Έπινε καφέ με θέα τα καράβια

του Παναγιώτη Ιωσηφέλλη EΠΙΝΕ ΚΑΦE ΜΕ ΘEΑ ΤΑ ΚΑΡAΒΙΑ και σκέφτηκε πως,τον τελευταίο καιρό, ο Θερµαϊκός τού θύµιζε λίµνη. Αµέσως µετά, µια περίεργη και ελαφρώς ασύνδετη ροή από σκέψεις τον έκανε να το πάρει απόφαση. Τέλος, σκέφτηκε. Τέλος οι καφέδες µε θέα τα καράβια. Τα «δερβισάκο, άµα γίνει η δουλειά κάτι θα περισσέψει και για […]

Παναγιώτης Ιωσηφέλης
έπινε-καφέ-με-θέα-τα-καράβια-38802
Παναγιώτης Ιωσηφέλης
1.jpg

του Παναγιώτη Ιωσηφέλλη

EΠΙΝΕ ΚΑΦE ΜΕ ΘEΑ ΤΑ ΚΑΡAΒΙΑ και σκέφτηκε πως,τον τελευταίο καιρό, ο Θερµαϊκός τού θύµιζε λίµνη. Αµέσως µετά, µια περίεργη και ελαφρώς ασύνδετη ροή από σκέψεις τον έκανε να το πάρει απόφαση. Τέλος, σκέφτηκε. Τέλος οι καφέδες µε θέα τα καράβια. Τα «δερβισάκο, άµα γίνει η δουλειά κάτι θα περισσέψει και για σένα». Τέλος. ∆εν αντέχεται άλλο. Αυτή η θολούρα, δεν αντέχεται. Φτάνει. Καλά ήταν όσο ήµασταν παιδιά. Αλλά το ροκ που γεννήθηκε στις παλιές µας γειτονιές πέθανε, οι λογοτέχνες του εσωτερικού µονολόγου φύγανε κι οι µεταµεσονύκτιες προβολές (που όποιος φοβόταν πήγαινε και κοιµόταν) τελειώσανε. Ξηµέρωσε κι οι παρέες αποδεκατίστηκαν – οι πιο πολλοί ζούνε, πλέον, στο Μετς και στο Κουκάκι. Στο Χαλάνδρι και την Αγ. Παρασκευή. Στην Αθήνα. Μεγαλώσαµε, αποφάσισε, κι αυτή η πόλη µε τη θολούρα και τα ωραία της είναι σαν χωριό. Κατάλληλη για πολύ µικρούς ή πολύ µεγάλους. Όχι για αυτούς που ήρθε η ώρα τους να αντιµετωπίσουν την πραγµατικότητα. Όχι για µας.

Κατέβηκε στην Αθήνα να ζήσει πραγµατικά. Να δει άσπρη µέρα.

Και είδε. Λιγότερος ύπνος, καθαρότερο κεφάλι. Ο Αττικός ουρανός. Πόσα λεφτά θες για τη δουλειά σου; Τόσα. Πάρτα. Όπως Αµερική. ∆εν παρακολουθούσε από µακριά την πραγµατικότητα. Ήταν ο ίδιος µέρος της. Κοµµάτι ζωντανό. Το κύτταρο που αντανακλούσε τις στοιχειώδεις ιδιότητες του όλου. Χωρίς την έπαρση του επαρχιώτη που κατάφερε ό,τι κατάφερε, ενώ οι διπλανοί του την ίδια ώρα τα έξυναν µέχρι να µατώσουν. Γύρω του όλοι κυλούσαν από το ένα επίτευγµα στο άλλο, τη µια επιτυχία µετά την άλλη. Όλοι ήταν σούπερ παραγωγικοί και ωραίοι, αναβαθµισµένα µοντέλα µιας λαµπερής πραγµατικότητας. Όλοι αναφέρονταν στον εαυτό τους µε όρους όπως µούλτι-τασκ, ούλτρα στρένγκθ και πόζιτιβ αγκρεσίβιτι. Φορούσαν πανάκριβα αθλητικά παπούτσια µιλούσαν ήρεµα, δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ και έβγαζαν λεφτά. Πολλά λεφτά. Η θολούρα είχε διαλυθεί, δίνοντας τη θέση της σε µια πρωτοφανή αίσθηση πραγµατικότητας. Και ενέργειας.

Αυτό κράτησε περίπου τρία χρόνια.

Ύστερα άρχισε να παρατηρεί κάτι. Πρώτα στον εαυτό του. Κι, ύστερα στους γύρω του. Μια αίσθηση εξουθένωσης. Όχι τόσο σωµατικής, όσο πνευµατικής. Και περισσότερο ψυχικής. Σαν η Αθήνα να ρουφούσε από µέσα του, τόσο καιρό, κάτι πολύ σηµαντικό που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το είχε. Μέρα µε τη µέρα άρχισε να αισθάνεται πως άδειαζε. Σταδιακά γινόταν περίβληµα. Λαµπερό µάλλον, αλλά πάντως περίβληµα. Όχι µόνο αυτός. Όλοι τους. Η πρωτεύουσα τούς είχε κάνει όλους ίδιους. Λαµπερούς και άδειους. Η αδρεναλίνη, βέβαια, συνέχιζε να ρέει µε φυσικούς ή τεχνητούς τρόπους και δεν επέτρεπε θλιβερές διαπιστώσεις. Αναζητούσε λύση. Επιχείρησε, λοιπόν, να γεµίσει το κενό µε καινούργιο αµάξι, χειµερινές διακοπές, εκδροµή µε ιστιοφόρο, Σαββατοκύριακα στην Τοσκάνη. Τίποτα. Άρχισε να ασχολείται µε τις εναλλακτικές θεραπείες που άκουγε δεξιά κι αριστερά. Επισκέφτηκε κέντρα ψυχοσωµατικής ισορροπίας . Άλλαξε τη διατροφή του. Το ρυθµό των αναπνοών του. Τη διακόσµηση του σπιτιού. Τίποτα. Το κενό µεγάλωνε. Το ροκ, οι λογοτέχνες του εσωτερικού µονολόγου κι η νοσταλγία δεν είχαν πλέον επάνω του καµία καταπραϋντική επίδραση. Καµία βόλτα δεν µπορούσε να τον κάνει να κοιµηθεί. Κάθε πρωί υπερνικούσε τη δική του εξουθένωση και πήγαινε στη δουλειά για να υπερνικήσει την εξουθένωση των άλλων. Την εξουθένωσή τους που έπαιρνε τη µια µέρα τη µορφή υστερικών επαίνων, την επόµενη υστερικής δυσπιστίας, τη µεθεπόµενη ολιστικής απόρριψης και την παραµεθεπόµενη τη µορφή ολιστικού σεβασµού και αποδοχής. Και πάλι από την αρχή. Αισθανόταν στο κέντρο της πραγµατικότητας και την ίδια στιγµή απολύτως µακριά της. Άυπνος κι διαλυµένος, πίνοντας το δέκατο εσπρέσσο της ηµέρας στον πεζόδροµο του Τζίµις, ενώ στο απέναντι κοµµωτήριο έφτιαχνε τα µαλλιά της κάποια που έµοιαζε µε την Καγιά (αν δεν ήταν η Καγιά), κατέληξε σε ένα απλό συµπέρασµα. Άλλο η πραγµατικότητα κι άλλο η αλήθεια.

Το επόµενο πρωί ανακοίνωσε στους συνεργάτες του ότι ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη.

Έπινε καφέ µε θέα τα καράβια και σκεφτόταν πως όλη αυτή η θολούρα της Θεσσαλονίκης, και της περιφέρειας γενικότερα, που κάνει τα περιγράµµατα ανθρώπων και καταστάσεων ασαφή, έχει τελικά, ένα µεγάλο καλό. Ο καθένας µπορεί να βλέπει ό,τι θέλει. Κι αυτό, αν το σκεφτείς, είναι σπουδαίο γιατί ο καθένας βλέπει κάτι διαφορετικό από το διπλανό του κι έτσι δε γίνονται όλοι ίδιοι (κάτι που δεν µπορείς να το πεις, µε την ίδια άνεση, και για τους κατοίκους της πρωτεύουσας). Λόγω θολούρας επίσης, δεν υπάρχει οφίσιαλ πραγµατικότητα – εκτός κι αν κάποιος είναι τόσο µαλάκας που συνεχίζει να βλέπει συστηµατικά τηλεόραση και να διαβάζει περιοδικά. Αυτή η απουσία αυστηρών περιγραµµάτων δίνει, λοιπόν, σε κάθε εχέφρονα τη δυνατότητα να ζει στη δική του πραγµατικότητα. Που ως δική του, είναι για αυτόν αληθινή. Κι είναι καλύτερο, σίγουρα είναι καλύτερο να ζεις στον κόσµο σου από το να ζεις στο δικό τους.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα