Ένας σύντομος απολογισμός της ελληνικής δικαιοσύνης
Πόσο κοστολογείται το κύρος της ισονομίας;
«Η δικαιοσύνη είναι τυφλή», λένε. Στην πραγματικότητα, όμως, επιλέγει να κλείσει τα μάτια της ή μήπως κρυφοκοιτάζει;
Στην περίπτωση της Ελλάδας – που αν μη τι άλλο – αποτελεί κράτος δικαίου, η αρχαία Θέμις δεν έχει απλώς τα μάτια της ορθάνοιχτα, αλλά αποφάσισε και να αδιαφορήσει.
Κατά το διάστημα των τελευταίων ημερών, πρωταγωνιστεί στους πρώτους τίτλους η είδηση της αποφυλάκισης του ηθοποιού και σκηνοθέτη, Δημήτρη Λιγνάδη, ο οποίος παρά το ότι κρίθηκε ένοχος για δύο βιασμούς και καταδικάστηκε σε δωδεκαετή κάθειρξη, κατέληξε να «εκτίει την ποινή του», κατά πάσα πιθανότητα από τον καναπέ του σπιτιού του.
Παράλληλα, γνωστός «μεγαλοδικηγόρος» και υπερασπιστής του, θεώρησε ορθή ιδέα να παίξει το «χαρτί» της διαπόμπευσης, δίνοντας στο φως της δημοσιότητας τα στοιχεία των θυμάτων.
Και αυτό δεν είναι κάποιου είδους κακόγουστου αστείου, συμβαίνει στη χώρα μας, όπου ένας βιαστής (ανηλίκων) μπορεί να εξαγοράσει την ελευθερία του, επειδή έχει 30 χιλιάρικα στην τσέπη του και φίλους ισχυρούς.
Δυστυχώς, η προκείμενη υπόθεση φαίνεται να μην αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, αλλά περισσότερο άλλη μία στις τόσες.
Μόλις την άνοιξη που πέρασε, μαζί με τα πρώτα άνθη που έφερε, έστειλε και τον δολοφόνο του αδικοχαμένου Αλέξη Γρηγορόπουλου, Επαμεινώνδα Κορκονέα, εκτός φυλακής. Μια απόφαση που λήφθηκε αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου. Σε έναν αστυνομικό, το όργανο της δήθεν «τάξης», που πυροβόλησε και σκότωσε ένα έφηβο παιδί.
Από την άλλη, για τους δολοφόνους τ@ Ζακ, που τ@ν ξυλοκόπησαν και βασάνισαν μέχρι θανάτου, το δικαστήριο αποφάσισε την καταδίκη μεσίτη και κοσμηματοπώλη, με τον πρώτο μάλιστα, να έχει κερδίσει ξανά την ελευθερία του, ενώ επίσης, προχώρησε και στην αθώωση των αστυνομικών που εμπλέκονταν στο συμβάν.
Και για να μην ξεχνιόμαστε, στην αμφιλεγόμενη υπόθεση της Γεωργίας Μπίκα, η εισαγγελική απόφαση προτείνει να πληρώσει η ίδια τα δικαστικά έξοδα για την καταγγελία του βιασμού της, καθώς και την απαλλαγή των δύο αδελφών – κατηγορουμένων.
Σε μια χώρα, αυτή των «αθώων», που επιτρέπεται σε κάθε βιαστή, παιδόφιλο και δολοφόνο, κάθε «λεβέντη» της σαπισμένης αυτής κοινωνίας, να κυκλοφορεί ανενόχλητος και ανεμπόδιστος, η ελληνική δικαιοσύνη, μάλλον κατάφερε – και με νηφαλιότητα μάλιστα – να ντροπιάσει την πολιτισμένη πλευρά του ανθρώπινου γένους.
Όταν ο ισχυρός υπερισχύει ανεξαιρέτως, από ποια πηγή μπορεί να αντλήσει κανείς εμπιστοσύνη; Θα τολμήσει δειλά να καταγγείλει τον «μεγάλο», τελικά όμως, θα ακουστεί;
Ποιος θα δώσει ασφάλεια στα θύματα και τις οικογένειές τους, όλους όσους βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν, να υψώσουν το «ευάλωτο» κάποτε ανάστημά τους και τώρα έρχονται αντικριστά με το «τέλος», επωμίζονται ξανά και ξανά μια άλλη μορφή βιασμού, που παραμένει ωστόσο ο δικός του. Και αυτές τις μάνες, που είναι καταδικασμένες να βιώνουν κάθε μέρα το χαμό των σπλάχνων τους, αυτές ποιος θα τις δικαιώσει;
Η ελληνική δικαιοσύνη, λοιπόν, στέλνει το μήνυμά της στα θύματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, τους σηκώνει το δάχτυλο και τους λέει πως την αδικία θα πρέπει να την καταπιούν μέσα τους και όχι να την φωνάξουν.
«Το δίκαιο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το συμφέρον του ισχυρού», είπε ο Πλάτωνας, και η Ελλάδα φρόντισε να τιμήσει τα λόγια του αρχαίου προγόνου της, διαμορφώνοντας ένα κράτος δικαίου που αφήνει δολοφόνους και βιαστές έξω. Η δικαιοσύνη κάνει τα στραβά μάτια στις ατασθαλίες της εξουσίας που εξευτελίζει τον αδύναμο, είτε αυτός είναι θύμα βιασμού, είτε οροθετική ιερόδουλη, είτε ακόμα και ένα νήπιο.
Κατά τα άλλα, ζούμε σε ένα αμερόληπτο κράτος δικαίου. Δικαιοσύνη και εξουσία συνένοχοι στο έγκλημα, αλλά βρίσκουν μπροστά τους τον κόσμο που οραματίζεται μια δικαιότερη κοινωνία.