Ένας Flaneur στη Θεσσαλονίκη: Οι ατέλειωτοι δρόμοι της πόλης
Ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και γράφει για όσα ζει.
Λέξεις – Εικόνες: Vitus Bachhausen | Μετάφραση: Μαριαλένα Μουλού
Ο Vitus Bachhausen είναι ένας νεαρός Γερμανός καλλιτέχνης που αποφάσισε πρόσφατα να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Πριν λίγο καιρό, η Parallaxi μίλησε μαζί του, αναζητώντας και μαθαίνοντας τα κίνητρα γύρω από αυτήν την (πράγματι ασυνήθιστη) απόφαση. Με ένα γραπτό επεισόδιό του ανά εβδομάδα, θα παρουσιάζει το ημι – αυτοβιογραφικό του δοκίμια με τίτλο ”A Flaneur’s Pilgrimage”, την ιστορία ενός ξένου που βυθίζει τον εαυτό του μέσα στην πόλη ώστε να έρθει πιο κοντά στην καρδιά της καινούργιας του ελληνικής πατρίδας, πιο βαθιά στην δική του καρδιά.
Με αυτό το κείμενο ολοκληρώνεται η σειρά A Flaneur’s Pilgrimage στην Parallaxi.
Vitus Bachhausen is a young German artist who decided to make Thessaloniki his home. Some while ago we already talked to him about his motifs for this unusual move. Now and in the course of the coming weeks, Vitus will elaborate even more on his curious case. With one episode per week he will present his semi-autobiographical essay “A Flaneur’s Pilgrimage”, the story of a stranger immersing himself into the city, to come closer to the heart of his new Greek home and his own.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα προηγούμενα επεισόδια ΕΔΩ
***
YOUR WAYS ARE ENDLESS / ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΣΟΥ
Έφτασα στο Επταπύργιο, στο βυζαντινό κάστρο που θρόνιαζε στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, τον τελικό προορισμό του προσκυνήματος μου. Από αυτό το σημείο, έτσι πίστευα, πως θα δω την ολότητα σου: Κάθε φανάρι να ανάβει κόκκινο, κάθε μαγαζί ν’ ανοίγει την πόρτα του, κάθε φρέντο να σερβίρεται. Δεν είχα δει ακόμα τίποτα.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έχασα ένα τραγικό γατοκαυγά που οδήγησε σε μία αλλαγή ηγεσίας στη γειτονιά της Άνω Πόλης. Έχασα την ομάδα γκραφίτι που ολοκλήρωνε το υψηλότερο έως τώρα έργο της στον ακάλυπτο μιας εγκαταλειμμένης πολυκατοικίας. Έχασα την φευγαλέα επίσκεψη ενός δελφινιού στο λιμάνι και το μωρό που το είδε αλλά δεν μπόρεσε να πει σε κανέναν για το πρώτο εκπληκτικό θέαμα της ζωής του. Έχασα εσένα, παρόλο που ξάπλωνες γυμνή μπροστά μου, με την κομψή σου σιλουέτα από σπίτια και δρόμους να σχηματίζονται ανάμεσα στις γραμμές της γης και της θάλασσας.
Η εκτυφλωτική σου αύρα επισκίαζε με ευκολία τα μαγευτικά στοιχεία της φύσης, τα έκανες να χάνονται μέσα στο σκοτάδι της ματαιότητας. Η λάγνα λάμψη σου με είχε διαφωτίσει. Ήθελα να ριχτώ πίσω σε σένα. Να πάω εκεί που όλα έρεαν, έρεαν, έρεαν, ζούσαν. Η ουτοπία ενός περιπλανητή, για όλους τους ατελείωτους δρόμους σου, που προσπαθώ μα ποτέ δεν φτάνω. Ώσπου δέχτηκα μια κλήση σου. Ήταν η ώρα να γυρίσω σπίτι.
I reached Heptapyrgion, the Byzantine-era fortress throning on the acropolis of Thessaloniki, the final destination of my pilgrimage. From this vantage point, so I thought, I could finally see the whole of you: Every traffic light turnt red, every shop door opened, every iced coffee served. Yet I had seen nothing.
Just in that moment, I missed a tragic catfight leading to an authoritative shift in the Ano Poli quarter of the upper town. I missed the graffiti crew finalising their highest piece yet on the backside of an abandoned apartment block. I missed a dolphin’s fleeting visit to the harbour and the infant that saw it but couldn’t tell anybody about the first wondrous apparition of his life. I missed you, even though you laid bare, right in front of me, with your shapely silhouette of houses and roads formed along the lines of earth and sea.
With ease your blinding aura outshone the majestic elements, you made them fade into the darkness of inessentiality. Your lascivious glow had enlightened me. I wanted to throw myself right back into you. To go where everything was flowing, flowing, flowing, living. A flaneur’s utopia, for your ways are endless, never-grasping, ever-reaching. Then I received a call from you. It was time to come home.