Επιτέλους μεγάλη Συμφωνία από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών!
Μία κριτική από τον Γιώργο Μαρκογιαννόπουλο
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Ένα επιτέλους πλήρες, χορταστικό, κλασικό πρόγραμμα -με κονσέρτο και συμφωνία παρουσίασε με μία τακτική συναυλία της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 27/2, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Μια ευτυχής και τόσο αναγκαία επιλογή σε μία κατά τα άλλα αναιμική καλλιτεχνική σαιζόν, μιας και η Διοίκηση του Μεγάρου αποφάσισε να μην μετακαλέσει καμία μείζονα ορχήστρα αυτό το έτος. Αλλά ας μην αναλύσουμε τώρα τον γνωστό τρόπο (δυσ)λειτουργίας τού Μεγάρου, και ας εστιάσουμε στο προκείμενο: μία καθόλα φροντισμένη και αρκετά επιτυχημένη εμφάνιση της ΚΟΑ. Η διεύθυνση της Ορχήστρας και η εκτέλεση της τιτάνιας Δεύτερης Συμφωνίας τού Ραχμάνινωφ ανατέθηκε στον Πολωνό αρχιμουσικό Μιχάλ Νεστερόβιτς, ενώ το Πρώτο Κονσέρτο για βιολί τού Σοστακόβιτς κλήθηκε να ερμηνεύσει ο, γνωστός και αγαπητός στο αθηναϊκό κοινό, Ρώσος βιολιστής Βαντίμ Ρέπιν.
Πριν από την έναρξη της βραδιάς, αρνητικές εντυπώσεις δημιούργησε ξανά η αχρείαστη και αντιαισθητική παρουσία οθονών ζωντανής μετάδοσης επί σκηνής, ως μία ατυχής επιλογή που όχι μόνον δεν προσφέρει μεγάλα πρακτικά οφέλη (αφού υπάρχει καλή οπτική από όλες τις θέσεις), αλλά προσέτι αποσπά τον ακροατή από την κοινωνία με το κατεξοχήν μουσικό γεγονός. Τη συναυλία άνοιξε ο Ρέπιν με το Κονσέρτο για βιολί αρ. 1 τού Σοστακόβιτς, το Πρώτο μέρος τού οποίου ερμήνευσε με τελειοθηρικό παίξιμο και αριστοτεχνικά βιμπράτι ακριβείας κατά την ανάπτυξη του θέματος, που εντούτοις ήχησε κατάτι ψυχρό, ελλείψει υφολογικών χρωματισμών. Από τη σχετικά μέτρια σε διαφάνεια απόδοση των ξύλινων πνευστών της συνοδείας, ξεχώρισε ως καλύτερη η συνεισφορά και το εκτόπισμα του κόντρα φαγκότου.
Ο Ρέπιν έλαμψε περισσότερο στο Δεύτερο μέρος, όπου οι επιδέξιες δοξαριές του και η πραγματικά εύροη παρουσίαση των χορευτικών θεμάτων έδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα, πλάι στα άριστα συγχρονισμένα πιτσικάτι των εγχόρδων, τις σωστές ατάκες από τα κόρνα και τις έντονες παρεμβάσεις από τα τύμπανα. Το Τρίτο μέρος εγκαινίασε ένα εξαιρετικά εκφραστικό ντουέτο από τα γεμάτα βάθος βιολοντσέλα των Πέτριν/Πούφτη, υπόκωφα συνοδευόμενα πάλι από τον Δεσύλλα στα κρουστά και από τον κορνίστα Σίσκο στα χάλκινα, με έξοχη επίσης τη βαθύφωνη τούμπα. Κορυφαία στιγμή υπήρξε η καντέντζα, στην οποία ο Ρέπιν ξεδίπλωσε ελευθέρα τη σολιστική του δεινότητα, με αξιοζήλευτη σταθερότητα, κρυστάλλινη άρθρωση και αφηγηματική συνέπεια, συμβάλλοντας σε ένα εντυπωσιακό τελείωμα και προκαλώντας το εκστατικό χειροκρότημα του μουσικόφιλου κοινού.
Μετά το διάλειμμα, η Κρατική Ορχήστρα υπό τον Νεστερόβιτς, ήρθε αντιμέτωπη με ένα γιγάντιο, ρομαντικό, ρωσικό δημιούργημα: τη Συμφωνία αρ. 2 σε μι ελάσσονα τού Σεργκέι Ραχμάνινωφ. Η ανάδειξη και ερμηνεία της συμφωνικής γραφής τού Ραχμάνινωφ αποτελεί πάντα σημαντική πρόκληση και έχοντας σχετικά πρόσφατα παρακολουθήσει μία έξοχη εκτέλεσή της από τον Σοχίεφ και τη Γαλλική Ραδιοφωνία στη Φιλαρμονική των Παρισίων, οι προσδοκίες διατηρούνταν (ως συνήθως) υψηλές. Από τα πρώτα κιόλας μέτρα έγινε αντιληπτή μια ωραία πλαστικότητα στα υπό την Χατζηνικολάου βιολιά, δημιουργώντας ρέουσα κίνηση κατά την παρουσίαση του θέματος, που εύστοχα στόλισαν οι προσεγμένες παρεμβάσεις του κόρνου και έπειτα ένα διάφανο, αξιέπαινο σόλο από το κλαρινέτο. Η εξέλιξη της μουσικής δραματουργίας είχε σωστή παραγραφοποίηση, καταλήγοντας φυσικά σε μελετημένα ξεσπάσματα, με την καθοριστική συνεισφορά των τυμπάνων, αν και πριν την ολοκλήρωση της κίνησης χάθηκε το καλό αρχικό φραζάρισμα των εγχόρδων. Αυτή η αίσθηση επιτάθηκε στο δεύτερο αργό μέρος, εξαιρετικά δύσκολο για τα βιολιά, τα οποία απώλεσαν σε συμπάγεια ήχου, αίσθηση δυναμικών και λυρική έκφραση.

Παρά το μερικό έλλειμμα «σώματος», τα έγχορδα απέδωσαν πειστικά τους κυματισμούς τού Τρίτου μέρους, ενώ στο Τέταρτο ζωντάνεψαν περαιτέρω και έντυσαν με την αναγκαία σπιρτάδα και ροή την ήδη καλπάζουσα μουσική αφήγηση που διαμόρφωνε επιτυχώς ο Νεστερόβιτς με καλή φραστική και άρτιο χειρισμό των δυναμικών. Συνολικά μία ικανοποιητικά συγκροτημένη εμφάνιση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που έχει ακολουθήσει από την αρχή τού έτους ένα σερί καλών συναυλιακών επιδόσεων, επιβεβαιώνοντας την ηγετική θέση της στα εγχώρια μουσικά πράγματα.
Μάλιστα, η συναυλία αυτή της Κρατικής Ορχήστρας, στο πλαίσιο τού «έτους Σοστακόβιτς», ήταν από τις πλέον αναμενόμενες, καθώς ήταν η πρώτη για φέτος που συμπεριέλαβε μία κανονική, σοβαρή συμφωνία και ένα ωραίο κονσέρτο. Παρά τις εναλλακτικές αναζητήσεις ρεπερτορίου και μερικούς αλλόκοτους, πλην επιτυχείς πειραματισμούς προγράμματος (βλ. Σουίτα Γκόγκολ-Σνίτκε, 10/1), θα ήταν καλό τα προγράμματά της να περιλαμβάνουν συχνότερα Συμφωνίες και μείζονες συνθέσεις. Δηλαδή, ευχής έργον θα ήταν να ακούσουμε στα πλαίσια του επετειακού έτους λ.χ. τη Δεκάτη Συμφωνία τού Σοστακόβιτς ή ακόμη Συμφωνίες τού Μπρούκνερ που καιρό έχει να παίξει η ΚΟΑ. Η τελευταία φορά ήταν προ διετίας με την κορυφαία μετάκληση του Κορνήλιου Μάιστερ, σε μία μεγαλειώδη, αξιομνημόνευτη συναυλία με την μπρουκνέρεια Τέταρτη. Τέτοιες συναυλίες, τέτοια προγράμματα είναι ανάγκη να απολαμβάνουμε κι όχι φλύαρες διαλέξεις που καταναλίσκουν τις δυνάμεις της ορχήστρας και των ακροατών. Θέλουμε μουσική, θέλουμε αμιγώς συμφωνικά προγράμματα και ενθαρρύνουμε προς τη σωστή αυτή κατεύθυνση!