Ένας Flaneur στη Θεσσαλονίκη: Μάσκαρα και μαύρα γυαλιά

Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και βλέπει την πόλη μέσα από διαφορετικό φίλτρο.

Parallaxi
ένας-flaneur-στη-θεσσαλονίκη-μάσκαρα-και-μαύ-430854
Parallaxi
Εικόνα: Vitus Bachhausen

Λέξεις – Εικόνες: Vitus Bachhausen | Μετάφραση: Μαριαλένα Μουλού

Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που αποφάσισε πρόσφατα να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Πριν λίγο καιρό, η Parallaxi μίλησε μαζί του, αναζητώντας και μαθαίνοντας τα κίνητρα γύρω από αυτήν την (πράγματι ασυνήθιστη) απόφαση. Με ένα γραπτό επεισόδιό του ανά εβδομάδα, θα παρουσιάζει το ημι – αυτοβιογραφικό του δοκίμια με τίτλο ”A Flaneur’s Pilgrimage”, την ιστορία ενός ξένου που βυθίζει τον εαυτό του μέσα στην πόλη ώστε να έρθει πιο κοντά στην καρδιά της καινούργιας του ελληνικής πατρίδας, πιο βαθιά στην δική του καρδιά.

Vitus Bachhausen is a young German artist who decided to make Thessaloniki his home. Some while ago we already talked to him about his motifs for this unusual move. Now and in the course of the coming weeks, Vitus will elaborate even more on his curious case. With one episode per week he will present his semi-autobiographical essay “A Flaneur’s Pilgrimage”, the story of a stranger immersing himself into the city, to come closer to the heart of his new Greek home and his own.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα προηγούμενα επεισόδια ΕΔΩ

***

MASCARA AND SUNGLASSES / ΜΑΣΚΑΡΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ ΓΥΑΛΙΑ

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Αφότου απομακρύνθηκα από τη θάλασσα, σύντομα διέσχιζα την Τσιμισκή, ίσως τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της Θεσσαλονίκη, γεμάτο στόλους από αμάξια που έτρεχαν από το ένα φανάρι στο επόμενο και σταματούσαν μόνο για να επιτρέψουν στο πλήθος των περιπατητών και καταναλωτών να δουν τι έχει να τους προσφέρει η απέναντι πλευρά.

Ο ήλιος που δεν είχε φτάσει ακόμα στο ψηλότερο σημείο του, άφηνε μικρές σκιές στην άλλη πλευρά του δρόμου. Χάζευα τις βιτρίνες, μα περισσότερο από τα προϊόντα, με εντυπωσίαζαν οι κούκλες. Με τον ήλιο να πέφτει επάνω στο λείο πλαστικό δέρμα, έλαμπαν σαν χρυσάφι λες και τις σμίλεψε ο ίδιος ο βασιλιάς Μίδας. Μακάρι να μπορούσαν να δουν τους εαυτούς τους κάτω από αυτό το θεαματικό φως.

Ώσπου, με τρόμο, συνειδητοποίησα πως το μόνο πράγμα που κοσμούσε το κενό τους πρόσωπο, ήταν ένα ζευγάρι γεμάτες μάσκαρα βλεφαρίδες, σα να μαρτυρά όλα αυτά που δεν ήταν. Δεν είχαν μάτια για τη δική τους ομορφιά. Κανένας άλλος δε φαινόταν τόσο εντυπωσιασμένος, όσο εγώ, όλοι προσπερνούσαν φορώντας τα πιο μοδάτα μαύρα γυαλιά. Τι να έβλεπαν άραγε; Κοιτούσαν εμένα, τον ξένο, τον περίεργο άλλο, που περιέργως είχε ‘κολλήσει’ σε μια πλαστική κούκλα κάποιας βιτρίνας;

Εικόνα: Vitus Bachhausen

Δεν μπορούσα να δω, δεν μπορούσα να καταλάβω. Γιατί αρνιόνταν να δουν τα πράγματα όπως είναι, υπό το πρίσμα της αλήθειας των δικών τους ματιών, απαλλαγμένοι από τα φίλτρα των υποκειμενικών προκαταλήψεων; Ήθελα να καταλάβω.

Για πρώτη φορά έβγαλα το δικό μου ζευγάρι Ray-ban Wayfarers. Και είδα: ένα κόσμο θαμπό, αδιάφορο προς διευκόλυνση μου, προκατασκευασμένο προς όφελος της προσωπικής μου εμπειρίας. Δεν ήταν τίποτα απ’όσα γνώριζα, αλλά ήταν εξίσου όμορφος.

After walking away from the sea I soon stranded on Tsimiski, probably the busiest road of Thessaloniki, with fleets of cars racing from one traffic light to the next, where they would stop only to allow the crowds of strollers and shoppers to see what the other side of the street had to offer. The sun had not yet reached its peak and laid out short shad- ows on one side of the street.

I was window-shopping, but more than the products they were wearing, the mannequins dazzled me. With the sun falling on their glossy plastic skin they were glowing golden as if King Midas himself had sculptured them. I wished they could see themselves in this spectacular light. Until, in shock, I realised that only a pair of mascaraed eyelashes decorated their hollow face, as if to insinuate what they were not. They had no eyes for their own beauty.

No one around seemed as dazzled as I was, everybody was going ahead as usual, sporting the most fashionable shapes of sunglasses. What were they even seeing? Were they looking at me, the stranger, the strange other, who seemed strangely obsessed with a plastic doll in a shop window? I couldn’t tell, I couldn’t understand. Why were they refusing to see the things as they were, through the segue of truth that was their eyes, unhindered by the truth-filtering shades of subjective preconceptions?

I wanted to understand. For the first time I took out my pair of Wayfarers. And I saw: A world toned down, tamed for my convenience, ready-made for my very own experience. It was not what I had known, but it was beauti- ful, too.

*Για να επικοινωνήσετε με τον Vitus, βρείτε το Facebook Profile του ΕΔΩ και το Instagram Profile του ΕΔΩ

**Περισσότερα επίσης: www.behance.net/vitus_bachhausen

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα