Ενεργειακή κρίση: Ένα παγκόσμιο-ελληνικό φαινόμενο
Με απογοήτευση-και καμία έκπληξη- διαπιστώνουμε πως η κραυγαλέα αύξηση τιμών είναι απόρροια της πολιτικής διάστασης της ενεργειακής κρίσης.
Λέξεις: Δημήτρης Ντόγας
Η ενεργειακή κρίση των τελευταίων μηνών, έχει αποκτήσει ταχύτατη και αρνητική επίδραση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ένα παγκόσμιο φαινόμενο που βρήκε την Ελλάδα για ακόμη μια φορά απροετοίμαστη και τους πολίτες της παροπλισμένους στη θέα των υπερδιογκωμένων λογαριασμών. Πόλεμος, Χρηματιστήριο Ενέργειας και αισχροκέρδεια είναι μερικές από τις λέξεις που πρωταγωνιστούν στα λόγια των αναλυτών.
Παρά το γεγονός ότι το ενεργειακό «μπαμ» οφείλεται σε μια σειρά από εξωγενείς παράγοντες, η υψηλή θέση της Ελλάδας στη χονδρική τιμή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει αδικαιολόγητη.
Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας
Περιληπτικά, το Χρηματιστήριο Ενέργειας λειτουργεί βάσει Ευρωπαϊκών οδηγιών για εφαρμογή του target model. Το target model έχει στόχο να δημιουργήσει μία ενιαία αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς περιορισμούς στις συναλλαγές. Έτσι, διευκολύνεται η σύνδεση μεταξύ εθνικών αγορών και κατ΄επέκταση ενισχύεται ο ανταγωνισμός, με τελικό αποδέκτη και ωφελημένο τον καταναλωτή.
Διαμόρφωση τιμών
Στη διαμόρφωση τιμών καθοριστικό ρόλο παίζει η προημερήσια αγορά. Με απλά λόγια, σε μία «τυπική ημέρα» στο EXE , ο ΑΔΜΗΕ(Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) κοινοποιεί την πρόβλεψη του για το απαιτούμενο φορτίο της επόμενης ημέρας.
Με βάση αυτό , οι προμηθευτές δηλώνουν την ποσότητα του φορτίου που υπολογίζουν ότι θα χρειαστούν (σύμφωνα με το πελατολόγιο τους και το ιστορικό) και θέτουν όριο στην τιμή αγοράς του. Να σημειωθεί πως τα όρια τιμής τίθονται ωριαία, καθώς η ζήτηση ποικίλει κατά τη διάρκεια της ημέρας(π.χ. υψηλή ζήτηση τις πρωινές-μεσημεριανές ώρες, χαμηλή τις νυχτερινές). Την πολυπλοκότητα του συστήματος έρχεται να απλοποιήσει ο Ευρωπαϊκός αλγόριθμος Euphemia , ο οποίος «κατευθύνει» τις συναλλαγές με βάση τη ζήτηση και την προσφορά διαμορφώνοντας την τιμή εκκαθάρισης.
Παρόλο που το εγχείρημα της ενιαίας αγοράς παρουσιάζει προοπτικές εφόσον αξιοποιηθεί στη βάση του , η ελληνική πραγματικότητα μας υπενθυμίζει πως προτεραιότητα ΔΕΝ είναι η κοινωνική ευημερία. Αυτό που παρατηρείται στην πράξη, είναι οι λιγοστές εταιρίες παραγωγής να εκμεταλλεύονται το ολιγοπώλιο στην αγορά και να κερδοσκοπούν-με την ανοχή της κυβέρνησης- εις βάρος του καταναλωτή, υπερκοστολογώντας τις υπηρεσίες τους.
Η στρέβλωση στην τελική τιμή
Και ενώ το κόστος παραγωγής διαφέρει ανάλογα με τη μονάδα παραγωγής(π.χ. θερμικές μονάδες με φυσικό αέριο, ΑΠΕ, υδροηλεκτρικές, λιγνίτης), η τελική χονδρική τιμή πώλησης διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου βάσει του κόστους της πιο ακριβής μονάδας, εν προκειμένω του φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, εάν για την παραγωγή 100MWh, οι 99MWh προέρχονται από τις φθηνές ΑΠΕ και η 1MWh από μονάδα φυσικού αερίου τότε και οι 100MWh θα αγοραστούν στον κόστος παραγωγής της μονάδας φυσικού αερίου.
Απότομη μετάβαση στην «πράσινη εποχή» και απολιγνιτοποίηση
Το 2019 ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία , στόχος της οποίας είναι η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας της Ευρώπης έως το 2050. Και ενώ πολλά ευρωπαϊκά κράτη ανακοίνωσαν τη σταδιακή απομάκρυνση από τον άνθρακα σε βάθος 20ετίας και παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ προγραμμάτισε τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση σε βάθος 10ετίας, η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη στην προσπάθεια της να αναδείξει τις οικολογικές της ευαισθησίες, έρχεται να ανακοινώσει το άμεσο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Μία βεβιασμένη απόφαση που εκ των πραγμάτων κρίνεται εσφαλμένη, καθώς η έλλειψη σχεδίου αντικατάστασης του φθηνού λιγνίτη από τις «πράσινες» ΑΠΕ , έφερε στο προσκήνιο τις ακριβές-και αντίστοιχα ρυπογόνες- μονάδες φυσικού αερίου.
Στον επίλογο
Λαμβάνοντας υπόψιν τους υπερασπιστές της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, καταλαβαίνουμε ότι στην Ελλάδα του 2022 η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος αποτελεί περισσότερο είδος πολυτελείας παρά είδος πρώτης ανάγκης με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ το Νοέμβριο του 2021.
Με απογοήτευση-και καμία έκπληξη- διαπιστώνουμε πως η κραυγαλέα αύξηση τιμών στην ελληνική αγορά ενέργειας είναι απόρροια της πολιτικής διάστασης της ενεργειακής κρίσης.
Ημιτελής προσπάθεια μετάβασης από το λιγνίτη στην «πράσινη» ενέργεια με δήθεν μεταβατικό μέσο τις θερμικές μονάδες φυσικού αερίου, εισαγωγή στο Χ.Ε. με ελάχιστες εταιρίες-κολοσσούς να δρουν ανεξέλεγκτα, ανύπαρκτος επιμερισμός του υψηλού κόστους σε πολιτεία-προμηθευτές-παραγωγούς- καταναλωτές και αντ’ αυτού ολοκληρωτική επιβάρυνση των τελευταίων.
Εν κατακλείδι, όσο αδιαπραγμάτευτο και να είναι το γεγονός ότι οι υψηλές τιμές είναι κυρίως συνέπεια του πολέμου και της γενικότερης ακρίβειας, δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τα δυσβάσταχτα κόστη της ελληνικής αγοράς.
Η έλλειψη ενεργειακής στρατηγικής σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πεποίθηση της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς και κατ’ επέκταση τη μη παρέμβαση σε αυτή, παραμένει ως τροχοπέδη για την αποκλιμάκωση του ελληνικού δημιουργήματος, αυτού της καιροσκοπίας και κερδοσκοπίας.
*Ο Δημήτρης Ντόγας είναι φοιτητής Πολυτεχνικής Σχολής