Εθισμένοι στο θάνατο

Σε μόνιμη συναισθηματική κρίση, σχολιάζοντας τις ειδήσεις των θανάτων των άλλων ανθρώπων.

Θάνος Στρατάκης
εθισμένοι-στο-θάνατο-875405
Θάνος Στρατάκης

Τίποτα πιο αποτρόπαιο, στα μάτια μου, δεν γέννησε ο κυνισμός που χαρακτηρίζει τόσο καθολικά την εποχή μας από αυτούς που πανηγυρίζουν, ή αφήνουν υπόνοιες, κάτω από τα ποστ ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους, για «ξαφνικήτιδες» και «εμβόλια του θανάτου». 

Πάει τώρα ένας χρόνος που στην ανθρωπογεωγραφία των social media εμφανίζεται ένας νέος τύπος σχολιαστή. Χιλιάδες αντιδράσεις κάτω από τα όλο και πιο πολλά δημοσιεύματα που πληροφορούν τους χρήστες για τους θανάτους νεαρότερης ηλικίας ανθρώπων. Ανθρώπων που κατά τα άλλα, σε όλη την υπόλοιπη τους ζωή, κανένας, εκτός από τους συγγενείς τους που πενθούν σιωπηρά, δεν ασχολήθηκε. 

Αυτό που κάνει την είδηση του θανάτου ενός 50χρόνου ξεχωριστή (για του οποίου τη ζωή και το ιατρικό ιστορικό δεν δίνεται καμία πληροφορία) είναι ο εμβολιασμός του. Μάλιστα, υπάρχουν ανάλογου ύφους σχολιασμοί κάτω από τις ειδήσεις, εξίσου αυξημένες (αλλά τουλάχιστον, δημόσιου ενδιαφέροντος), σε σχέση με τους «ανεμβολίαστους» που έχασαν τη ζωή τους από τον ιό. 

Τα δύο αυτά ρεύματα επικοινωνούν. Είναι τόσο φουσκωμένα από τα σχόλια των χρηστών, και τόσο απλωμένα στο διαδικτυακό τοπίο μέσω των αλγόριθμων, που σχεδόν κάθε φορά που ανοίγει κανείς πλατφόρμες όπως το Facebook, θα «πέσει» πάνω τους. 

Μέχρι που θα φτάσουμε με αυτό τον κυνισμό για τη ζωή; Πόσο άραγε να κρατήσει αυτή η τάση;

Η ευθύνη των μέσων ενημέρωσης, που μας «τρομοκρατούν»

Μία συνηθισμένη αποστροφή του λόγου των σχολιαστών σε αυτά δημοσιεύματα για την Covid-19 είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης μας τρομοκρατούν (συνήθως, επειδή έχουμε να κάνουμε με έναν ιό που περνάει πλέον ως μία απλή ίωση ή, χειρότερα, επειδή είναι εργαστηριακός, κατασκευασμένος από αυτούς που κλέβουν τις ζωές μας).

Η διαχείριση της πανδημίας είναι μία δυναμική διαδικασία. Από την πρώτη μέρα, που δεν γνωρίζαμε τίποτα από τις εργαστηριακές μελέτες, ως τη δωρεάν διάθεση των εμβολίων, και τις νέες μεταλλάξεις, πολλά μεταβάλλονται και δεν συμμετέχω σε έρευνες τέτοιου τύπου για να τα σχολιάσω. 

Την κριτική περί τρομοκρατίας την ακούω. Και συνδέεται με το θέμα μας.

Τα μέσα ενημέρωσης, και το σύστημα των ειδικών, που υπερπροβάλλει κάθε μέρα μία διαφορετική εκτίμηση και πρόβλεψη για την πανδημία, έχουν διογκώσει το πρόβλημα. Η καθημερινή στατιστική του θανάτου γύρω από την πανδημία (τα ημερήσια κρούσματα κτλ.), και η υπερπαραγωγή «ειδήσεων» που την αφορούν (ειδικός 1, ειδικός 2, ειδικός…), είναι όμως μόνο ένα μικρό μέρους του μεγαλύτερου προβλήματος.

Στο ποτπουρί των καθημερινών ειδήσεων συναντά κανείς clickbait τίτλους για άρθρα τριών σειρών με τα οποία οι πολίτες ενημερώνονται για επικείμενες καταστροφές, για τροχαία δυστυχήματα, για βράχους που έπεσαν ξαφνικά εν ώρα διακοπών και άλλα τέτοια. Υπάρχει δηλαδή μια υπερπροσφορά από εικόνες για δραματικά γεγονότα.

Είναι αλήθεια ότι η ροή αυτού του ύφους της πληροφορίας «πουλάει», υπάρχει δηλαδή και η ανάλογη ζήτηση. Ενώ, σε μεγάλο βαθμό οι ειδήσεις γύρω από τον εμβολιασμό, τις συσχετίσεις με την πανδημία, έσωσαν πολλές ζωές. 

Έχει χαθεί όμως και το μέτρο. 

Ανούσια εντελώς δημοσιεύματα μας ενημερώνουν για τη γεμάτη σε ουσία ζωή των τηλεπερσόνων, για τις καταναλωτικές συνήθειες, τις βόλτες με τα σκάφη κτλ. επειδή ο κόσμος επιζητεί τη χαλάρωση από όλη αυτή την εξοικείωση με το θάνατο.  

Γνωρίζουμε τι είπε ένας σταρ στην Αυστραλία, τι φόρεσε η τάδε διάσημη και μπορείς να το αγοράσεις, για κομήτες σε απομακρυσμένους γαλαξίες, για ανθρώπους που πεθαίνουν μονάχοι ή έκαναν μία ολόκληρη περιουσία επενδύοντας σε ένα νόμισμα.

H κουλτούρα του θανάτου και της κατανάλωσης δίνει συνεχώς την εντύπωση στους ανθρώπους ότι κάθε μέρα είναι μία πρόκληση, είτε γιατί διαθέτουμε αφθονία επιλογών, είτε γιατί η ζωή είναι γεμάτη κινδύνους.

Αν αυτή είναι η εποχή μας – συνδεδεμένη, γεμάτη με άχρηστες πληροφορίες, εστιασμένη στην κατανάλωση – δεν είναι πάντως ούτε κακή ούτε καλή, και δεν αλλάζει επειδή το σκεφτήκαμε. 

Πάντως, για το θέμα μας, τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να αξιολογηθούν σε σχέση με το πόσο συμμετέχουν ή όχι σε όλη αυτή την παράνοια. Με το αν ξεχωρίζουν ή όχι το δημόσια και στατιστικά σημαντικό από τη θάλασσα των ανούσιων κουτσομπολιών, των άχρηστων ή ψεύτικων πληροφοριών. Με το πόσο εφαρμόζουν τον αλγόριθμο. 

Θα γινόμαστε όλο και πιο κυνικοί, φοβικοί, σε μία μόνιμη κατάσταση ανησυχίας, εξοικειωμένοι με το θάνατο των άλλων, που πλέον υπερπροβάλλει ο αλγόριθμος, αλλά μπορεί η υπευθυνότητα ορισμένων να μετριάσει το φαινόμενο.

Η ζωή μας πριν από τα social media

Μπορεί κάποιος να αντιτείνει στα παραπάνω, δεν υπήρχαν και στο παρελθόν «τρομοκρατημένες ζωές»; 

Η φτώχεια, η ανυπαρξία δημόσιων δομών υγείας, ειδικότερα στις πόλεις, μείωνε σημαντικά το προσδόκιμο ζωής.  Στην ύπαιθρο ενώ οι άνθρωποι δεν στερούνταν τόσο των απαραίτητων αγαθών, αντιμετώπιζαν άλλους κινδύνους. Θεριά και δαίμονες. Για να μην αναφέρει κανείς τους εμφύλιους, δικτατορίες, ξένοι κατακτητές και μετανάστευση. Μάλιστα, εκείνη η τρομοκρατία ήταν περισσότερο αληθινή. Δεν ήταν βιντεοσκοπημένη. Εκεί και αν οι άνθρωποι είχαν καθημερινή έκθεση με το θάνατο.

Ωστόσο, εκείνη η «τρομοκρατία» ήταν διαφορετική. Οι άνθρωποι συμμετείχαν σε πυκνές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Υπήρχε η συνεκτική δομή της οικογένειας. Η γειτονιά. Το καφενείο. Η εκκλησία. Ο συλλογικός θρήνος, και η υποστήριξη.

Ακόμα και οι ειδήσεις που έπαιρνε ο άνθρωπος είχαν φιλτραριστεί πρώτα. Διάβαζε την εφημερίδα της εργατικής τάξης, για να μάθει περισσότερα για τα εργοτάξια που μοιράζονταν με τους μακρινούς συναδέλφους. Τα επιχειρηματικά νέα, για τα νέα του κλάδου του. Τα συζητούσε στο κόμμα, στο σύλλογο ή στο συνδικάτο, μαζί με την παρουσία άλλων.

Αντανακλάται σε αυτούς τους θεσμούς η καταπίεση της ατομικής ζωής, η εξάρτηση από πανίσχυρες πατριαρχικές φιγούρες, τα κουτσομπολιά και η πειθάρχηση.  Αλλά ο άνθρωπος του τότε, αν και εξαρτημένος, αν και λιγότερο ατομικά ελεύθερος, δεν αισθάνονταν ποτέ τόσο μόνος.

Οι ειδήσεις στο παρελθόν επιλέγονταν από τη θέση κάποιου στην κοινωνία. Δεν του ξεφύτρωναν ειδήσεις θανάτου από παράθυρα, ή περιττές διαφημίσεις-υπενθυμίσεις για το πόσο παραγωγικός και καταναλωτικός είναι ή δεν είναι, τη στιγμή της μοναξιάς του, όταν γυρνάει το πλευρό από το σύντροφο του στο κρεβάτι και καθηλώνεται σε μία οθόνη.

Η μοναξιά, η απουσία συλλογικής ζωής, η αδιαφορία και η κυνικότητα στη δημόσια ζωή, είναι το πιο κρίσιμο συναισθηματικό πρόβλημα στην εποχή μας, και αυτό που εμποδίζει την επίλυση των συλλογικών προβλημάτων. Οι ανώνυμοι σχολιαστές, τα τρολ, οι χειροκροτητές τσαρλατάνων και συνωμοσιολόγων, είναι άνθρωποι, που πολλές φορές νιώθουν μόνοι, και που τώρα με την Covid έχουν αποξενωθεί ακόμα περισσότερο από την πραγματική ζωή.

Από αναβολή σε αναβολή της «κανονικότητας», στη μόνιμη συναισθηματική διαταραχή

Τα παραπάνω είναι και δεν είναι άσχετα με το φαινόμενο των τόσων και τόσων χρηστών κάτω από τις ειδήσεις των θανάτων.

Στην εποχή των lockdown και της αποστασιοποίησης εντείνονται τα φαινόμενα που σχετίζονται με την οθόνη, την απρόσωπη και ατομική χρήση δικτύων ψηφιακής επικοινωνίας. Για ανθρώπους που δεν τους συνέβη ο ιός, που δεν εργάζονται στα νοσοκομεία, που δεν πένθησαν από απόσταση συγγενικά πρόσωπα, είναι εύκολο να γράψουν μία ανοησία στο πληκτρολόγιο.

Όμως δεν είναι μόνο το εργαλείο (τα social media). Οι αντιεμβολιαστές, οι εμβολιασμένοι, οι στάσεις για την πανδημία συνδέονται με τη σχέση μας με την κοινωνική ζωή. Δεν είναι καπρίτσια του Ηλία ή της Δήμητρας. 

Τα δίκτυα κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, τα κανάλια της πολιτικής συμμετοχής συρρικνώνονται. Όλο και περισσότεροι είναι οι πολίτες που εισπράττουν συνεχώς την εντύπωση ότι πέρα από τα ιδιωτικά τους κατορθώματα, ή τις αποτυχίες τους, καμία δομή αλληλεγγύης, κανένα κράτος, κανένας πολιτικός, δεν είναι εκεί για να βοηθήσει ή να επιβραβεύσει για τον κόπο του τις προσπάθειες του. 

Έτσι, μπορεί οι ακραίες αντιδράσεις σε σχέση με την πανδημία να επηρεάζονται ως τώρα από τον ανορθολογισμό και τη στάση απέναντι στην επιστήμη, το μορφωτικό επίπεδο, το αν ζει κανείς ή όχι στην ύπαιθρο, σίγουρα από το πως χρησιμοποιεί κανείς τα σόσιαλ μίντια, αλλά μπορούμε να τις αποδώσουμε και σε κάτι μεγαλύτερο —

Οι άνθρωποι έχουν χίλιους λόγους στην εποχή μας να φοβούνται. Φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Ότι θα κάνουν μόνιμα την ίδια δουλειά ώσπου να πεθάνουν. Ότι με τον ιό όλα σταματάνε. Ότι έρχεται το αναπάντεχο τέλος της ζωής, όπως συνέβη σε μία είδηση που τους δόθηκε απλόχερα. Ότι ο χρόνος περνάει και δεν έχουν ταξιδέψει όσο θα ήθελαν την ίδια ώρα που ο τάδε σταρ καλοπερνάει στα Ντουμπάι. 

Ότι τελικά υπάρχει μία αναβολή της κανονικής ζωής, που όμως είναι μόνιμη. Μία εκτεταμένη συναισθηματική διαταραχή που μας αγγίζει όλους και συνδέεται με την πρώτη εποχή που η κοινωνική κρίση και η απουσία πραγματικών δομών συνοχής είναι το μεγαλύτερο επίδικο.

Σε αυτή τη δεδομένη στιγμή λοιπόν, της εκτεταμένης συναισθηματικής και υλικής αβεβαιότητας, οι επιπλήξεις των ειδικών και των πεφωτισμένων διαχειριστών της εξουσίας για λίγο περισσότερο ορθολογισμό βρίσκει τους ανθρώπους μόνους, αποσυνδεδεμένους, χωρίς κίνητρα, να σχολιάζουν (ή να πανηγυρίζουν) κάτω από τις ειδήσεις των θανάτων των άλλων.

Η συστημική απαξία για τα δημόσια πράγματα και για τους φορείς συλλογικής δράσης και η κουλτούρα της ατομικής επιτυχίας, όπως αναπαράγεται ως πρότυπο από την κυρίαρχη αφήγηση, θα διογκώσει ακόμα περισσότερο τις εκφράσεις της μοναξιάς, τον κυνισμό και την εμμονή με τα θανατικά των άλλων ανθρώπων. Χρειάζονται άνθρωποι που θα εμπνεύσουν συλλογικούς στόχους, συλλογικότητες που θα δημιουργήσουν ανθρώπους με όραμα, και πολιτικές που θα ενισχύσουν την κοινωνική αλληλεγγύη. 

Για να επιστρέψει η ζωή, για να φύγει το θανατικό από πάνω μας

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα