Η εποχή του κυνηγιού και οι ιστορίες που μας εγκατέλειψαν

του Γιάννη Σκαραγκά Η εποχή του κυνηγιού είναι ένα έργο για τη σχέση της αφήγησης με την πραγματικότητα και τη βία της κρίσης, για τις ιστορίες που έχουμε ανάγκη να ξαναπούμε για να επινοήσουμε το καλό, να κατανοήσουμε την απώλειά του και να το αναπληρώσουμε. Η Πόπη, μια γυναίκα που έχει χάσει στην οικονομική κρίση […]

Γιάννης Σκαραγκάς
η-εποχή-του-κυνηγιού-και-οι-ιστορίες-πο-47957
Γιάννης Σκαραγκάς

ilissia_0136

του Γιάννη Σκαραγκά

Η εποχή του κυνηγιού είναι ένα έργο για τη σχέση της αφήγησης με την πραγματικότητα και τη βία της κρίσης, για τις ιστορίες που έχουμε ανάγκη να ξαναπούμε για να επινοήσουμε το καλό, να κατανοήσουμε την απώλειά του και να το αναπληρώσουμε. Η Πόπη, μια γυναίκα που έχει χάσει στην οικονομική κρίση την περιουσία και την επιθυμία της να ζήσει μέσα στον κόσμο, απομονώνεται σε ένα διαμέρισμα και ζει με τη φωνή του μυαλού της. Η φωνή παίρνει σάρκα και οστά, με αφορμή τη φωτογραφία της Πηνελόπης Δέλτα σε κάποιο βιβλίο της, μια γυναίκα που η Πόπη θεωρεί σύμβολο εσωτερικής εξορίας και μοναξιάς.

Σε αυτή την ιδιαίτερη συνομιλία η Πηνελόπη Δέλτα επεμβαίνει πια στην καθημερινότητα της συγκατοίκου της και της μαθαίνει να λέει ιστορίες. Ο αφηγηματικός κόσμος της ηρωίδας από μυθοπλαστικός εξελίσσεται σε μια προσωπική και απρόβλεπτα ρεαλιστική εξιστόρηση της ζωής της μέχρι την ημέρα που αποφάσισε να απομονωθεί από τον κόσμο. Τα προσωπικά τραύματα αρχίζουν να δίνουν μια διαφορετική διάσταση στους αφηγηματικούς κανόνες και μια φαντασιακή ηρωίδα οδηγεί τον πραγματικό άνθρωπο στην επίγνωση της δραματικής του υπόστασης: ότι δεν μπορεί να επανασυνδεθεί με την πραγματική ζωή αν δεν τοποθετήσει τις επιλογές και την ηθική του μέσα της, αν δεν συνδέσει την προσωπική του ιστορία με την αφήγηση ενός ολόκληρου κόσμου που νοσεί συγχρόνως.

Η εποχή του κυνηγιού είναι ο χαμένος κόσμος των ιστοριών μας μετά την κρίση, η αδυναμία να εντάξουμε την προσωπική δράση και σύγχυση στον εσωτερικό χαρακτήρα και την εξέλιξη αυτής της κρίσης. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν ιστορίες που μπορούσαν να μας συμπεριλάβουν όλους. Δεν είχαν να κάνουν τόσο με την ελληνική πραγματικότητα αλλά με τα ιδιωτικά μας όνειρα. Αυτά τα όνειρα ήταν που μας έκαναν καλύτερους ανθρώπους και μας διαφοροποιούσαν, έδιναν περιεχόμενο σε μια πραγματικότητα που από μόνη της δεν ήταν ικανή να συνθέσει και να συντηρήσει μια κοινή αφήγηση: ονειρευόμασταν μέσα στον ύπνο ενός αποτελειωμένου ηθικά κόσμου, το πρόσωπο του οποίου δεν άρεσε σε κανέναν μας, και αυτό μας ένωνε. Μοιάζαμε στην προσπάθειά μας να επνοήσουμε κάποια εξαίρεση. Σε όποια πλευρά του και αν βρισκόσουν, όποια διαφορά και αν πρέσβευες, υπήρχε μια γενικότερη φαντασιακή σύγχυση για το ποιος μπορείς να είσαι και να γίνεις σε έναν τέτοιον κόσμο που, επειδή είχε χρήματα, σε ανεχόταν. Μπορούσες να είσαι στα κυκλώματα ή στο περιθώριο, στα πολλά φράγκα ή στα απαραίτητα, με τους λαϊκούς ή τους έντεχνους, τους κοινωνικούς επιδειξίες ή τους αυτιστικούς αναχωρητές.

Υπήρχαν οι πολλοί και οι λίγοι, και μπορούσες να συνταχτείς μαζί τους με τους δικούς σου όρους, μπορούσες να επινοήσεις μικρόκοσμους, γιατί υπήρχε η σοβαρότατη πιθανότητα να έχει νόημα από μόνος του ο μικρόκοσμός σου, υπήρχε χώρος γι’ αυτόν. Όλοι ήταν στον μικρόκοσμό τους γιατί, μέσα σε μια παρακμιακή πραγματικότητα, ήταν ανακουφιστικό να χωρούν όλες οι αποσπασματικές λογικές δομές των προσωπικών μας ιστοριών. Όλοι είχαμε και από κάποια ιστορία, και μέσα της παίζαμε τον ρόλο του κυνηγού, κυνηγούσαμε, δεν επιδιώκαμε απλώς. Ονομαστήκαμε κυνηγοί γιατί μέσα στον γενικότερο παραλογισμό ήταν τόσο ακοινώνητες και ασκητικές οι καλές μας προθέσεις και επιδιώξεις, που μπερδέψαμε το επίτευγμα με το θήραμα.

Με την κρίση, αυτές οι προσωπικές ιστορίες έχασαν τον ρόλο τους. Ίσως τελείωσαν τα θηράματα. Ίσως πάλι το απωθητικό πρόσωπο της πραγματικότητας που θέλαμε να παραβλέψουμε μας κοίταξε στα μάτια, και αυτή τη φορά δεν του αρέσαμε εμείς. Γιατί αν πριν ήμασταν όλοι μας κάποιο είδος εξαίρεσης, γίναμε απότομα η ίδια εξαίρεση, μια κοινωνία υπόπτων σε έναν κόσμο που δεν έχει πλέον λεφτά για να μας ανεχτεί, όπου κανείς δεν ανέχεται πλέον κανέναν και οι αφηγήσεις μας έχουν αντικαταστήσει τον αναστοχασμό με την πολεμική.

Χάσαμε την επαφή μας με αυτό που γεννάει τις ιστορίες, μια βασική ανάγκη να μοιραστούμε την εμπειρία μας και να τη συνδέσουμε με την εμπειρία των άλλων, να της δώσουμε νόημα μέσα από μια κοινή ερμηνεία του κόσμου και κυρίως μέσα από τη συμμετοχή μας στις συγκλονιστικές πιθανότητες να αλλάξει από την ίδια την αφήγησή μας, από μια κοινή προσπάθεια να επινοήσουμε τη συνέχειά μας, και να συνεχίσουμε όλοι μας.

Μας εγκατέλειψαν οι ιστορίες μας γιατί από τη δραματοποιήση των δικών μας επιθυμιών περάσαμε βίαια στον καταμερισμό της ευθύνης των άλλων. Από την κατανόηση της κοινής οδύνης βρεθήκαμε σε μια ιδεολογική χρήση της, η οποία αντί για συναίνεση δημιουργεί φθόνο, και αντί να υποκινεί μια στοιχειώδη μετάβαση, μάς θυμώνει. Αποβληθήκαμε από τις ιστορίες μας γιατί η σκληρή εμπειρία των τελευταίων ετών έχει ως αναφορά της όχι αυτό που πάθαμε αλλά αυτό που μας έκαναν γιατί η αφηγηματική εργαλειοθήκη της εποχής έχει να επιδείξει μόνο θύτες και θύματα, μνημονιακές και αντιμνημονιακές υπερβολές που έχουν κάνει την κοινή μας εμπειρία βαθιά εξωδιηγητική: επικαλούμαστε τη δράση κάποιου άλλου σε βάρος μας, κάνουμε εισαγωγές που δεν καταλήγουν σε εμάς, δεν πρωταγωνιστούμε σε τίποτα από αυτά που μας συμβαίνουν, και δεν μπορούμε να ορίσουμε τίποτα παρά ίσως το ασυγκράτητο αίσθημα ενοχής για κάποιο κοινό μας αμάρτημα προ κρίσης• αμάρτημα που, αντί να αποσαφηνίζει τον βαθμό καταλογισμού, μας βάζει όλους στο ίδιο τσουβάλι, μας κάνει όλους το ίδιο δύσμοιρους και κακοποιημένους, το ίδιο ανήμπορους να ορίσουμε τα πράγματα και να τα αλλάξουμε.

Η εποχή του κυνηγιού είναι ένα έργο γι’ αυτή τη βίαιη μετάβαση από το θήραμα στο τσουβάλι, για μια γενιά κυνηγών που επένδυσαν στις καραμπίνες τους τον μόχθο μιας ατελείωτης καλής πρόθεσης, μιας πόζας που κανένας δεν απαθανάτισε ποτέ. Είναι όμως και μία ιστορία βαθιάς πίστης: στο ότι κανένας δεν μπορεί να μας στερήσει την ικανότητα να φανταστούμε τον καλύτερο εαυτό μας. Και αυτό είναι ένα είδος πίστης που συναντάει κανείς σε περίσσευμα στη μυθοπλασία, την επιμονή δηλαδή να επενδύει στα στοιχειώδη του ανθρώπινου χαρακτήρα για να βρει λύσεις και να αμφισβητήσει το ανέφικτο.

hunting_season_1

*Η εποχή του κυνηγιού του Γιάννη Σκαραγκά είναι μία παράσταση με τις Αθηνά Μαξίμου και Φωτεινή Μπαξεβάνη, σε σκηνοθεσία της Λίνας Ζαρκαδούλα, στο θέατρο Κιβωτός (Πειραιώς 115, Γκάζι) που θα παίζεται από τις 28 Σεπτεμβρίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

**Ο Γιάννης Σκαραγκάς εκπροσωπεί φέτος την Ελλάδα στο ετήσιο συνέδριο του A Soul for Europe που γίνεται υπό την αιγίδα του Ευρωκοινοβουλίου και του πολιτιστικού ιδρύματος της Allianz στο Βερολίνο.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα