vitus will elaborate even more on his curious case. With one episode per week he will present his semi-autobiographical essay “A Flaneur’s Pilgrimage”, the story of a stranger immersing himself into the city, to come closer to the heart of his new Greek home and his own.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα προηγούμενα επεισόδια ΕΔΩ

***

A COSY CHAOS / ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΧΑΟΣ

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Παρόλο που η ώρα του μεσημεριανού είχε περάσει πια, η κοπέλα μου πρότεινε να συναντήσω εκείνη και τους παλιούς της συμμαθητές στο Κουρμπέτι, μια ταβέρνα σε μια γωνιά του δρόμου στα όλο ζωή Λαδάδικα.

Τα πάντα εδώ, καφέ, μπαρ και κλαμπ, ήταν τόσο εξωστρεφή, όσο οι πελάτες τους: Ηχηρή μουσική από τις ανοιχτές πόρτες, τραπέζια και καρέκλες απλωμένα στο πεζοδρόμιο, λαχταριστές μυρωδιές μαγειρεμένου φαγητού διάχυτα στους δρόμους. Η τόση ειλικρίνεια τα έκανε σχεδόν απρόσιτα στους τουρίστες.

Όταν έβγαζες τα γυαλιά σου στην αναζωογονητική σκιά αυτών των στενών, η θέα που αντίκριζες δεν ήταν καθόλου γραφική: Αυτοκίνητα σε προσπερνούσαν παρά τρίχα κάθε τόσο και το περιεχόμενο των κάδων έξω απ’τα νυχτερινά μαγαζιά ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές. Ήμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να βρούμε ένα τραπεζάκι έξω, μέσα σ’αυτό το γλυκό χάος.

Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα μάθημα ελληνικών που δεν θα μπορούσα να έχω διδαχτεί σε καμία τάξη: Παρότι ο καθένας είχε το δικό του, εμείς μοιραστήκαμε την πληθώρα των πιάτων που είχαν στριμωχτεί επάνω στο μικροσκοπικό τραπέζι. Εκτός από τις λογικές τιμές που είχε το παράλογα νόστιμο φαγητό, τίποτα άλλο δεν είχε λογική.

Και τότε ήρθε το τσίπουρο, το δικής τους παραγωγής με 40-45% αλκοόλ. Όπως και να’ χει, θα μπορούσα να πω πως ήταν ο γλυκάνισος που με παρέσυρε σ’ αυτή την κατάσταση ανέμελης ευτυχίας, αλλά γι’ αυτό που ακολούθησε, παίρνω όλη την ευθύνη. Εμφανώς, είχα αποφασίσει να αντιμετωπίσω το βάπτισμα του πυρός μου.

It wasn’t exactly lunch time anymore but my girlfriend invited me to join her and her old classmates in To Kourbeti, a tavern situated on a side street in the lively Ladadika quarter. All the places here, cafes, bars and clubs, were as extroverted, as their clientele: Music sounding through the open doors, tables and chairs spread on the pavement, the appetising scent of cooked food permeating the streets.

That much honesty made it mostly inaccessible to tourists. As soon as you’d take off your sunglasses in the refreshing shadows of those side streets, the view wasn’t typically sightly: Cars occasionally passed by a close shave and the contents in the garbage bins at the backside of a nightclub were all too visible. We were lucky enough to find a table in the cosy chaos outside the tavern.

What followed was a lesson in Greek I could not have learned in any classroom: Although everybody had their own plate, we shared from the exuberant amount of dishes that were cramped on the tiny table. Except for the moderate prices of the ridiculously delicious food, nothing came in moderation. And there was tsipouro, the regional distilled spirit with 40-45 percent of alcohol by volume.

Anyway, I could blame the tsipouro’s sweet anise flavour for luring me into that state of carefree happiness, but what happened later was probably all on me. Apparently I had decided to take on my baptism of fire.

*Για να επικοινωνήσετε με τον Vitus, βρείτε το Facebook Profile του ΕΔΩ και το Instagram Profile του ΕΔΩ

**Περισσότερα επίσης: www.behance.net/vitus_bachhausen

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα